Όταν η ζωή μιμείται τη μυθοπλασία…

«Συλλέκτης κάθε μίσους»: Με αφορμή τη δολοφονία του 19χρονου φοιτητή Αλκιβιάδη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη...


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Με αφορμή τη δολοφονία του 19χρονου φοιτητή Αλκιβιάδη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, όπου συνελήφθησαν τρία άτομα, εκ των οποίων ο δράστης με το… δρεπάνι φέρεται -κατά τη δημοσίευση: ως συνδεσμίτης (οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό) στον ΣΦ ΠΑΟΚ Θύρα 4 στην Παλαιών Πατρών Γερμανού.

Περίπτωση που η ζωή μιμείται τη μυθοπλασία…

Παραθέτω δύο αποσπάσματα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Συλλέκτης κάθε μίσους [εκδ. Κίχλη].


[ … ]

Περνάμε στο πίσω μέρος του Mephisto από μια κρύπτη που δύσκολα θα υποπτευόταν κανείς. Στην αριστερή πλευρά τού διαδρόμου υπάρχουν αποθήκες, κλειδωμένες με βαριά λουκέτα. Απέναντι είναι η ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, από όπου έρχεται οχλαγωγία, καρέκλες που μετακινούνται. Ακούγεται η φωνή κάποιου που μοιάζει εκπαιδευτής, εξηγεί σε κάποιους κάτι σπουδαίο. Από το άνοιγμα της πόρτας βλέπω τα συνθήματα του τοίχου: Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ. Από κάτω: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Ρίχνω φευγαλέες ματιές στην αίθουσα: μια βιτρίνα με δεκάδες εκθέματα: χάλκινα κράνη, αγαλματίδια του Μεγαλέξανδρου, του Λεωνίδα, κούπες, μπρελόκ, κονκάρδες. Στολές παραλλαγής, μαύρα παντελόνια, μαύρες μπλούζες με γραμμένο στην πλάτη το σήμα ΑΤΣΑΛΙΝΑ ΚΡΑΝΗ. Οι άντρες ακούν έναν ψηλό κύριο, με λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Είναι ο εκπαιδευτής, υπερυψωμένος σε έδρα, επιδεικνύει τα είδη του γνήσιου «δωρικού χαιρετισμού», λες και εκτελεί εργασία ακριβείας.

– Κύριοι, ο Χίτλερ και η εποχή του έκαναν κάποιο λάθος. Ο χαιρετισμός αυτός… (σηκώνει το δεξί του χέρι με τεντωμένη την παλάμη) είναι ο δωρικός χαιρετισμός. Το χέρι τεντωμένο φτάνει στο ύψος των ματιών (κρατάει σηκωμένο το χέρι με τεντωμένη την παλάμη στο ύψος των ματιών του). Οι Γερμανοί στην εποχή τού Χίτλερ σχημάτιζαν γωνία ενενήντα μοιρών, (τακτοποιεί το χέρι του σε γωνία ενενήντα μοιρών) μιμούμενοι τον δικό μας αρχαιοελληνικό χαιρετισμό. Αυτόν. Όχι αυτόν. (αλλάζει τρόπο χαιρετισμού). Εμείς ήμαστε εκεί: (χαιρετάει ναζιστικά) Είμαστε Δωριείς. Αυτός είναι ο κατεξοχήν αρχαιοελληνικός χαιρετισμός προς τον Ανατέλλοντα Ήλιο, που τηρούσαν οι πρόγονοί μας. Ένας χαιρετισμός διαμέσου του οποίου ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να αντλήσει ενεργειακές δυνάμεις από τον ζωοδότη ήλιο, ανυψούμενος σε ανώτερες πνευματικές καταστάσεις και νοητικά πεδία. Και ο Χίτλερ τον ήλιο χαιρετούσε. Καθαρή ανοιχτή παλάμη, καθαρό μέτωπο, καθαρές ιδέες.

Σηκώνει το χέρι σε δωρικό χαιρετισμό.

– Για την Ελλάδα.

Τα παλικάρια ουρλιάζουν εν χορώ:

– Έτοιμοι.
– Το γνωστό:
Τους λένε Αλβανούς, τους λένε Σκοπιανούς,
τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματ’ απ’ αυτούς.

Με την εκτέλεση του γνωστού εμβατηρίου η εκπαίδευση ολοκληρώνεται. Οι οπαδοί αρχίζουν να σχολιάζουν τον αγώνα της Κυριακής, όπου η ομαδάρα θα συναντήσει τον Άρη. Ντοπαρισμένοι ψάλλουν τον ύμνο:

– Είσαι θρησκεία, είσαι μαγεία / μες στο κορμί μου μια ουσία /
Προσκυνώ, προσκυνώ, / τον δικέφαλο αετό… 

Το αίμα σφυροκοπάει στους κροτάφους μου. Οι φλέβες μου πάνε να σπάσουν κάτω από το δέρμα.

[ … ]

Αφήνουμε τον Βαρδάρη και περνάμε δυτικά της πλατείας, στα σκοτάδια της Προμηθέως, Αφροδίτης και Βάκχου. Μπροστά μας σταματάει ένα τζιπ που βγήκε από ένα κάθετο στενό. Σε κλάσματα δευτερολέπτου έξι άντρες, ντυμένοι στα μαύρα, ακροβολίζονται κατά μήκος του δρόμου. Στην πλάτη τους σηματοδοτεί η οργάνωση ΑΤΣΑΛΙΝΑ ΚΡΑΝΗ. Κρατάν σιδερολοστούς και καδρόνια. Ο δρόμος είναι έρημος, οι μόνοι περαστικοί είμαστε εμείς οι τρεις. Έντρομοι χωνόμαστε στην εσοχή μιας εισόδου. Απέναντι υπάρχει ένα στενόχωρο μαγαζί, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας, χαμηλά μαύρο. Τους τοίχους του στολίζουν αποφθέγματα από το Κοράνι, με επίχρυσα καλλιγραφικά γράμματα. Οι μαυροφορεμένοι άντρες ορμούν κατά του ανατολίτικου μαγειρείου.

– Ντινκάαας!… ακούγεται μια στριγκλιά γυναικεία φωνή από το μαγαζί.

Ο Ντινκάς προβάλει σαστισμένος. Στέκεται αποσβολωμένος, κοιτάζοντας τους άντρες με τους λοστούς.

– Φαΐν!…, φωνάζει η ίδια γυναίκα, όπως θα φώναζε βοήθεια.

Εμφανίζεται ασθμαίνοντας ένας κοντός χοντρός άντρας. Από την άσπρη ποδιά συμπεραίνω ότι είναι ο μάγειρας. Οι τρεις της ταβέρνας τραβιούνται πανικόβλητοι και κλειδώνουν την πόρτα από μέσα. Ο Αρχηγός της ομάδας φωνάζει:

– Για την Ελλάδα.

Τα παλικάρια ουρλιάζουν:

– Έτοιμοι!

– Δράση!

– Πάντα!

Σπάζουν την τζαμαρία, πετώντας στον δρόμο ό,τι βρουν μπροστά τους. Καταστρέφουν τα θρησκευτικά σύμβολα στους τοίχους, βρίζουν, απειλούν, βαράνε στο ψαχνό.

– Xaram, xaram, τραβάει η γυναίκα τα μαλλιά της.

Ένας βγάζει μαχαίρι.

– Σκουλήκια, ορμάει.

Τη μαχαιρώνει πολλές φορές στην κοιλιά. Ρίχνει μερικές στον άντρα.

– Εμείς Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε! ουρλιάζει όσο χτυπάει.

Κάποτε τα παλικάρια σταματάνε. Ο ιδρώτας τους τρέχει ποτάμι. Με μαύρο σπρέι γράφουν στους τοίχους συνθήματα, σχηματίζουν νεκροκεφαλές και σβάστικες. Ένας σχηματίζει τα αρχικά της ομάδας του: ΠΑΟΚ.

– Μας τα ‘πρηξαν τα καριόλια, ακούγεται ο αρχηγός. Τίγκα στην παρανομία, στη βρόμα και στα ναρκωτικά. Πρέπει να τελειώνει μια και καλή αυτή η ιστορία.