Το Παρίσι σού επιτρέπει να ονειρεύεσαι και να ελπίζεις

Η Άννα Μισσιριάν γράφει στη στήλη «Οινολογίες» του κορυφαίου ελληνικού περιοδικού για το κρασί «Οινοχόος» της Καθημερινής


 

Της Άννας Μισσιριάν

 


Ταξιδεύω συχνά στο Παρίσι. Παρά το γενικευμένο φαινόμενο παγκοσμιοποίησης, η πόλης διατηρεί με πείσμα τη γαλλική της αυθάδεια. Δεν είναι οι προτάσεις και οι προκλήσεις του πολυτελούς καταναλωτισμού, δεν είναι η διαχείριση σπάταλου ή λιτού πολιτισμού, δεν είναι, τέλος, η τέχνη τού να μπορείς ακόμη να ζεις με ρεαλιστικό style πραγματικότητας. Το Παρίσι σού επιτρέπει να ονειρεύεσαι και να ελπίζεις. Ναι, έχει αναμφισβήτητα να κάνει με την αποικιοκρατική αυτοκρατορική του υπόσταση, ενδεχομένως και με τον γαλλικό ναρκισσιστικό απομονωτισμό. Έχει να κάνει με τα παλάτια του, τα bistrot του, τους σκύλους που κυκλοφορούν ισότιμα με τους αφέντες τους ή τις γάτες που περιδιαβαίνουν νωχελικά τα lobbies των ακριβών ξενοδοχείων.

Αυτή η μπούρδα πως μπορείς να το λατρέψεις ή να το σιχαθείς ας περιοριστεί, παρακαλώ, στα κοκορέτσια. Δεν μπορείς να μην το λατρέψεις, εάν στη ζωή σου εκτέλεσες την υποχρέωση να ασχοληθείς με κάτι περισσότερο από τη μόδα, την πολιτική, το socialising ή το ποδόσφαιρο. Εάν κάποιος ευλογημένος δάσκαλος σού μίλησε κάποτε για τον «Μικρό πρίγκιπα» ή για τον Ρουσσό, κάποιος καλλιτέχνης για θρησκευτική ή μεγαλοαστική αρχιτεκτονική, ένας και ώριμος και εκπαιδευμένος ταξιδιώτης για φρέσκο ψωμί και καλό κρασί ή, τέλος, μια κοκέτα για τσάντες και μαντίλια, έχεις αποφασίσει με ποια πλευρά θα ταυτιστείς στο επιτραπέζιο παιχνίδι του τριακονταετούς πολέμου.

Αρκεί αυτά τα μαθήματα να τα ολοκλήρωσες όσο ακόμη ήσουν νέος, εάν όχι μικρός. Πριν το Hollywood υπερκεράσει την ακτή της Deauville, η Coca-Cola το vin de terrasse ή ο κρύος espresso, un bon café chaud.

Στο τελευταίο, προ Covid ταξίδι μου στο Παρίσι, μια φίλη, βαθιά γνώστρια του γαλλικού τρόπου ζωής, με ενημέρωσε συντετριμμένη πως το εστιατόριο Auberge du Pont de Collonges του Bocuse έχασε ένα από τα τρία αστέρια Michelin που κοσμούσαν την ύπαρξή του. Ο λόγος ήταν η απομάκρυνση από την κλασική γαλλική γαστρονομία και η εξεζητημένη αναζήτηση δικαιολογιών, ώστε να το ανταλλάξουμε τον άρτο με θέαμα. Κατάλαβε, επιτέλους, ο Guide Rouge πως η μετατροπή της γαλλικής άυλης κληρονομιάς του σωστού φαγητού και της βαθιάς γεύσης έχει μετατραπεί σε διατροφική Disneyland.

Σε αυτό το τελευταίο μου ταξίδι επέλεξα να δοκιμάσω ένα εστιατόριο με δύο άστρα Michelin, στην καρδιά της πόλης. Μικροί καλόβουλοι θεοί όλοι οι παράγοντες, προσπαθούσαν με style και ευγένεια να με εισάγουν σε έναν χώρο παραλογισμού, όπου οι ελιές έχουν εξοστρακιστεί, αλλά τα βότανα μεγαλώνουν σε φορητή γλάστρα για να διαλέξω το αφέψημά μου. Δεν θα μιλήσω για το φαγητό, δεν είμαι θαυμάστρια των αστεριών στο πιάτο μου. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως είχα φάει πολύ, είχα γεμίσει με εικόνες τα μάτια μου, είχα κουράσει το μυαλό μου ψάχνοντας για διαφορές και ομοιότητες με αντίστοιχα καταλύματα, αλλά δεν ήμουν χορτάτη, σαν να είχα ολοκληρώσει την υποχρέωση της τάξης και της θέσης μου να δειπνήσω καθώς πρέπει. Τι τραγικό! Όταν, επιτέλους, οι Γάλλοι αποφασίσουν να περιφρουρήσουν την ταυτότητά τους ως οι απόλυτοι influencers του φαγητού, επιστρέφοντας στην αγνή κλασική τους κουζίνα, θα μπορέσουμε να απενοχοποιηθούμε και εμείς που δεν απολαμβάνουμε βανίλια στον γαύρο, προτιμούμε το σπιτικό λευκό ψωμί και δεν χρειάζεται να μετατρέψουμε σε αφρό chèvre τη φέτα που συνοδεύει τα γεμιστά κολοκυθάκια μας.

Πηγή: Περιοδικό Οινοχόος [Κυριακάτικη Καθημερινή, 06.12.2020]


Η Άννα Μισσιριάν είναι δημιουργός και ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Imaret και πρόεδρος του Ερευνητικού Κέντρου MOHA στην Καβάλα