Παράθυρο με θέα

Μονόπρακτο δωματίου


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Σε δω­μά­τιο Γε­νι­κού Νο­σο­κο­μεί­ου μιας βό­ρειας επαρ­χια­κής πό­λης, οι δύο με­σή­λι­κες καρ­κι­νο­πα­θείς έγι­ναν σύ­ντο­μα φί­λοι. Ο τυ­φλός Αιμί­λιος, που εί­ναι εγ­χει­ρι­σμέ­νος στον δε­ξιό πνεύ­μο­να, με­τρά­ει αντί­στρο­φα τις μέ­ρες της ελευ­θε­ρί­ας του. Μό­νο που το χαρ­τί εξό­δου αρ­γεί να του δο­θεί και απο­ρεί για­τί.

Ο Άγ­γε­λος νο­σεί βα­ριά με πει­ραγ­μέ­νο το ήπαρ. Η επι­κοι­νω­νία τους ανα­πτύ­χθη­κε άρι­στα με ανα­φο­ρές στην κα­κή πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας, στην οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση που δεν πά­ει άλ­λο, στην κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή και στο φαι­νό­με­νο του θερ­μο­κη­πί­ου. Στο φόρ­τε της το πο­δό­σφαι­ρο και οι γυ­ναί­κες. Μο­νό­πλευ­ρες πε­ρι­γρα­φές ιστο­ρι­κών πο­δο­σφαι­ρι­κών ανα­με­τρή­σε­ων, αφη­γή­σεις ερω­τι­κών κα­τορ­θω­μά­των, πει­ράγ­μα­τα και γέ­λια. Κά­θε που ο Αι­μί­λιος αντι­λαμ­βά­νε­ται, από το σούρ­σι­μο των πα­ντο­φλών, πως ο φί­λος του κα­τευ­θύ­νε­ται προς το μο­να­δι­κό πα­ρά­θυ­ρο του δω­μα­τί­ου, τον πα­ρα­κα­λεί να του πε­ρι­γρά­ψει τι βλέ­πει. Ο Άγ­γε­λος, με κα­θυ­στέ­ρη­ση δευ­τε­ρο­λέ­πτων λες και επι­διώ­κει τη λε­πτο­με­ρή επι­τή­ρη­ση του χώ­ρου, πε­ρι­γρά­φει την γα­λή­νια θά­λασ­σα που στρα­φτα­λί­ζει στις απο­χρώ­σεις του γα­λά­ζιου και πρά­σι­νου. Το απέ­να­ντι νη­σί που, με­τά τη χθε­σι­νή βρο­χή, πλη­σί­α­σε τό­σο την ακτή που μπο­ρείς να το αγ­γί­ξεις. Το εμπο­ρι­κό πλοίο με το βα­θύ κόκ­κι­νο φου­γά­ρο που το κά­νει να μοιά­ζει ιτα­λι­κό. Φορ­τω­μέ­νο με δε­κά­δες ογκώ­δεις πα­λέ­τες, κα­τευ­θύ­νε­ται ανα­το­λι­κά.

– Πά­ντα ήθε­λα να τα­ξι­δέ­ψω ανα­το­λι­κά, πα­ρα­πο­νιέ­ται ο Αι­μί­λιος. Στα πα­ρά­λια της Ιω­νί­ας. Αλι­καρ­νασ­σό, Σμύρ­νη. Δαρ­δα­νέ­λια. Στο Μυ­ριό­φυ­το, να προ­σκυ­νή­σω τα χώ­μα­τα των πε­θα­μέ­νων μου.

Τα αμπέ­λια μας! κα­μά­ρω­νε ο παπ­πούς του, τα κρα­σιά, τα ρε­τσέ­λια! Μες στη θά­λασ­σα μπαί­νουν τα λιό­δε­ντρα!

– Τρί­χες! προ­σγειώ­νε­ται την άλ­λη στιγ­μή από τις ονει­ρο­πο­λή­σεις του, αμ­φι­σβη­τώ­ντας τις νο­σταλ­γι­κές καυ­χη­σιές του Ντε­λή-Γιώρ­γη.

Την επο­μέ­νη ο Άγ­γε­λος ανα­φέ­ρε­ται στον κα­τα­πρά­σι­νο λό­φο δε­ξιά του κτη­ρί­ου. Θαυ­μά­ζει τον ανοι­ξιά­τι­κο, ολάν­θι­στο κή­πο του Νο­σο­κο­μεί­ου. Τα παρ­τέ­ρια και οι διά­δρο­μοι του πρά­σι­νου σχη­μα­τί­ζουν γε­ω­με­τρι­κούς μαιάν­δρους. Συ­στά­δες από κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα, πε­τού­νιες, ζί­νια και χα­μη­λούς παν­σέ­δες.
Το πρό­σω­πο του φί­λου του φω­τί­ζε­ται από τις εκρή­ξεις των χρω­μά­των. Ει­σπνέ­ει βα­θιά να μυ­ρί­σει την γεν­ναιό­δω­ρη ποι­κι­λία των αρω­μά­των.
Τις επό­με­νες μέ­ρες, κά­τω από το πα­ρά­θυ­ρό των δύο ασθε­νών, περ­νούν μη­τέ­ρες που σπρώ­χνουν παι­δι­κά κα­ρο­τσά­κια. Μι­κροί μα­θη­τές με σά­κες στους ώμους, άλ­λοι που κλω­τσούν άτσα­λα μια μπά­λα. Και κο­ρί­τσια, πολ­λά κο­ρί­τσια, πολ­λά όμορ­φα κο­ρί­τσια.

– Στα εί­κο­σι πέ­ντε ήμουν ερω­τευ­μέ­νος με την Ει­ρή­νη, νο­σταλ­γεί ο Αι­μί­λιος. Μύ­ρι­ζα τα μαλ­λιά της, τον κόρ­φο της. Φο­ρές με άφη­νε να πιά­σω το στή­θος της. Κο­λυ­μπού­σα­με γυ­μνοί σε μια ερη­μι­κή ακρο­για­λιά. Οι δυο μας, μο­να­δι­κοί κά­τοι­κοι του Πα­ρά­δει­σου. Εκεί μπή­κα μέ­σα της, για μία και μο­να­δι­κή φο­ρά. Την έχα­σα τό­σο απρό­σμε­να που με πλή­γω­σε. Κα­τέ­βη­κε στην Αθή­να χω­ρίς καν να με χαι­ρε­τί­σει. Έδω­σε, ως έπρε­πε, προ­τε­ραιό­τη­τα στην κα­ριέ­ρα της, εί­παν. Από τό­τε, ού­τε γράμ­μα ού­τε γρα­φή.

Σιω­πά, αρ­νεί­ται να μι­λή­σει το υπό­λοι­πο της μέ­ρας. Την επαύ­ριον οι πε­ρι­γρα­φές τού έξω κό­σμου συ­νε­χί­ζο­νται κα­νο­νι­κά. Το ίδιο και οι ανα­πο­λή­σεις του Αι­μί­λιου. Αυ­τό, μέ­χρι που πέ­θα­νε ο Άγ­γε­λος. Συ­ντρι­βή, βου­βα­μά­ρα και κα­τά­θλι­ψη. Όμως το ελεύ­θε­ρο κρε­βά­τι σύ­ντο­μα κα­τα­λαμ­βά­νει κά­ποιος άλ­λος ασθε­νής. Το Ίδρυ­μα δεν δια­θέ­τει την πο­λυ­τέ­λεια της άνε­σης του κε­νού∙ απε­να­ντί­ας. Από τον Άρη ο Αι­μί­λιος ζη­τά­ει το ίδιο που ζή­τη­σε από τον Άγ­γε­λο: να του πε­ρι­γρά­ψει τι βλέ­πει. Εκεί­νος, πη­γαί­νο­ντας στο πα­ρά­θυ­ρο αντι­δρά αγα­να­κτι­σμέ­νος:

– Τι να σου πε­ρι­γρά­ψω, ρε φί­λε. Στον ακά­λυ­πτο μας πέ­τα­ξαν, τα κα­ριό­λια, τοί­χο βλέ­πω.

Σου­λα­τσά­ρει πά­νω κά­τω στο δω­μά­τιο, έτοι­μος να εκραγεί.

– Γα­μώ την τύ­χη μου, γα­μώ, βρί­ζει μά­νες, θε­ούς και δαί­μονες.

Ο Αι­μί­λιος τρο­μά­ζει από την απρό­σμε­νη εξέ­λι­ξη. Μπή­γει τα νύ­χια του στο δέρ­μα και δι­πλώ­νει το σώ­μα σε στά­ση εμ­βρύ­ου. Τρα­βά­ει το σε­ντό­νι επά­νω, να σκε­πά­σει το κε­φά­λι του. «Τι κρί­μα» σφίγ­γει τα δό­ντια για να μην ακου­στεί. «Δεν ξέ­ρει να λέ­ει ψέ­μα­τα, θα πά­ει στην Κό­λα­ση» λυ­πά­ται για τον νέο συ­γκά­τοι­κο.


Πρώτη δημοσίευση: Χάρτης, τ. 27, Μάρτιος 2021
Φωτογραφία: Πηνελόπη Πετσίνη