Ειμαρμένη 1827

Για μία θαρραλέα όσο και δόλια γυναίκα· για την πιο πλούσια, αριστοκρατική νύφη της Φωκίδας: Ασήμω, Γκούραινα, Νταλιάνα, σύζυγο του στρατηγού Ιωάννη Γκούρα· που, εκ των υστέρων, χαρακτηρίστηκε… ηρωίδα του 1821!


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


– Πώς πέρασεν η ώρα! μελαγχόλησε η κυρία Ντάλια.
– Φοβάμαι πως σας κούρασα, κυρία Γκούρα. Επιτρέψτε μου την τελευταία ερώτηση.
– Παρακαλώ. Άλλωστε δεν μου προσφέρονται παρόμοιες ευκαιρίες συνομιλίας κάθε μέρα.
– Σας ευχαριστώ. Ποιο θα είναι το θέμα τού επόμενου βιβλίου σας;
– Ω! Θα αναφερθώ σε μία θαρραλέα όσο και δόλια γυναίκα. Την πιο πλούσια, αριστοκρατική νύφη της Φωκίδας: Ασήμω, Γκούραινα, Νταλιάνα, κόρη του Αναγνώστη Λιδωρίκην, σύζυγο του στρατηγού Ιωάννην Γκούρα, από τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Ελληνικής Επαναστάσεως.
– Συγνώμη. Ποια η σχέση σας με την οικογένεια του οπλαρχηγού Γκούρα;
– Μετά από πάροδο διακοσίων ετών, μόνον… ονειρική! Αν εξαιρέσουμε τις ευφάνταστες αφηγήσεις της προγιαγιάς μου Κάρμαινας, συνυφασμένες με φαντασιώσεις, όνειρα, δοξασίες και δαίμονες. Αν συνυπολογίσουμε ορισμένα κειμήλια που εκτίθενται σε προθήκες του σπιτιού μου: σταυρούς, παράσημα, ξίφη, ένα καριοφίλι και μία σημαία. Κυρίως την καταγωγή τού τρίτου ονόματός μου, καθώς έτσι προσφωνούσαν τις υψηλόσωμες και ωραίες γυναίκες, παρομοιάζοντάς τες με το μακρίκανον καριοφίλι νταλιάνι. Κατ’ επέκτασην Νταλιάνες: υψηλές και όμορφες! Όπως εκείνη της Επαναστάσεως.

ΗΑσήμω στην οποία προαναφέρθηκα, καταγόταν από επιφανή και πλούσια οικογένεια, κόρη του προκρίτου της Φωκίδας Αναγνώστη Λιδωρίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1823 ενυμφεύθη το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννην Γκούρα, που στο κατόπιν διορίσθηκε Φρούραρχος Αθηνών.

*

Την παραμονή του γάμου της, η Ασήμω είδε ένα σημαδιακό όνειρο.

Καιγόταν, λέει, το πατρικό σπίτι του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ιθάκη και η Ασήμω ήταν έξω από αυτό, στο παιχνίδι. Παιδί και δεν την φώναξαν οι μεγάλοι για να απολαύσει κι’ εκείνη το εξαίσιο θέαμα με τις φλόγες. Την κράτησαν μακριά, να μην δει την μάνα του καπετάν Οδυσσέα, Ανδρούτσαινα, ούτε την γυναίκα του Ελένη, όταν τις έβγαζαν από τα αποκαΐδια, και σαλέψει ο νους της. Σαν μαύρο ορυκτό είχαν καταντήσει οι δύστυχες, πεθερά και νύφη, ένα με το κοριτσάκι που ήταν διπλωμένο στην αγκαλιά τής Ανδρούτσαινας. Τις αντίκρισε αργότερα η Ασήμω, ένα μαύρο σύμπλεγμα γυναικών, με το βρέφος λειωμένο στις χούφτες τους. Από τότε, και στην υπόλοιπη ζωή της, βρέθηκε υποχρεωμένη μαζί με τον αέρα, να εισπνέει κι’ εκείνον τον βαθύ πόνο.

*

Ας όψεται η φύσις, η οποία είχε προικίσει πλουσιοπάροχα το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Ιωάννην Γκούρα: αρρενωπόν κάλλος, ρωμαλέο παράστημα, ξανθός με εκφραστικά μάτια, πλατύ μέτωπον που πρόδιδε το ζωηρόν πνεύμα, την ταχείαν και ορθήν του σκέψιν. Θάρρος, που αψηφούσε τον κίνδυνον από τούρκικο βόλι. Κατείχε όντως όλα ετούτα τα χαρίσματα, παρά την αγροίκον αγωγήν του, την αγραμματοσύνην, την απροσμέτρητην φιλοδοξία, την σκληρότητα, την παροιμιώδη φιλοχρηματίαν, με αποδεδειγμένη την απληστία του. Είχε σωρεύσει τεράστια περιουσία, όχι μόνον από την λαφυραγωγία, αλλά και από κάθε διαθέσιμη -έστω μη νόμιμη- πηγή.

Από την πλευρά του, ο Γκούρας, με τον επιτυχημένο γάμον του, έμπαινε στην υψηλή κοινωνία, αποκτώντας μεγαλύτερον κύρος.

*

Πάντως, παρά το φρικτόν όνειρο που είδε την παραμονή του γάμου της η Ασήμω, άφησε να την σύρουν στην εκκλησία, στολισμένη με χρυσές αγκράφες, σειρές με ντούμπλες και φλουριά. Τι νταούλια και πίπιζες, τι τραγούδια, τι ντουφεκιές! Τον χορό έσυρε πρώτη η μάνα του γαμπρού Ελένη, από κοντά ο γαμπρός Γιάννης, στο κατόπιν η νύφη Νταλιάνα.

Εκείνον τον άνθρακα είδε, χρόνους μετά, η Ασήμω στο πρόσωπο της πεθεράς της Ελένης, τρόμαξε και αρνήθηκε να βυζάξει το γάλα του βυζιού της στο πρώτο της παιδί. Πήρε το κρίμα του παλιού ονείρου επάνω της και το ερμήνευσε ως σημάδι θεόσταλτο και δοκιμασία τής πίστης της. Ζήτησε να περάσει την πόρτα της Μονής της Παναγίας των Γκρεμνών, να κλειστεί στη σιωπή και να τιμωρηθεί στην ακινησία της υπόλοιπης ζωής της. Εκλιπάρησε το έλεος από την Χάρην Της και έταξε σ’ Εκείνην τις υπόλοιπες γέννες της.

*

Ο Γιάννης Γκούρας ήταν γεννημένος στην Γκουρίτσα Παρνασσίδας το 1791, από φτωχική οικογένεια. Παιδί έβοσκε τα πρόβατα ενός Τούρκου αγά. Ψυχή ανυπότακτη και με έντονο το αίσθημα της ελευθερίας, προτίμησε, στα 17 του έτη, το ντουφέκι από την ταπεινή εργασία τού ραγιά τσομπάνου. Ακολούθησε τον συγγενή του Πανουργιά Πανουργιά, αρχηγό σώματος κλεφτών, και επί μία δεκαετία γυμνάστηκε ψυχή τε και σώματι στην κλέφτικη ζωή.

Το 1818, στην ηλικία των 27 ετών, γνώρισε -που να μην έσωνε- τον Οδυσσέαν Ανδρούτσο, ο οποίος τον έλαβε ως ακόλουθο, να οδηγεί τον σκύλο του, ονόματι Σαμψόνι. Το βάπτισμα του πυρός το πήρε σκοτώνοντας έναν Τούρκο στην Αθήνα κατά εντολήν του καπετάν Οδυσσέα. Με το ξέσπασμα της Επαναστάσεως δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και, στο κατόπιν, μυήθηκε στην Φιλικήν Εταιρείαν. Κοντά του προσέτρεξαν να στρατολογηθούν επτακόσιοι στον αριθμό άνδρες από την περιοχήν της Φωκίδας. Τα κατορθώματά του ερχόταν στοιβαγμένα, το ένα μετά το άλλο, να τον εξυψώσουν: Κατέλαβε το φρούριο στα Σάλωνα, πολέμησε στο πλάι του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, στην νικηφόρα δε μάχη των Βασιλικών διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες, κερδίζοντας τον θαυμασμόν όλων των στρατευμάτων. Με την τελευταία νίκη εκδηλώθηκαν οι προσωπικές του φιλοδοξίες, εξού και η κατρακύλα που ακολούθησε.

Στις 15 Νοεμβρίου του 1821 ο Γιάννης Γκούρας έλαβε μέρος στη Συνέλευσην της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τον διόρισε Φρούραρχον της Ακροπόλεως Αθηνών. Εκείνος ο διορισμός θα σταθεί μοιραίος και απαρχή της έπαρσης και αλαζονείας, στην επιθυμία του να απαγκιστρωθεί από την επιρροήν του ευεργέτη του, ώστε να αναπτύξει τις ηγετικές του φιλοδοξίες. Ακολούθησε ο διορισμός του, από τον Κυβερνήτη Γεώργιον Κουντουριώτη, ως αρχηγός των «Στρατοπέδων της Ανατολικής Ελλάδος» και από αυτό το πόστο στράφηκε στην καταδίωξη του «προδότη» αρχιστράτηγου Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον οποίον κατηγόρησε ότι είχε συνάψει συμφωνίες με τους Τούρκους. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μετά από ανεπιτυχή αντίσταση, παραδόθηκε στα στρατεύματα του Γιάννη Γκούρα και φυλακίστηκε στην Ακρόπολην των Αθηνών. Την νύχτα της 4ης Ιουνίου του 1825, δολοφονήθηκε από τέσσερα πρωτοπαλίκαρα του Γιάννη Γκούρα, αφού τον βασάνισαν φρικτά, δια συνθλίψεως των όρχεών του -συνήθης τρόπος εκτελέσεως της εποχής- και στην συνέχεια εκρίμνησαν από τον Ιερόν Βράχον, δια να επικαλεστούν δήθεν προσπάθεια του έγκλειστου Οδυσσέα Ανδρούτσου ώστε να δραπετεύσει.

*

Σκοτεινές δυνάμεις και δόλιες πράξεις κρύβονται πίσω από το φρικτόν έγκλημα. Μία από αυτές ήταν τα παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα στους δύο αρματολούς, οι πολιτικές φιλοδοξίες και διεκδικήσεις τους. Μία δεύτερη η αποδεδειγμένη απληστία του Γιάννη Γκούρα, ο οποίος πληρώθηκε αδρά από τον Ιωάννην Κωλέττην για να σκοτώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσον. Όμως υπήρχε και μία τρίτη, λιγότερο γνωστή: ανάμεσα στους δύο άνδρες είχαν εισχωρήσει οι γυναίκες, οι οποίες αρχικώς κατέστρεψαν την σχέσην τους, παραχωρώντας πρόσφορο έδαφος στις ενδοοικογενειακές διαφορές τους. Χρόνους μπροστά είχε ενσκήψει η φαγωμάρα μεταξύ της γυναίκας του Γιάννη Γκούρα Ασήμω και της μητέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου Ανδρούτσαινα, αντάμα με την σύζυγο του δεύτερου Ελένη. Που με την αντιζηλία τους υποδαύλισαν το μίσος των δύο φίλων αγωνιστών, οι οποίοι στο τέλος κατέληξαν θανάσιμοι εχθροί.

Η γριά-Ανδρούτσαινα, μητέρα του Οδυσσέα, ήταν αρχοντογυναίκα και παλιά καπετάνισσα. Η γυναίκα του Ελένη ήταν παλιά θαλαμηπόλος της κυρά-Βασιλικής στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Ενώ η πανέμορφη Ασήμω-Νταλιάνα, ήταν πλέον γυναίκα του Φρούραρχου Γκούρα. Η Ακρόπολη δεν τις χωρούσε όλες. Έτσι, άρχισαν οι αντιζηλίες ανάμεσα στις γυναίκες.

Η Ασήμω δεν τους απηύθυνε καν τον λόγο και φώναζε ότι «δεν θέλει ζητιάνες πάνω στο κάστρο της». Η γριά-Ανδρούτσαινα με την σειρά της απαντούσε, «ποια είν’ αυτή που μας κάνει την καπετάνισσα; Η Γκούραινα; Ο γιός μου, τον άντρα της τον είχε για υπηρέτη, για να φυλάει το σκύλο μας τον Σαμψόνι». Οι δύο άνδρες, παλιοί φίλοι και μπιστικοί, έγιναν οι χειρότεροι εχθροί λόγω της έχθρας των γυναικών. Με τα γνωστά, τραγικά επακόλουθα.

Έτσι, ο Γιάννης Γκούρας, Γενικός Αρχηγός πλέον των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος, απόμεινε μόνος με την οικογένειά του επάνω στην Ακρόπολην. Όπου, κατά την διάρκεια της πολιορκίας της από τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασάν Κιουταχήν, την νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου του1826 σκοτώθηκε από τούρκικο βόλι, σε ηλικία 35 ετών. Την επομένη θάφτηκε μπροστά από τον Παρθενώνα.

*

Εγώ, να ξέρετε, ως γυναίκα και συγγραφέας, κλείνω προς την πλευράν της ηρωίδος τού εν εξελίξει μυθιστορήματός μου. Στην γυναίκα με τα τρία ονόματα θα παραχωρήσω το προβάδισμα∙ τον θαυμασμό -ή το μίσος μου; Το πόνημά μου θα αναδειχθεί ως ύμνος στην υψηλόσωμη καλλονή πλουσία τού γένους των Λιδωρίκηδων, γενναία, φιλόδοξη, αδίστακτη δολία, με ακόρεστη δίψα για ζωή και έρωτα. Όπως αντιλαμβάνεστε, το αντίστροφο είδωλον του καθρέφτη μου!

Έγραψα και ένα εξαίρετο ποίημα, υμνώντας τό, δυστυχώς περιορισμένης χρονικής διάρκειας, πάθος της προς τον ωραίο εραστή της Νικόλαον Κριεζώτη, αψηφώντας την διαθήκη, συνάμα σκληρή κατάρα του αποθανόντος συζύγου της Γιάννη Γκούρα.

Εις την οποία κατάρα, ο αποθανών παράγγελλε στην σύζυγόν του Ασήμω: «Εάν διαφυλάξεις την τιμήν του ανδρός σου μετά τον θάνατον μου, σοι εύχομαι να απολαύσεις όσα σοι αφήνω εις την διαθήκην μου. Ει δε και φανείς άπιστος και με αλησμονήσεις, ογλίγωρα ο Θεός να σε στείλει στο κατόπιν μου».

Σκληρή η διαθήκη, σκληροτέρα όμως η θερμόαιμη Ασήμω.

*

Η Ασήμω από την πρώτη ημέρα του γάμου της άρχισε να φέρεται περιφρονητικά στην μητέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, την Ανδρούτσαινα, την γυναίκα του Ελένη, και ψυχρά στον ίδιον τον πολέμαρχον. Να έφταιγε ότι  η οικογένεια των Λιδωρίκηδων βρισκόταν, από παλαιά, σε οξείαν πολιτικήν αντιδικίαν με τον Οδυσσέαν Ανδρούτσο; Ή άραγε το μαύρο όνειρο που είδε την παραμονή της στέψης της; Όπως και να έχει, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, για να μην χαλάσει τις σχέσεις του με τον Γιάννη Γκούρα είχε πάρει μητέρα, σύζυγον και τα αδέλφια του από την Αθήνα και τους εγκατέστησε στο άντρον του στην «Μαύρη Τρύπα» Παρνασσού. Εδώ να σημειώσω ότι ο Γιάννης Γκούρας, λόγω του αξιώματός του ζούσε ήδη με την σύζυγόν του και τους συγγενείς τους στο Ερεχθείον. Όμως η Ασήμω Γκούραινα, παρά την απομάκρυνσην της οικογενείας των εχθρών της, δεν ηρέμισε και άρχισε να κρυφοσταλάζει στην ψυχήν του συζύγου της το μίσος κατά του αρχηγού και κάποτε ευεργέτην του. Τον διέβαλε, αντιστρέφοντας τις λέξεις, τις πράξεις του, ακόμη και τις κατακτήσεις του. Την ποταπή τακτικήν της δεν στάθηκε ικανός να διακόψει ο μαρτυρικός θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ούτε καν η ρίψης του νεκρού σώματός του από τον βράχο της Ακροπόλεως. Κατά πολύ περισσότερον το βόλι τού Μεχμέτ Ρεσίτ πασά Κιουταχήν, που χτύπησε θανάσιμα τον σύζυγό της Ιωάννην Γκούραν, στην ηλικία των 35 ετών.

Η Ασήμω, με περισσή αποφασιστικότητα και προτού καν θάψει τον νεκρόν άνδρα της, αναλαμβάνει την αρχηγία των πολιορκημένων, μέχρι την έλευσην του ωραίου Νικολάου Κριεζώτη. Τα παλικάρια του Γιάννη Γκούραν ορκίστηκαν ενώπιόν της ότι θα τιμήσουν την μνήμην του νεκρού αρχηγού τους έως θανάτου.

Ο νέος Φρούραρχος της Ακριπόλεως, ηλικίας 42 ετών, ήτο φίλος του Γεωργίου Καραϊσκάκη και ανερχόμενο αστέρι στο ελληνικόν επαναστατικόν στερέωμα. Θαμπώθηκε από την ομορφιά τής Ασήμω Γκούραινας, και αυτή έπεσε πάραυτα στο κρεβάτι με τον ερωτοχτυπημένον οπλαρχηγό, παρότι δεν είχαν περάσει τρεις μήνες από τον άδοξον θάνατο του συζύγου της Ιωάννην Γκούρα.

Λέγεται μάλιστα ότι ο ίδιος ο Γεώργιος Καραϊσκάκης χρησιμοποίησε σαν δόλωμα την Ασήμω και τα λεφτά που άφησε ο Γιάννης Γκούρας, για να πείσει τον Νικόλαον Κριεζώτη να περάσει μέσα στην πολιορκημένη Ακρόπολην για να ενισχύσει την άμυνα της. Ο βωμολόχος οπλαρχηγός Γεώργιος τού είπε: «Είσαι νέος και ντραβραντισμένος, η τσούπρα δεν θα ξεκολλά από πάνω σου και δεν θα χάσουμε και τόσο βιός της». Πράγματι ο Νικόλαος Κριεζώτης μπήκε στην Ακρόπολη, συνδέθηκε με την Ασήμω, αλλά η κατάρα του πεθαμένου Γιάννη Γκούρα ήτο παρούσα. Τρεις μόνο μήνες μετά τον θάνατο του Γκούρα, και πριν η Ασήμω χορτάσει τον Κριεζώτη, η ειμαρμένη έπαιξε το άσχημο παιγνίδι της. Το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου του 1827, δύο τουρκικές βόμβες έπεσαν επάνω στην σκεπήν του Ερεχθείου, η οποία κατέρρευσε και καταπλάκωσε την εναπομείνασα οικογένεια Γιάννη Γκούρα. Νεκρές ανασύρθηκαν η άπιστη οπλαρχηγός Ασήμω-Νταλιάνα-Γκούραινα, η αδελφή της Κάρμαινα με τα τρία παιδιά της, μία ανεψιά του Γκούρα και μία υπηρέτρια.

Κάποιοι μίλησαν για κακή τύχη. Άλλοι, ενθυμούμενοι την εμπλοκή της στην υπόθεση Οδυσσέα Ανδρούτσου και την ασέβεια προς το πρόσωπον του θανώντος συζύγου της Γιάννην, επικαλέστηκαν την Θεία Δίκην; Εγώ προσθέτω: Νέμεσις. Στην επόμενη σελίδα: Ειμαρμένη. Ή απλώς πάθη ανθρώπων σε διακεκαυμένους καιρούς;

*

Αποχώρησα από το αρχοντικό της κυρίας Ντάλιας Γκούρα συνεπαρμένος. Έξω είχαν ήδη ανάψει τα φώτα των δρόμων.


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής 27 Ιουνίου 2021 [στο πλαίσιο της δράσης του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ #PRESS_21]