Με τον τρόπο της Pina Bausch

Αυτόπτης μάρτυρας ενός ιδιαίτερου «δρώμενου» στο πάρκο του Φαλήρου


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Κυριακή, 8,30΄ πρωινή. Το πλάγιο φως του ήλιου θωπεύει την πόλη, ενώ αυτή ακόμα κοιμάται. Το πάρκο Φαλήρου διασχίζουν δύο νεαροί δρομείς και ένας μεσήλικας που έβγαλε βόλτα το σκυλί του. Όταν ξάφνου την απόλυτη ησυχία διαρρηγνύουν ασυνάρτητες συνομιλίες, ανάκατες με γέλια, αθέατων θορυβοποιών, που πλησιάζουν από την παρακείμενη οδό των τριών αστέρων ξενοδοχείων.

Ξεχωρίζω ονόματα ποδοσφαιρικών ομάδων, βαθμολογίες, αγορά νέων παικτών… Αυτό μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ένας πολυπληθής θίασος νέων αντρών.

Είναι όλοι γύρω στα τριάντα, με περιποιημένη εμφάνιση, ντυμένοι τα καλά γιορτινά τους. Εύκολα θα τους κατέτασσε κανείς σε κατηγορία των yuppie: τεχνοκράτες, με καλοπληρωμένες εργασίες υπερκατανάλωσης. Ορισμένοι έχουν τα σακάκια ριγμένα στους ώμους, τρεις κρατούν μπουκάλια με αλκοόλ, όλοι ποτήρια. Ένας εξ αυτών, ντυμένος με λινό μπεζ κοστούμι, φέρων γραβάτα και λουλούδι στην μπουτονιέρα, μοιάζει να είναι το δημοφιλές πρόσωπο, που οι υπόλοιποι επιδιώκουν να βρεθούν δίπλα του. Μεταξύ τους ξεχωρίζει μία θεωρητική γυναίκα. Είναι όμορφη, αρκούντως περιποιημένη, ντυμένη με μια μπλε, ολόσωμη απαστράπτουσα τουαλέτα.

Όλοι κατευθύνονται προς το νότιο τμήμα του πάρκου -αυτό της θάλασσας- το στρωμένο με, επικίνδυνες στην ισορροπία τους, πλάκες Ακροβουνίου. Εκεί, τους περιμένει μια δεύτερη ομάδα αντρών, που ποιος ξέρει από ποια ώρα είναι στημένοι αναμένοντας. Σε αντίθεση με τους πρώτους, είναι ντυμένοι στα σκούρα της εργασίας, έχοντας κρεμασμένες στους ώμους τους τεράστιες φωτογραφικές μηχανές.

Στη συνέχεια, ένας εξ αυτών, θα σκηνοθετήσει τους εύχαρις νέους, ορίζοντας τους σχηματισμούς, τα συμπλέγματα, τη θέση του καθενός, τα παραγγέλματα, επιφωνήματα, γέλια, ακόμα και τις αθυροστομίες τους. Την ώρα που ένα ιπτάμενο drone, με κατευθυνόμενες σπασμωδικές κινήσεις, θα καταγράφει τα επίγεια δρώμενα.

Πίσω από τον θίασο, η πόλη, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως ιδιαίτερο φόντο, είναι πανέμορφη: το φρούριο, η χερσόνησος της Παναγίας, το μοναδικό Μονόπετρο! Η θάλασσα δίπλα στραφταλίζει εκθαμβωτικά!

Εγώ, κρατώντας την απαραίτητη απόσταση, επιχειρώ να απαθανατίσω διακριτικά τα δρώμενα εκ του μετόπισθεν. Από τα παρασκήνια του θεάτρου. Παρόμοια με άλλους περίεργους, που διέκοψαν για λίγο τις αθλητικές τους δραστηριότητες, για να καταγράψουν με τα κινητά τους τα αξιοπερίεργα συμβάντα.

Ξάφνου, με ένα στεντόρειο παράγγελμα του φωτογράφου-σκηνοθέτη, αρχίζει το show. Ο χώρος μετακινείται -παρά τη φωτεινότητα!- προς το Βορινό Wuppertal, να συναντήσει, λες, τον θίασο της ιέρειας Pina Bausch στο χορόδραμα Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης ή στο Καφέ Μύλλερ!

Οι εδώ «χορευτές» παρατάσσονται «κατά άνδρα», εκτελώντας ομαδικά βήματα μπρος πίσω, δεξιά αριστερά -πάντα κατά των οδηγιών του σκηνοθέτη. Αυτό σε αλλεπάλληλες επαναλήψεις, έως ότου βρεθεί το κατάλληλο σημείο και η απόσταση για την τέλεια λήψη. Στο κέντρο της παράταξης καμαρώνει ο πρωταγωνιστής, έχοντας δίπλα του την θεωρητική κυρία. Η οποία κυρία, μετά από τις πρώτες δύο τρεις λήψεις, αποχωρεί από το προσκήνιο, για να σταθεί στο εκτός πλάνων περιθώριο. Από εκεί θα παρακολουθήσει, ακίνητη, το υπόλοιπο της παράστασης. Ωστόσο, η φωτεινότητα του χαμόγελού της εκπέμπει ευτυχία.

Η αποχώρηση της γυναίκας, λες και ελευθερώνει τα σώματα και τα ένστικτα των συμμετεχόντων αντρών, σμίγουν σε κύκλο, ανοίγουν για να ξανασμίξουν ασφυκτικά, με επίκεντρο τον Έναν τιμώμενο. Τα ποτήρια τους είναι γεμάτα. Πρέπει να τα σηκώσουν ψηλά προς πανηγυρισμό. Ο πρωταγωνιστής δίνει το παράγγελμα: «Εβίβα, μπουρδέλα!» Τους προτρέπει να ευχηθούν προς επιτυχία: «Για τον ΠΑΟΚ!». Εκ νέου: «Πιείτε, ρε μπουρδέλα!». Είναι όλοι ευτυχισμένοι. Πίνουν και γεμίζουν εκ νέου τα ποτήρια τους. Με υψωμένα τα χέρια χαιρετούν τους άντρες του ιπτάμενου drone. Τους καλούν να… κατεβούν για να συμμετάσχουν στο γλεντοκόπι!

Όλη την ώρα της δράσης στεκόταν δίπλα μου ένας ηλικιωμένος κύριος, με λευκή ατημέλητη γενειάδα, προφανώς περιπατητής του κυριακάτικου πρωινού. Δεν είχα αντιληφθεί την παρουσία του, έως ότου ο ενθουσιασμός του τον παρακινεί να πλησιάσει την κυρία της υπομονής. Αδημονεί για συμμετοχή, έστω για διευκρινήσεις. Η χαρά τής κυρίας την τροφοδοτεί με περίσσια ευγλωττία, η οποία της επιτρέπει να απαντά με προθυμία στις ερωτήσεις τού αδιάκριτου ξένου: Όλοι είναι από την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Το απόγευμα έχουν γάμο. Εδώ. Εκείνος, ο ευτραφής υπερκινητικός στο κέντρο, με το λινό κοστούμι και τη γραβάτα είναι γιος της. Οι υπόλοιποι είναι φίλοι του, που συμμετέχουν στη χαρά του. Η αθέατη νύφη είναι από ’δω. Από την Καβάλα.

Το show, μάλλον, έχει ολοκληρωθεί. Οι άντρες του θιάσου διαλύονται, σχηματίζουν πηγαδάκια, συνεχίζοντας να πίνουν, να πειράζει ο ένας τον άλλον, να γελούν. Διακρίνω τον γαμπρό που, με μεγάλες δρασκελιές, κατευθύνεται προς το σημείο όπου στέκονται η μητέρα του και ο αγενής κύριος. «Άσε το καμάκι, ρε γέρο!», του λέει, με προσποιητό (;) θυμό. «Άντε, στρίβε!». «Η μέρα το επιτρέπει» απαντά ο κύριος με χαρακτηριστική πραότητα. «Ες αύριον τα σπουδαία» συμπληρώνει.

Ποια να είναι, άραγες, τα μελλοντικά «σπουδαία» για τον, ολίγων ακόμα ωρών, εκ Τούμπας ελεύθερο άντρα; αναρωτήθηκα. Ποια για την εκ Καβάλας άγνωστη νύφη;

Με το βλέμμα αναζητώ τον σεβάσμιο Τειρεσία. Άφαντος.