Ηιατρική επιστήμη, ως η κορωνίδα των θετικών και όχι μόνον επιστημών, ανέκαθεν διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στον βίο μας, σήμερα ωστόσο βρίσκεται στο προσκήνιο καθημερινά, με την ειδικότητα των λοιμωξιολόγων να έχει συγκεντρώσει επάνω της τα φώτα της δημοσιότητας.
Είναι πανθομολογούμενο ότι οι λοιμωξιολόγοι (ορθότερα συγκεκριμένα μέλη επιτροπών) αξιοποιούν οτιδήποτε αφορά στη νόσο Covid-19 και προτείνουν στην πολιτική ηγεσία μέτρα περιορισμού της διάδοσής της. Τα μέτρα όμως αυτά δεν στερούνται συνεπειών, καθώς συνιστούν ουσιώδη περιορισμό των συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων μας. Η έκταση και η ένταση του περιορισμού είναι τέτοια που, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, δοκιμάζεται σε τέτοιο βαθμό η αντοχή της συνταγματικής μας τάξης.
Μόλις που χρειάζεται να τονιστεί ότι η ιατρική άποψη μετουσιωμένη σε επιστημονική πρόταση ή ψήφο ουδόλως εγείρει ζητήματα ευθύνης όταν είναι σύμφωνη με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός, τηρώντας τον Όρκο του Ιπποκράτη, στο πλαίσιο της άσκησης του λειτουργήματός του, οφείλει να καταθέτει την επιστημονική του γνώση όπως την απέκτησε κατά την εκπαίδευσή του και την τριβή του με το γνωστικό του αντικείμενο και απολαύνει επιστημονικής ελευθερίας και ελευθερίας συνείδησης.
Αφορμή του παρόντος άρθρου είναι η εντελώς πρόσφατη τροπολογία που κατατέθηκε στο Σχέδιο Νόμου του «Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων», σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι: «Τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση».
Η επιλογή του νομοθέτη να θεσπίσει α) το «ανεύθυνο», που σηματοδοτεί την ανυπαρξία οιασδήποτε ευθύνης των μελών αυτών των επιτροπών, όπως λ.χ. αστικής, ποινικής, διοικητικής ή και πολιτικής, β) το «ακαταδίωκτο», που σηματοδοτεί το απαράδεκτο της δίωξής τους λ.χ. για αξιόποινες πράξεις ή για πειθαρχικό έλεγχο και γ) την απαγόρευση εξέτασή τους, που σηματοδοτεί το δικονομικά ανεπίτρεπτο της εξέτασής τους υπό την ιδιότητα του μάρτυρα, τοποθετώντας τους σε καθεστώς πλήρους ασυλίας, δεν αποτελεί καινοτομία στα πολιτικά και νομοθετικά χρονικά, ούτε εισήγαγε κατ’ αυτό τον τρόπο «νέο δίκαιο». Τουναντίον, θα έλεγα, ότι αποτελεί σταθερή πρακτική και εν ολίγοις εφαρμογή της πεπατημένης, όπου νομοθετείται η ασυλία ατόμων που φέρουν συγκεκριμένη ιδιότητα.
Όλως ενδεικτικώς, η πρακτική αυτή απαντάται στις σχεδόν ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις του ν. 4373/2016 (άρ.38) για τα μέλη του Ελεγκτικού Συμβουλίου-ΕΕΑ-ΕΣΚΑΝ, του ν. 4046/2012 (άρ.3) με το γνωστό πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, όπου εξαιρούνται της ποινικής ευθύνης τα μέλη του Συμβουλίου Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και τα μέλη ΔΣ ή συλλογικού οργάνου διοίκησης ημεδαπών εταιριών και λοιπών ΝΠΙΔ καθώς και ημεδαπών ΝΠΔΔ, του ν. 3094/2003 (άρ.1§2) για το Συνήγορο του Πολίτη και τους Βοηθούς Συνηγόρους και τέλος του ν. 3086/2002 (αρθ.37§5, όπως τροποποιήθηκε άρθρο 56 του ν. 4170/2013) για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η τροπολογία αυτή είναι πρόδηλο ότι εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, ως αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος, θέση εξ άλλου που είχε διατυπώσει το Ανώτατο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο (Άρειος Πάγος) με το υπ’ αριθμόν 1221/2014 Βούλευμά του (υπόθεση Βατοπεδίου), αναφορικά με την εφαρμογή της σχεδόν πανομοιότυπης, με τη σημερινή, διάταξης για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του προαναφερόμενου βουλεύματος το ακαταδίωκτο των μελών του Νομικού Συμβουλίου δεν ισχύει όταν η γνώμη ή η πράξη τους είναι προϊόν δόλιας προαιρέσεως. Με λίγα λόγια, το ακαταδίωκτο αυτών μελών δεν καταλαμβάνει και τις ενδεχόμενες δόλιες πράξεις ή παραλείψεις τους, καθώς τότε επέρχεται αδικαιολόγητα ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει αίτηση αναιρέσεως δεχόμενος ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ορθώς δέχθηκε ως αντισυνταγματική τη σχετική διάταξη.
Το νομοθετικό αυτό φαινόμενο ορώμενο υπό δικαιοκρατικό πρίσμα συνιστά παρεκτροπή από την αρχή της νομιμότητας, αφού δεν είναι δυνατόν να θεμελιώνεται ανεύθυνο σε μια κατηγορία υπαλλήλων, όταν η γνώμη τους ή η ψήφος τους αποτελεί προϊόν δόλιας προαιρέσεως. Λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι επί του παρόντος η κοινωνία έχει στραμμένη την προσοχή της σ’ αυτήν την κατηγορία και η γνώμη τους επηρεάζει σημαντικά όχι μόνον την οικονομική μας δραστηριότητα αλλά ακόμη και την ίδια τη ζωή μας, η ανάγκη για έλεγχο είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Και φυσικά, ουδόλως μπορεί να δικαιολογηθεί η διακριτική αυτή αντιμετώπιση, (ως επιχειρούμενη στο βωμό της απρόσκοπτης λειτουργιάς των επιτροπών αυτών), για την κατάλυση της αξίωσης της πολιτείας στην τιμωρία δόλιων πράξεων.
Το ισχύον νομικό μας σύστημα διαθέτει σειρά δικλείδων ασφαλείας όσον αφορά την προστασία αδίκως διωκόμενων προσώπων. Οι διατάξεις της Ποινικής μας Δικονομίας παρέχουν ευρείες εξουσίες στην Εισαγγελική Αρχή ώστε να φιλτράρει ακόμη και στο πρώιμο στάδιο της ποινικής προδικασίας αβάσιμες και «κατασκευασμένες» εγκλήσεις.
Έτσι λοιπόν, το ανεύθυνο, ακαταδίωκτο και «ανεξέταστο» αυτών των μελών δεν δικαιολογείται σε ένα Κράτος Δικαίου, καθώς όχι μόνον καταργεί την παρέμβαση και την κρίση των δικαιοδοτικών του οργάνων αλλά, ακόμη χειρότερα, θέτει τις βάσεις συγκρουσιακών καταστάσεων δημιουργώντας πέραν της ανισότητας, και ταξικές διαφορές.
Ο επιστημονικός κόσμος (ιατροί, νομικοί, πολιτικοί μηχανικοί, εκπαιδευτικοί κ.λπ.) γνωματεύει και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση κανόνων δικαίου σε κάθε τομέα δράσης του, εκ των οποίων απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες, συνιστά λοιπόν, ελάχιστη υποχρέωσή του να υπόκειται και ο ίδιος στους κανόνες αυτούς.
Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ