Eίναι ίσως το δημοφιλέστερο τραγούδι του Αργύρη Μπακιρτζή –μαζί με το «Από το πάρκο στη Μυροβόλο»–, είναι γραμμένο στην Καβάλα, εμπνέεται από την Καβάλα και περιλαμβάνεται στον πρώτο δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών που κυκλοφόρησε 40 ολόκληρα χρόνια πριν…
Ο λόγος για το τραγούδι «Το πολλαπλό σου είδωλο», γνωστό και ως «Συχνάζεις στο Μικρό Καφέ κι εγώ στη Μυροβόλο…», το οποίο έχει γνωρίσει άπειρες ραδιοφωνικές ακροάσεις αλλά και ουκ ολίγες επανεκτελέσεις [μεταξύ των οποίων και αυτή του «εθνικού τραγουδιστή» Γιώργου Νταλάρα!] και το οποίο παραμένει το ίδιο αγαπητό και δημοφιλές ακόμα και σήμερα.
Το τραγούδι «μιλάει» για ένα σπίτι επί της οδού 7ης Μεραρχίας στην Καβάλα όπου διέμενε τη δεκαετία του ’70 ο Αργύρης Μπακιρτζής [διαβάστε παρακάτω αναλυτικά την «ιστορία» του] και εσχάτως, έγινε και αντικείμενο… μόδας!
Συγκεκριμένα, η αθηναϊκή εταιρία 24 Goat που σχεδιάζει, κατασκευάζει και εμπορεύεται χειροποίητες τσάντες [tote bags] με αυθεντικά σχέδια που αποτυπώνονται με τη μέθοδο της λινοτυπίας, «μνημείωσε» τους αρχικούς στίχους του τραγουδιού στις νέες της δημιουργίες.
Έτσι, το «πολλαπλό είδωλο» του Αργύρη Μπακιρτζή έγινε τσάντα αλλά και μπλουζάκι:
View this post on Instagram
«Το πολλαπλό σου είδωλο»: Η ιστορία του τραγουδιού με τα λόγια του δημιουργού
Τον Νοέμβριο του 2002 ο Αργύρης Μπακιρτζής είχε παραχωρήσει μία μεγάλη συνέντευξη στο καβαλιώτικο μηνιαίο περιοδικό πανελλαδικής κυκλοφορίας ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ η οποία συνέντευξη ήταν αφιερωμένη σε όλα «τα τραγούδια της Καβάλας» [διαβάστε όλη τη συνέντευξη και τις ιστορίες πατώντας εδώ].
Ιδού η ιστορία πίσω από το τραγούδι «Το πολλαπλό σου είδωλο» δια στόματος του δημιουργού του:
«Αυτό το τραγούδι έγινε επιτυχία από τον εθνικό μας τραγουδιστή. Είναι ωραίο τραγούδι, με τρία μέρη, ένα το γνωστό και άλλα δυο εισαγωγικά, αλληλένδετα μεταξύ τους. Στην πιο γνωστή εκδοχή υπάρχει μόνο το τρίτο μέρος, αφού φαίνεται ότι τα δυο πρώτα κρίθηκαν, κακώς, χωρίς ενδιαφέρον. Πρέπει να πω ότι δέκα χρόνια μετά την έκδοση ενός τραγουδιού μπορεί ο οιοσδήποτε να το εκτελέσει.
Η ιστορία της πρώτης εγγραφής του έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Την πρώτη πλευρά του του πρώτου μας δίσκου την είχαμε γράψει σε διάστημα ενός μηνός περίπου, ενώ τη δεύτερη δεν προλάβαμε. Ενδιάμεσα αλλάξαμε κιθαρίστα, ο Παπάζογλου δεν είχε κονσόλα για να μας ηχογραφήσει κι έτσι καθυστερούσαμε πάνω από έξι μήνες να ολοκληρώσουμε τον δίσκο. Ένα μεσημέρι παίρνει τηλέφωνο ο Παπάζογλου και μας λέει ότι βρήκε κονσόλα για μερικές ώρες, από μια άλλη ηχογράφηση που είχε τελειώσει πιο γρήγορα. Πήγαμε στο στούντιο και η δεύτερη πλευρά γράφτηκε όλη σε ένα απόγευμα, σε τρεις ώρες!
Το τραγούδι αυτό το είχαμε αφήσει τελευταίο, επειδή είναι αρκετά δύσκολο για τη φωνή μου, ανεβαίνει πολύ ψηλά προς το τέλος. Το παίξαμε μια φορά, δεν μου άρεσε και είπα στον Παπάζογλου να το ξαναγράψουμε. Εκείνος είχε ένα ραντεβού, μάλλον με καμιά κοπέλα, και βιαζόταν, οπότε εξοργίστηκε και μίλησε άπρεπα. Ένιωσα πολύ άσχημα. Ή έπρεπε να μαλώσω και να μη γίνει ο δίσκος, ή να σκύψω το κεφάλι και να το αφήσω να περάσει. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Οπότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η κοπέλα για την οποία είχα γράψει το τραγούδι και με την οποία είχα χαθεί, ως από μηχανής θεός, κατέβαινε τις σκάλες του στούντιο στο βάθος. Μόλις την είδα, ξεχάστηκα και γράφτηκε η πολύ ωραία, συγκρατημένα δραματική, εκτέλεση του δίσκου.