Ημέρα Μνήμης

Χρόνια Πολλά και με την Ελλάδα πάντα στην καρδιά μας!


 

Του Δημήτρη Λυμπεράκη

 


«Στης Ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε. Κι η μάννα κράταγε τα βουνά…»

Έτσι ερμηνεύει ο Νικηφόρος Βρεττάκος την τραγωδία αλλά και το μεγαλείο της ελληνικής φυλής. Στις ρωγμές του χρόνου, στις ρωγμές που ο λαός μας συνηθίζει να κάνει θαύματα, πάντα ένας γιος ορθώνει ανάστημα και η μάννα του υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, γιγαντώνεται και γίνεται αχός και αγέρας που και βουνά ορίζει.

Στης Ιστορίας το διάσελο μιλώ για μια χώρα ανυπόδητη και ξεχασμένη από τους κατοίκους της, που μονολογεί στις σκοτεινές στιγμές της, αναζητά την ομορφιά και τη δικαιοσύνη, ψάχνει να δει λίγο πιο μέσα από αυτό που φαίνεται. Μάταια πολλές φορές, γιατί η αλήθεια δεν φοριέται από την ανάποδή της.

Μιλώ για μια χώρα που αιώνες τώρα διώκεται, μ’ έναν διαρκή καημό να ποτίζει το μεδούλι των κοκάλων της. Με την ψυχή της και το σώμα της να στεγνώνει στο περβάζι της ιστορικής μνήμης. Να αφυδατώνεται το χρώμα των αγώνων της για λευτεριά και ισότητα, γιατί οι κάτοικοί της βάλθηκαν να κυνηγούν ο ένας τον άλλο, να σκοτεινιάζουν τις θάλασσές της έτσι που να μη βρίσκουν τον δρόμο τους, τα καΐκια που τα λένε «Φιλότιμο» «Συγκατάβαση» και «Λεβεντιά».

Μιλώ για μια χώρα όπου οι άνθρωποί της έσκαψαν τα χώματα, έπλασαν με πηλό τις ευχές τους, φύτεψαν τον κόπο και την αγάπη τους γι’ αυτά. Μια χώρα που οι άνθρωποί της αμφέβαλαν πολλές φορές, ανέβαλαν αποφάσεις μεγάλες, εξαπάτησαν, αδίκησαν, ασέλγησαν… δεν γινόταν αλλιώς, γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι.

Μιλώ για ανθρώπους που πρόφεραν ψιθυριστά λέξεις όπως «Υπομονή, Αξιοπρέπεια, Φιλία, Αγάπη, Δικαιοσύνη, Θεός, Βοήθα Παναγιά!» Κι έχτισαν κοινότητες και χάιδεψαν τις αντοχές τους κι έσκυψαν το κεφάλι τους κι έσκαψαν, πάλεψαν να εξηγήσουν την ομορφιά τούτου του κόσμου και βόλταραν με τα πλεούμενά τους στο γαλάζιο των ματιών των παππούδων τους.

Μιλώ για μία χώρα την οποία οι αιώνες λίκνιζαν με λέξεις όπως «έχω, δεν έχω, πονάω, πληγώνω, γιατρεύω». Την εκπαίδευαν στη μεσότητα και την απαντοχή. Μιλώ για ανθρώπους που δικάστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Κάποιοι εγκατέλειψαν, οι πολλοί συνέχισαν. Δεν ξέχασαν. Απλώς άντεξαν. Έτσι κάνουν οι ζωντανοί.

Αυτή την απότιση μνήμης αποτολμώ. Ως ωδή σ’ έναν λαό που φάσκει και αντιφάσκει συνεχώς. Που φοβάται όχι τους άλλους αλλά τον ίδιο τον εαυτό του. Έναν λαό των θαυμάτων και των πολλών τραυμάτων.

Έναν λαό που «με χαμόγελο στα χείλη» τράβηξε μπροστά βγάζοντας τη γλώσσα στο ατσάλι και τη φωτιά που έφερναν μαζί τους οι λεγεωνάριοι του φασισμού και του ναζισμού.

Έναν λαό που δεν κιότεψε να τα βάλει με σιδερόφραχτους προτάσσοντας την ελευθερία και τη δικαιοσύνη του μικρού έναντι του αλαζόνα της δύναμης. Που κοκκίνησε με το αίμα του τα χιονισμένα φαράγγια της Πίνδου. Που αντιστάθηκε ενωμένος αλλά μετά, διχασμένος, σήκωσε το τουφέκι εναντίον του αδελφού του. Που λευτερώθηκε κι έγλυφε τις πληγές αυτού του διχασμού για πολλά πολλά χρόνια.

Έναν λαό που πρόσφερε την εξέγερση της νεότητάς του στο Πολυτεχνείο ως θυμίαμα στον αγώνα ενάντια στον φασισμό. Έναν λαό που δεν ξαφνιάστηκε, χρόνια μετά, που του ξαναπλήγιασαν το κορμί όσοι εμπιστεύθηκε με τη ψήφο του. Που του αφαίρεσαν το χαμόγελο που είχε αρχίσει να στεριώνει στο πρόσωπό του. Έναν λαό που ξανασηκώθηκε, αντίκρισε πάλι με αισιοδοξία τον Άλλο και έδωσε μια με την τεράστια χερούκλα του και γκρέμισε τα πιόνια του βασιλιά και της βασίλισσας και υπολοίπων αυλικών που συνωστίζονται στον προθάλαμο του παλατιού της εξουσίας.

Έναν λαό που άνοιξε την αγκαλιά του στον κυνηγημένο ξένο, στον άστεγο, στον διαφορετικό. Κι αν για λίγο πλανήθηκε και μες στην απελπισία του ανέχτηκε τη δυσοσμία και την ασχήμια που απέπνεε η θλιβερή παρέα των Ναζί δολοφόνων, είναι γιατί ξεγελάστηκε από το φανταχτερό εξώφυλλο που συνήθως έχουν στο οπλοστάσιό τους οι συμμορίες για να κρύψουν την ηθική και ιδεολογική γύμνια τους.

80 χρόνια μετά τη νίκη των παππούδων μας και το κόντεμα της κομπορρημοσύνης που γεννά ο φασισμός και ο ναζισμός απομένει σε μένα, σε σένα, σε όλους μας να κρατήσουμε σφιχτά, σαν φυλαχτό, όσα μας ενώνουν και με γνώμονα την Ανεκτικότητα, την Αλληλεγγύη και τη Δημοκρατία να θεμελιώσουμε, πάλι, μια χώρα του Σεβασμού και της Δικαιοσύνης. Μια χώρα με Δημοκρατία και με νέες γενιές πρόθυμες και έτοιμες  να συμπορευτούν για την Αυγή της Ανθρωπιάς και της Αξιοσύνης.

Χρόνια Πολλά και με την Ελλάδα πάντα στην καρδιά μας!


Ο Δημήτρης Λυμπεράκης είναι εκπαιδευτικός 2ου ΓΕΛ Καβάλας