40 χρόνια Χειμερινοί Κολυμβητές: Τα τραγούδια της Καβάλας του Αργύρη Μπακιρτζή [φωτογραφίες-βίντεο]

Διαβάστε τις ιστορίες «πίσω» από κάθε τραγούδι των Χειμερινών Κολυμβητών που αναφέρεται ή εμπνεύστηκε από την πόλη, την περιοχή και τους ανθρώπους της (+ένα ανέκδοτο!)


Π Ε Ρ Ι ω  Δ Ι Κ Ο   Τ Η Σ   Π Ο Λ Η Σ  | τ. 55, Νοέμβριος 2002 μ.Χ.
Επιμέλεια-συνέντευξη: Ιωάννης Κ. Τσίγκας

Αγαπημένε μου Κόντε,
στη μικρή μας Καβάλα
μια δική σου σκιά
πλανιέται σήμερα…

4δεκαετίες «ζωής» συμπληρώνουν φέτος οι Χειμερινοί Κολυμβητές, το «μακροβιότερο ελληνικό συγκρότημα», και το γιορτάζουν με μία σειρά επετειακών συναυλιών ανά την επικράτεια, ακριβώς 40 χρόνια μετά την πρώτη τους συναυλία μπροστά σε κοινό, στη Μεγάλη Λέσχη της Καβάλας, τον Απρίλιο του 1980 [διαβάστε περισσότερα και δείτε φωτογραφίες εδώ].

Την Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020, η συναυλία «40 χρόνια Χειμερινοί Κολυμβητές» θα παρουσιαστεί και στην Καβάλα, στο πάρκο Φαλήρου, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Cosmopolis 2020.




Μάλιστα, ειδικά για τη βραδιά, το συγκρότημα θα εστιάσει το πρόγραμμά του στα «τραγούδια της Καβάλας» που έχει γράψει ο «Καβαλιώτης» Αργύρης Μπακιρτζής, ηγέτης και βασικός συνθέτης-στιχουργός του σχήματος.

Με αφορμή όλα τα παραπάνω, το KAVALA POST αναδημοσιεύει την πρώτη καταγραφή όλων των ιστοριών «πίσω» από τα «τραγούδια της Καβάλας» του Αργύρη Μπακιρτζή όπως τις διηγήθηκε ο ίδιος στη μηνιαία έκδοση ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τον Νοέμβριο του 2002.

[οι φωτογραφίες που (ανα)δημοσιεύονται είναι από το προσωπικό αρχείο του Αργύρη Μπακιρτζή]

Λένε ότι μια πόλη που δεν έχει κινηματογραφηθεί, ή δεν έχει τραγουδηθεί, είναι σαν να μην υπάρχει. Ίσως η διαπίστωση αυτή να είναι λίγο υπερβολική, αλλά είναι πολύ σημαντικό να ζεις σε μια πόλη που έχει εμπνεύσει κάποιον να δημιουργήσει. Νιώθεις μια περηφάνια…

Εμείς οι Καβαλιώτες μπορούμε να αισθανόμαστε περήφανοι που ένας Θεσσαλονικιός έχει τραγουδήσει για τόπους, ανθρώπους και καταστάσεις βγαλμένες από την καθημερινότητά μας. Κάνει αυτή την καθημερινότητα πιο ενδιαφέρουσα, πιο ρομαντική, λιγότερο καθημερινότητα. Όταν πρότεινα στον Αργύρη Μπακιρτζή να μου διηγηθεί τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια της Καβάλας, ξαφνιάστηκε. «Είναι η δεύτερη φορά που μου ζητούν να μιλήσω για τους στίχους των τραγουδιών μου. Η πρώτη ήταν προ ετών σε μια ραδιοφωνική εκπομπή της Ναυσικάς Γκράτσιου».

Όταν καθίσαμε και τα βάλαμε κάτω, διαπίστωσε και ο ίδιος ότι ήταν περισσότερα από όσα νόμιζε αρχικά. Στο άρθρο αυτό, αναφέρονται τα 23 που έχουν μέχρι στιγμής δισκογραφηθεί στους τέσσερις δίσκους των Χειμερινών Κολυμβητών («Ανεξάρτητη Παραγωγή, Θεσσαλονίκη 1981», «Από το Πάρκο στη Μυροβόλο», «Οι Δακοκτόνοι» και «Όχι Λάθη, Πάντα Λάθη»), αλλά και ένα ανέκδοτο, από στίχο του οποίου προκύπτει και ο τίτλος αυτού του αφιερώματος.

Πρωτοήρθατε στην Καβάλα, για να μείνετε, τη δεκαετία του ’70. Πως προέκυψε αυτό;
Όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο, πήγα φαντάρος και μετά με υποτροφία στη Ρώμη, στο Πανεπιστήμιο και σ’ ένα κέντρο της UNESCO. Όταν πια γύρισα οριστικά στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του ’74, ο καθηγητής ο οποίος είχε μεσολαβήσει και δώσει συστατικές επιστολές για τη Ρώμη, μου είπε να πάω να δουλέψω στην Ακρόπολη όπου σύντομα θα άρχιζαν τα έργα αναστήλωσης. Εμένα, η Αθήνα κάθε φορά που κατέβαινα από το αεροπλάνο πάντα μου «μύριζε» πολύ, σαν γκαζιέρα, και δεν ήθελα να πάω! Με την Καβάλα είχα κάποια σχέση λόγω της πολύχρονης συμμετοχής μου στις ανασκαφές των Φιλίππων, αλλά κι επειδή η διπλωματική μου εργασία στην Ιταλία είχε θέμα την Παναγία της Καβάλας. Η εργασία αυτή αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα μιας μεγάλης έκθεσης σε συνεργασία με το TEE στη Δημοτική Καπναποθήκη. Είχαμε φτάσει μάλιστα σε συγκεκριμένη πρόταση για τη σωτηρία και ανάδειξη της παλιάς πόλης, με σχέδιο Νόμου για την υλοποίησή της το οποίο και αποστείλαμε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, αλλά κάπου… χάθηκε. Έτσι, ζήτησα να έρθω στην Καβάλα, όπως κι έγινε. Από τότε εργάζομαι στη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και δεν το έχω κουνήσει!

Εδώ και δυο χρόνια, μένετε «μόνιμα» πλέον εδώ και με όλη την οικογένειά σας…
Οφείλω να ομολογήσω ότι πριν από δύο περίπου χρόνια σκεφτόμουν να πάω στη Θεσσαλονίκη, αφού ενδιάμεσα παντρεύτηκα εκεί κι έκανα και δυο γιους. Στη Θεσσαλονίκη είναι τα αδέρφια μου, οι φίλοι μου, εκεί μεγάλωσα, είναι ο τόπος μου. Απ’ την άλλη όμως υπάρχει φοβερό πρόβλημα παρκαρίσματος, οι μετακινήσεις είναι δύσκολες και, εν τέλει, εκεί, με μικρά παιδιά, ήμασταν συνέχεια κλεισμένοι μέσα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην Καβάλα. Εδώ μας λείπει πολύ το σινεμά –μια και στη Θεσσαλονίκη πηγαίναμε συνέχεια– το θέατρο, αλλά κυρίως οι φίλοι μας και τ’ αδέλφια. Επίσης είχα την ευχέρεια να κάνω πιο εύκολα πρόβες κι απ’ αυτή την άποψη ο χρόνος θα μπορούσε να είναι πιο δημιουργικός. Όμως και στην Καβάλα έχω τόσα να κάνω κι ο χρόνος δεν φτάνει, όμως οπωσδήποτε είναι πολύ περισσότερος. Έτσι λοιπόν, ενώ δυο χρόνια πριν σκεφτόμουν να μετακομίσω στη Θεσσαλονίκη, ένα βράδυ ρωτάω τον Νίκο τον γαλατά εδώ στο Ιμαρέτ αν πουλιέται κανένα σπίτι και μου δείχνει αυτό στο οποίο ζούμε. Την επόμενη κιόλας μέρα, το κλείσαμε! Μάλιστα, δεν είχα καθόλου χρήματα για καπάρο, μόνο τη δόση του αυτοκινήτου που είχαμε αγοράσει, 300 χιλιάρικα! Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, τορναδόρος από τη Γερμανία, βιβλιοφάγος, ονομαζόταν Δημήτριος Μοσκώφ. Τον πατέρα του τον είχε φέρει ο πατέρας του Κωστή του Μοσκώφ απ’ τη Ρωσία για να κάνουν πρότυπες καλλιέργειες στο Καλαμπάκι, αλλά στο μεταξύ ο μπαμπάς του Κωστή πέτυχε ως έμπορος στη Θεσσαλονίκη, παράτησε τις καλλιέργειες και έμεινε μόνος του ο άνθρωπος στο Καλαμπάκι. Εκεί έκανε έναν γιο, αυτόν απ’ τον οποίο αγόρασα το σπίτι. Ο νεαρός Μοσκώφ πήγε στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει κοντά στον θείο του. Δεν του άρεσε όμως, πήγε στη Γερμανία, έγινε τορναδόρος, παντρεύτηκε μια Γερμανίδα, έκανε δυο παιδιά, κι όταν πήρε σύνταξη, αγόρασε αυτό το σπίτι για να περάσει τα γεράματα του στην Καβάλα. Πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος. Μια φορά μου ’πε: «τι σόι άνθρωποι είστε εδώ στην Καβάλα»; Οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει ήταν όλοι γιατροί, δικηγόροι κι άλλοι, κι όταν μαζεύονταν το βράδυ στα καφενεία της παραλίας, τους πρότεινε να μιλήσουνε για διάφορα θέματα, κι ανέφερε συγγραφείς, οικονομολόγους, πολιτικούς, διάφορα θέματα, ήξερε τα πάντα, ήταν βιβλιοφάγος! Κανείς όμως δεν ήταν πρόθυμος να συζητήσει και σχεδόν τον κορόιδευαν. Τελικά ήρθε με τη γυναίκα του τη Γερμανίδα στο σπίτι της Παναγίας κι εκείνη έπαθε πλάκα απ’ τη γειτονιά, απ’ τους ανθρώπους που βγαίνουν έξω, μιλάνε μεταξύ τους, ενώ αυτή ήθελε να είναι απομονωμένη, οπότε ο άνθρωπος αναγκάστηκε να το πουλήσει. Βρέθηκα κι εγώ εκείνη τη στιγμή, το πήρα κι εγκατασταθήκαμε στην Καβάλα.

Πώς είναι η ζωή στην Καβάλα;
Εδώ ζούμε κάπως απομονωμένοι. Να σκεφθείτε ότι στα 25 χρόνια που εργάζομαι στην Καβάλα, μόνο τα τελευταία δυο χρόνια που έχουμε έρθει εδώ όλη η οικογένεια, μένω Σαββατοκύριακα στην πόλη. Πριν πήγαινα ή Θάσο ή Θεσσαλονίκη. Βέβαια, έχουμε ορισμένους πολύ καλούς φίλους, έχω κάνει κουμπαριά και η Παναγία μού αρέσει πολύ. Η ατμόσφαιρά της είναι σαφώς διαφορετική και αυτό το καταλαβαίνει κανείς μόνο αν μείνει εδώ. Στην υπόλοιπη Καβάλα υπάρχει μια αρκετά ενοχλητική κυριαρχία της έντονης επίδειξης του χρήματος και του ρούχου. Βέβαια, στην αγορά υπάρχει ωραία ατμόσφαιρα κι οι άνθρωποι είναι εξαιρετικοί. Απλά αυτή η κυριαρχία της μόδας και της τηλεόρασης επεκτείνεται όλο και περισσότερο και σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει και τους λαϊκούς ανθρώπους. Κι αυτή η μεγάλη μερίδα ανθρώπων, εν τέλει δίνει και μια εικόνα της πόλης. Κι η Παναγία έχει χάσει αρκετά την εικόνα της. Απ’ το ’75 που ήρθα μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολύ, κυρίως απ’ τη χωρίς κανέναν ιδιαίτερο έλεγχο ανοικοδόμηση. Μα εδώ, θα πει κανείς, το 1960 κατεδαφίσανε τη μεταβυζαντινή εκκλησία, για να χτίσουν τη σημερινή εκκλησία της Παναγίας, τι να πούμε για τα σπίτια;

Να πούμε και κάτι καλό για την πόλη;
Τα καλά της Καβάλας –εκτός βέβαια απ’ τους λαϊκούς ανθρώπους της, οι οποίοι παντού είναι μια χαρά– είναι η δουλειά μου, πολύ ενδιαφέρουσα κι ευχάριστη· καλύπτω μια περιοχή έξι νομών, με συχνά ταξίδια σε ωραίες και ενδιαφέρουσες περιοχές, το ότι είμαι απέναντι από τη Θάσο και φυσικά η θάλασσα, αφού είμαι και χειμερινός κολυμβητής. Πρέπει να πω ακόμη, ότι έγινα χειμερινός κολυμβητής εκ των υστέρων, αφού βγήκε ο πρώτος μας δίσκος με τον ομώνυμο τίτλο. Ένιωσα ότι είχα χρέος να γίνω! Κι οι παρέες των χειμερινών κολυμβητών της Καλαμίτσας, του Μπάτη και της Παναγίας που συναναστρέφομαι, είναι εξαιρετικές. Τώρα τελευταία κατεβαίνω και βουτάω στον Φάρο. Είναι πολύ ωραία. Πέρυσι, παραμονές Χριστουγέννων, χιόνιζε, κι ενώ όλη η πόλη στην αγορά ψώνιζε μανιωδώς, μια παρέα δέκα-δεκαπέντε ατόμων είχαν κάνει το μπάνιο τους και σε μια γούβα του βράχου ψήνανε, τρώγανε, πίνανε και περνούσανε καταλαβαίνετε πώς! Μεγάλοι άνθρωποι, άνω των 45-50. Δηλαδή, μέσα σ’ αυτήν την πόλη, την πηγμένη στην κατανάλωση, υπάρχουν ακόμη διάφορες ομάδες ανθρώπων, οι ισχνές μειοψηφίες που λέω, που ζουν μια διαφορετική ζωή. Ακόμη πρέπει να πω πως εδώ στην Καβάλα έχουμε την ευκαιρία, ο κουμπάρος μου Γιάννης Καραβάς, ο διευθυντής του Σουηδικού Θωμάς Thomel κι εγώ, να φτιάχνουμε το δικό μας κρασί και τσίπουρο, προνόμιο καθόλου ευκαταφρόνητο.

Τα τραγούδια της Καβάλας

Ρωμυλία

Εμπνευσμένο από ένα ταξίδι του πατέρα μου στην πατρίδα του, το Στενήμαχο στη Ρωμυλία, το τραγούδι είναι αφιερωμένο στον ίδιο και σ’ έναν Καβαλιώτη φίλο μου, τον χημικό Αλέξη Μουτσοκάπα, που από χρόνια ζει στον Καναδά, του οποίου η μητέρα είχε γεννηθεί στη γειτονική στο Στενήμαχο Φιλιππούπολη, όπου ζουν θείοι και ξαδέλφια μου (οι πρόγονοί μας είχαν καταφύγει εκεί, μια περιοχή με σχεδόν αμιγή ελληνικό πληθυσμό, από τα Τρίκαλα, γύρω στο 1855). Η κοινή καταγωγή των γονιών μας ήταν αιτία που ανέπτυξα με τον Αλέξη μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ φιλίας και συγγένειας. Αντίστοιχα αισθήματα διατηρώ και για τον εξέχοντα συνάδελφο στη μουσική Διονύση Σαββόπουλο, του οποίου η μάνα επίσης είχε γεννηθεί στη Φιλιππούπολη και περισσότερο γι’ αυτό τον αποκαλώ «πατριώτη» όταν τον συναντώ, και λιγότερο επειδή και οι δυο έχουμε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη.

Στη Φιλιππούπολη έζησα πριν από μερικά χρόνια μια συγκλονιστική εμπειρία, όταν τραγούδησα σ’ ένα επιβλητικό θέατρο με την «Ελλήνων Ορχήστρα» που είχε δημιουργήσει ο Στέλιος Ελληνιάδης για μια απίστευτη περιοδεία σε τόπους όπου άνθισε και ακόμη επιβιώνει ο Ελληνισμός, από τη Μαριούπολη και την Οδησσό στο Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, τη Σόφια και τη Φιλιππούπολη. Στην πρώτη σειρά του θεάτρου με παρακολουθούσαν να χαιρετώ την αθάνατη Ρωμυλία, περήφανοι για μένα και συγκινημένοι που τους είχαμε τιμήσει, καμιά δεκαπενταριά συγγενείς μου, από τους οποίους ελάχιστους γνώριζα και ανάμεσα τους ο 98χρονος πρώτος ξάδελφος και κολλητός του πατέρα μου Θεμιστοκλής, στον οποίο ο γαμπρός του απευθυνόταν πάντα με σκυμμένο κεφάλι χωρίς να τολμά ποτέ να τον αντικρίσει στα μάτια. Το δεύτερο μέρος του τραγουδιού είναι εμπνευσμένο από το αγαπημένο βιβλίο του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» (εκδόσεις Θεμέλιο) που περιοδικά ξαναδιαβάζω, ιδίως από το σημείο όπου ο συγγραφέας απευθύνεται στον καταβεβλημένο από τύψεις δυο χιλιάδων χρόνων Πόντιο Πιλάτο, λέγοντας του: «είσαι ελεύθερος», μέχρι το τέλος.

Προσφυγιά

Είναι ένα τραγούδι γραμμένο στην Καβάλα, το οποίο, παρότι στιχουργικά και μουσικά αναφέρεται στην προσφυγιά, αντλεί την έμπνευσή του από την ιδέα ότι είμαστε πρόσφυγες στον τόπο μας κι ακόμη στον ίδιο μας τον εαυτό.

Αρζεντίνα

Αναφέρεται σε μια ντισκοτέκ που υπήρχε στην Πέραμο με αυτό το όνομα, γύρω στα ’76 με ’78, αν θυμάμαι καλά. Το τραγούδι γράφτηκε ένα βράδυ αργά όταν επισκεφτήκαμε το εν λόγω κατάστημα και με εντυπωσίασε το όνομά του.

Νίκος Παπάζογλου και Αργύρης Μπακιρτζής στο στούντιο «Αγροτικόν» της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του πρώτου δίσκου των Χειμερινών Κολυμβητών

Οι ψείρες

Πριν από πολλά χρόνια, φιλοξενούσα μια φίλη μου από την Αθήνα, φοιτήτρια ιατρικής. Τότε κατοικούσα στο ισόγειο του σπιτιού της κυρίας Ιωάννας Δημητρακούδη, γνωστής δασκάλας των Γαλλικών, με μια μικρή αυλή μπροστά, σε μια πάροδο της ΧαριλάουΤρικούπη. Λοιπόν, έτυχε και κολλήσαμε ψείρες, οπότε η κοπέλα, πανικόβλητη, έφυγε για την Αθήνα. Εγώ έμεινα και έγραψα το τραγουδάκι. Η μάνα μου διαμαρτυρόταν για τον στίχο «κι από το γλυκοχάραμα την καθαρίστρα κάνεις», επειδή θεώρησε ότι αναφέρεται σ’ αυτήν και επέμενε να μην το λέμε στις συναυλίες, όπως και το «Αδελφέ μου», για να μη λέει ο κόσμος ότι δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε γιατρό! Δεν είχε δίκιο γιατί με τον στίχο σχολίαζα την τάση αυτής της κοπέλας να πλένεται συχνά, κουσούρι που της είχε μείνει απ’ τα νοσοκομεία που σύχναζε. Το θέμα της καθαριότητας και του συχνού πλυσίματος επανέρχεται συχνά στα τραγούδια και στους σχολιασμούς που κάνουμε στις συναυλίες μας. Το τραγούδι είναι μακρύ και αποφεύγαμε να το λέμε στις συναυλίες, εκτός κι αν μας το ζητούσαν. Μάλιστα, μια φορά, στάθηκε η αιτία να χάσουμε έναν πελάτη μας, όταν παίζαμε στην «Αίγλη» της Θεσσαλονίκης. Ο στίχος «ψείρες, τσιμπούρια και κοριοί θα ξαναρθούν στο σπίτι» προκάλεσε τις διαμαρτυρίες κάποιου θαμώνα ο οποίος σηκώθηκε κι έφυγε, κι έτσι τον χάσαμε, υποθέτω για πάντα. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε δίκιο, γιατί ο στίχος αναφέρεται σ’ αυτούς καθαυτούς τους κοριούς που τους κυνηγούσαμε πιτσιρικάδες στα σιδερένια κρεβάτια με πετρέλαιο. Επίσης, στα τσιμπούρια, για τα οποία ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα, επειδή όταν είχαμε πάει με τον Μιχάλη Σιγανίδη στο Γκρατς για να φτιάξουμε το κοντραμπάσο του, είχαν αναπτυχθεί εκεί, λόγω της ευταξίας και της καθαριότητας, με πολλούς ψεκασμούς και ποικίλες επεμβάσεις που είχαν επιβάλει οι Αυστριακοί στα δάση και τα πάρκα τους, ανθεκτικά θανατηφόρα τσιμπούρια με διαπιστωμένους θανάτους σε πάρκα των πόλεων, και παντού κυκλοφορούσαν προειδοποιητικές αφίσες. Όμως τον στίχο μπορεί να τον δει κανείς και συμβολικά, και προφανώς έτσι γράφτηκε. Δυστυχώς, δεν μάθαμε ποτέ αν ο πελάτης μας ήταν ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία, γιατί τότε ήταν η εποχή του Τόμπρα, που τα δυο μεγάλα κόμματα αλληλοκατηγορούνταν για τους… κοριούς στα τηλέφωνα, και βέβαια γι’ αυτό τον λόγο ενοχλήθηκε ο άνθρωπος. Για ένα άλλο τραγούδι χάσαμε έναν ακόμη πελάτη, όμως το αφήνω γιατί δεν έχει σχέση με την Καβάλα.

Τα τελευταία χρόνια βρήκαμε έναν τρόπο να συντομεύσουμε το τραγούδι για να το λέμε, αφού πήρε για μας ξεχωριστή υπόσταση όταν ένας φίλος μου, Κύπριος γιατρός και μάλιστα ήρωας του τραγουδιού, ήρθε όταν παίζαμε στις «Γραμμές» στην Αθήνα, και μου είπε ότι ο Γάλλος φιλόσοφος Bataille γράφει ότι τα απόκρυφα σημεία του σώματος όπου εγκαθίστανται οι ψείρες ταυτίζονται με το προλεταριάτο που θα συντρίψει το άσηπτο και αμόλυντο κεφάλι της μπουρζουαζίας! Όπως καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, ενθουσιαστήκαμε και κρίναμε αναγκαίο να το βάζουμε στο πρόγραμμά μας αναφέροντας και τη σχετική ιστορία!

Εκδρομή

Αυτό το τραγούδι δεν μ’ αρέσει καθόλου και το κακό είναι ότι ορισμένοι –ευτυχώς ελάχιστοι– το θεωρούν το καλύτερο του πρώτου μας δίσκου! Μου φαίνεται λίγο τουριστικό, λίγο γραφικό, και γι’ αυτό αναγκάζομαι και εισάγω κάποια στοιχεία που υποτίθεται ότι ανατρέπουν αυτή την αίσθηση. Εντάξει, έχει και κανά δυο καλά στοιχεία, όπως η παρομοίωση της μυτούλας με πανάκι, κάνα δυο διφορούμενους στίχους και το ότι είναι το μόνο τραγούδι στα τόσα που συμμετέχει γυναίκα, η Ουρανία Καργούδη.

Δεν το λέμε στις συναυλίες, παρά μόνο αν είναι μαζί μας ο Διονύσης Ρούσσος που μιμείται τη φωνή μου και τον βάζω να το τραγουδάει για να τον πειράξω. Ο Ρούσσος είναι αγιογράφος, εργάζεται στο Ιστορικό Αρχείο της Μακεδονίας και γνωριστήκαμε όταν βγάλαμε τον πρώτο δίσκο μας κι αρχίσαμε να δίνουμε συναυλίες και διάφοροι γνωστοί με ρωτούσαν: «εμφανιστήκατε στην Αθήνα, στην τάδε ταβέρνα κτλ.;», ενώ δεν είχαμε εμφανιστεί! Μετά απ’ αυτό έψαξα και βρήκα ότι είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα ένα συγκρότημα στο οποίο τραγουδούσε τα τραγούδια του δίσκου κάποιος που μιμούνταν τη φωνή μου και την έκανε και πιο καλά από εμένα! Δηλαδή, υπερτόνιζε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φωνής μου, με αποτέλεσμα, όταν ακούω στο κασετόφωνο αυτόν κι εμένα, να μου φαίνεται ότι αυτός είναι εγώ κι εγώ αυτός! Εν τέλει γνωριστήκαμε και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, βρήκε ξενοίκιαστη τη σοφίτα πάνω από εμένα, με συνέπεια σήμερα να θεωρείται βαφτισιμιός μου.

Σε μια εκκλησιά

Είναι το δεύτερο τραγούδι που έγραψα, το 1970, ιδίου θέματος με το πρώτο του 1969, και μετά από 32 χρόνια τραγούδια έχω επανακάμψει τελευταία σε παρεμφερή θέματα. Η εκκλησιά που αναφέρεται είναι το «Οκτάγωνο» των Φιλίππων, η αποκατάσταση της αρχικής μορφής του οποίου ήταν το θέμα της διπλωματικής μου εργασίας. Ο αείμνηστος Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στυλιανός Πελεκανίδης, ανασκαφέας του Οκταγώνου, είχε σκεφθεί όταν παρουσιάζει στους φοιτητές του το Οκτάγωνο των Φιλίππων, αντί παράδοσης, να τους βάζει να ακούν αυτό το τραγούδι.

Κυριακή στην επαρχία

Πρόκειται για μια περιγραφή της ζωής στην Καβάλα, από το ’75 έως το ’80. Δεν νομίζω ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει και πολύ από τότε. Η Καβάλα είναι ακόμη μια επαρχιακή πόλη με ρυθμούς αρκετά αργούς. Εξωτερικά μπορεί να φαίνεται ότι έχουμε πολλές δουλειές κτλ., αλλά υπάρχει μια διάχυτη ραθυμία. Η εγρήγορσή μας είναι, θα έλεγα, αρκετά υποτονική και εξαντλείται στη μίμηση των προτύπων του κέντρου και της τηλεόρασης, στα φιρμάτα ρούχα και στην επίδειξη πλούτου. Δεν αναφέρομαι βέβαια στους λαϊκούς ανθρώπους και στις ισχνές μειοψηφίες.

Υπάρχει ένας στίχος που δεν έχει μπει στον δίσκο, που λέει «σχεδιάζοντας σπιτάκια, εκκλησιές κι ανασκαφές, θα πεθάνω δίχως να κάνω, δίσκους κι άλλες εκτροπές». Αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια, δεν έχω καταλήξει ακόμη αν πρέπει να λέω εκτροπές ή εκτροφές! Πολλές φορές, όταν υπάρχει ευχάριστη ατμόσφαιρα στις συναυλίες, κάνουμε ψηφοφορία γι’ αυτό, αλλά βλέπω ότι οι γνώμες είναι διχασμένες κι έτσι το αφήνω μετέωρο. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα τραγούδια

Να ’το πάλι

Αγαπημένο βαλσάκι με ωραίο τίτλο, γραμμένο για μια Καβαλιώτισσα.

Σα σβούρα

Ως λάτρης του Στήβενσον το τιτλοφορώ και «Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ». Η ηρωίδα του τραγουδιού, την οποία δεν γνώριζα προσωπικά, όταν με έβλεπε κάθε πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, στην τελευταία τάξη του Λυκείου, έκανε μια στροφή ανέμελη γύρω από τον εαυτό της και σ’ αυτό αναφέρεται η στροφή «κι όταν προχωρήσεις λίγο, σα σβούρα ξαφνικά γυρνάς, και με χαιρετάς ακόμη, μια φορά στα πεταχτά».

Η πρώτη και η τελευταία στροφή αναφέρονται στις μαύρες ώρες της νύχτας που την περιμένω να έρθει και δεν έρχεται, ενώ οι μεσαίες, τρεις, αισιόδοξες στροφές, στη μέρα.

Στιγμιότυπο από την πρώτη συναυλία των Χειμερινών Κολυμβητών στη Μεγάλη Λέσχη Καβάλας τον Απρίλιο του 1980

Το πολλαπλό σου είδωλο

Αυτό το τραγούδι έγινε επιτυχία από τον εθνικό μας τραγουδιστή. Είναι ωραίο τραγούδι, με τρία μέρη, ένα το γνωστό και άλλα δυο εισαγωγικά, αλληλένδετα μεταξύ τους. Στην πιο γνωστή εκδοχή υπάρχει μόνο το τρίτο μέρος, αφού φαίνεται ότι τα δυο πρώτα κρίθηκαν, κακώς, χωρίς ενδιαφέρον. Πρέπει να πω ότι δέκα χρόνια μετά την έκδοση ενός τραγουδιού μπορεί ο οιοσδήποτε να το εκτελέσει. Η ιστορία της πρώτης εγγραφής του έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Την πρώτη πλευρά του του πρώτου μας δίσκου την είχαμε γράψει σε διάστημα ενός μηνός περίπου, ενώ τη δεύτερη δεν προλάβαμε. Ενδιάμεσα αλλάξαμε κιθαρίστα, ο Παπάζογλου δεν είχε κονσόλα για να μας ηχογραφήσει κι έτσι καθυστερούσαμε πάνω από έξι μήνες να ολοκληρώσουμε τον δίσκο. Ένα μεσημέρι παίρνει τηλέφωνο ο Παπάζογλου και μας λέει ότι βρήκε κονσόλα για μερικές ώρες, από μια άλλη ηχογράφηση που είχε τελειώσει πιο γρήγορα. Πήγαμε στο στούντιο και η δεύτερη πλευρά γράφτηκε όλη σε ένα απόγευμα, σε τρεις ώρες! Το τραγούδι αυτό το είχαμε αφήσει τελευταίο, επειδή είναι αρκετά δύσκολο για τη φωνή μου, ανεβαίνει πολύ ψηλά προς το τέλος. Το παίξαμε μια φορά, δεν μου άρεσε και είπα στον Παπάζογλου να το ξαναγράψουμε. Εκείνος είχε ένα ραντεβού, μάλλον με καμιά κοπέλα, και βιαζόταν, οπότε εξοργίστηκε και μίλησε άπρεπα. Ένιωσα πολύ άσχημα. Ή έπρεπε να μαλώσω και να μη γίνει ο δίσκος, ή να σκύψω το κεφάλι και να το αφήσω να περάσει. Δεν ήξερα τι να κάνω. Οπότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η κοπέλα για την οποία είχα γράψει το τραγούδι και με την οποία είχα χαθεί, ως από μηχανής θεός, κατέβαινε τις σκάλες του στούντιο στο βάθος. Μόλις την είδα, ξεχάστηκα και γράφτηκε η πολύ ωραία, συγκρατημένα δραματική, εκτέλεση του δίσκου.

Το τραγούδι μιλά για το σπίτι μου στην 7ης Μεραρχίας, ένα από τα τέσσερα που έχω αλλάξει σε 27 χρόνια στην Καβάλα. Ο στίχος «…το πολλαπλό σου είδωλο, στα κρύσταλλα κοιτάζω» αναφέρεται στα κρύσταλλα με κατακόρυφες λωρίδες που πολλαπλασιάζουν τις σκιές της εξώπορτας του διαμερίσματος. Ακόμη, χρησιμοποίησα λέξεις και εκφράσεις που είχε πει εκείνη: «θέλεις, θέλω πάντα, έχεις κέφι, έχω πάντα, έλα απόψε, μην περάσεις, μωρό μου, δεν θέλω, μην έρθεις, δεν έχω κέφι, μην έρθεις, ίσως έρθω, μην περάσεις, μωρό μου». Με τον στίχο «συχνάζεις στο Μικρό Καφέ κι εγώ στη Μυροβόλο» γίνεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα στα δυο αυτά στέκια της Καβάλας. Το Μικρό Καφέ ήταν, κατά κάποιον τρόπο, πιο σινιέ, και εκεί σύχναζαν κυριλέ, της πλάκας κυριλέ τύποι, ενώ οι θαμώνες της Μυροβόλου ήταν, θα έλεγα, πιο αδέσμευτοι μέχρι οριακά φρικιά. Το τραγούδι περιγράφει επακριβώς αληθινές καταστάσεις. Ο στίχος «στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά» αναφέρεται στο παλιό μπαράκι του Σαλαβάτη στη Βενιζέλου, το «Vanitas», στο οποίο πήγαινα κάπου-κάπου (ένα από τα ελάχιστα μαγαζιά της Καβάλας, στα οποία σύχναζα).

Από το πάρκο στη Μυροβόλο

Συμπληρωματικό του προηγούμενου, για τη διαδρομή από το πάρκο με το γήπεδο του βόλεϊ, μέχρι τη Μυροβόλο, όπου σύχναζα, και η ηρωίδα ερχόταν ή ήλπιζα να έλθει να με συναντήσει. Το τραγούδι αυτό στάθηκε η αφορμή της συνεργασίας μας με την Μπάντα της Φλώρινας. Ψάχναμε να βρούμε μια μπάντα και μας είπαν ότι κάπου στην Κοζάνη ζει ο μάγος του κλαρίνου Χάρι Τζέιμς. Έπαθα πλάκα. «Ποιος είναι αυτός ο Χάρι Τζέιμς;», ρώτησα παντού. Τελικά ήταν ένας ντόπιος, τσιγγάνος που είχε πάει στην Αμερική και γύρισε μ’ αυτό το ψευδώνυμο. Έπαιζε κλαρίνο, σπουδαίος μουσικός, αλλά δεν μπόρεσα να τον βρω. Μετά φτιάξαμε μια μπάντα με καθηγητές από ωδεία της Θεσσαλονίκης, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μάλλον τυπικό και σφιγμένο, ενώ από παλιά ονειρευόμουνα μια μπάντα λαϊκή που θα έπαιζε πολύ ελεύθερα. Τη βρήκαμε στη Φλώρινα, μετά από ένα επεισοδιακό ταξίδι, όπου η παλιά Μερσεντές μου 170S του 1949, τα «έφτυσε» στην τελευταία ανηφοριά, στο πρόσωπο του Τάσου το Βαλκάνη, «άρχοντα» της Δυτικής Μακεδονίας στο κλαρίνο και στην μπάντα του. Η συνάντηση και η συνεργασία μαζί τους μας χάρισαν αξέχαστες στιγμές και μια βαθιά φιλία.

Το χιόνι

Γράφτηκε για την ίδια κοπέλα. Μια νύχτα με ψιλόχιονομ ανεβοκατεβαίναμε τις στροφές ανάμεσα σε Μπάτη, Τόσκα και Παληό, έχοντας την αίσθηση ότι είμασταν εντελώς εκτός κόσμου, κάτι σαν το φινάλε της «Σειρήνας του Μισσισιπή» του Τρυφώ, κι αυτή η αίσθηση μεταφέρθηκε στο τραγούδι. Ακόμη, εκείνον τον καιρό, είχα ακούσει ένα τραγούδι του Lucio Dalla, που δυστυχώς δεν θυμάμαι και το οποίο πρέπει να με είχε επηρεάσει.

Πολύπαθο πουλί

Το πολύπαθο πουλί της Σαντορίνης είναι εμπνευσμένο από το «Πολύπαθο πουλί της οικουμένης», αγαπημένο ποίημα του Εμπειρίκου και περιλαμβάνει ορισμένες διφορούμενες λέξεις. Αναφέρεται στα κορίτσια που βρίσκονται στην αμήχανη στιγμή της μετάβασης από κοπέλες σε γυναίκες. Εκεί που λέει «δεν το μπορείς, φοβάσαι ή δεν θέλεις, λόγω του φίλου που ελπίζεις», το «φίλος» μπορεί να εννοηθεί και με γιώτα και με ύψιλον (το φύ-λο). Πολλές φορές, όταν το τραγουδάμε στις συναυλίες, σχηματίζω με το χέρι μου ένα ύψιλον και ένα γιώτα, κάτι που μάλλον κανείς δεν καταλαβαίνει.

Μάκρυνες τα νύχια των χεριών σου

Πρόκειται για την ίδια κοπέλα, την οποία είδα μετά από καιρό με μακριά, βαμμένα με όζα διαφανή, νύχια. Και πάλι, αναφέρεται στο πέρασμα απ’ την ανέμελη ηλικία με τα αχτένιστα μαλλιά, τα τζιν κτλ., σε μια αισθητική μικροαστική, με μακριά βαμμένα νύχια, φούστες, μπότες με τακούνια και μαλλιά χτενισμένα στο κομμωτήριο.

Στου τουρισμού την ανοχή

Το έγραψα ένα Σάββατο στην οδό Δαγκλή, στο γραφείο που δούλευα και περίμενα απ’ το πρωί να μου τηλεφωνήσει μια κοπέλα από την Καβάλα που είχε πάει στην Αθήνα για διακοπές, κάνοντας διάφορες σκέψεις. Ο τίτλος έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα από δημοσιογράφους σαν όρος.

Το ίδιο κάνει

Είναι η περιγραφή ενός τηλεφωνήματος. Τα ίδια τα λόγια που ειπώθηκαν σχημάτισαν το τραγούδι: «αν δεν σε δω στις έξι δεν πειράζει / ίσως βρεθούμε στις οκτώ, ίσως στις δέκα / κι αν αύριο σε δω το ίδιο κάνει / αφού μωρό μου σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς / το ίδιο κάνει / να σ’ αγαπώ μέσα στους άλλους».

Με τον μπάρμπα-Σταύρο Καραμανιώλα στην Ακρόπολη

Μπουζούκι, παλιομπούζουκο

Το έγραψα όταν έμενα στη Β΄ Πάροδο Ερμιόνης στην Παναγία, όπου, όπως ίσως ξέρετε, τα σπίτια που βρίσκονται προς την πλευρά του λιμανιού υποφέρουν απ’ τα απέναντι νυχτερινά μαγαζιά, τα οποία κατά καιρούς γίνονται πολύ της μόδας και μέχρι τις τρεις-τέσσερις το πρωί έχουν δυνατή μουσική κι ο κόσμος δεν μπορεί να κοιμηθεί. Τη χρονιά που γράφτηκε το τραγούδι, το ’77, έμενα σ’ ένα διώροφο σπίτι του 1960, χωρίς μπάνιο και αποχέτευση για τα νερά. Είχε όμως ένα ωραίο μεγάλο καζάνι που το ζέσταινα με ξύλα κι όταν έκανα μπάνιο οι σαπουνάδες τρέχανε στον δρόμο! Ήταν πράγματι ένα πολύ ωραίο σπίτι.

Θυμάμαι, όταν τα βράδια έπεφτα να κοιμηθώ, ερχόταν ο θόρυβος από τις γεννήτριες και τις μηχανές των πλοίων, «το παραράμ της μηχανής» που «πετιέται στον αιθέρα» του τραγουδιού. Όταν έγραψα το τραγούδι πρέπει να ήμουν σε μεγάλη ένταση. Είχα δυο-τρία χρόνια στην Καβάλα, μόνος στην πόλη, έξω απ’ τη δουλειά δεν είχα ανταλλάξει κουβέντα σχεδόν με κανέναν, κι ακόμη με σταματούσαν συνέχεια στο δρόμο και μου ζητούσαν τα στοιχεία μου –αρχές της μεταπολίτευσης–, κάτι που με ενοχλούσε πολύ. Δεν ξέρω τι άλλο, αλλά θυμάμαι ότι το τραγούδι το έγραψα σχεδόν εξαγριωμένος, αργά τη νύχτα, στην άκρη της βεράντας προς το λιμάνι, κι έτσι ξαλάφρωσα.

Κυρά Τζένη

Αναφέρεται σε μια φίλη απ’ το Δοξάτο που παντρεύτηκε και ζει στη Θάσο, τον χειμώνα στον Θεολόγο και το καλοκαίρι στην Αλυκή όπου διαθέτει δυο ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πιθανόν το τραγούδι τής εξασφάλισε μερικούς, λίγους πάντως, πελάτες. Είναι ένα τραγούδι ρομαντικό, με ορμητικό χαρακτήρα και επαναστατική διάθεση, μια και η κυρά-Τζένη ήταν από μικρή μες στα κινήματα και τους αγώνες. Αργότερα, της έμεινε να μαλώνει μ’ όλους, διεκδικώντας τα δίκια της και λέγοντας ό,τι νιώθει! Είναι ένας άνθρωπος μπαξές, πολύ γλυκός.

Ο θάνατός μου

Το τραγούδι αναφέρεται σ’ ένα όραμα που είχα στο σπίτι μου στη Θάσο. Ήταν φθινόπωρο προχωρημένο και καθόμασταν μπροστά στο τζάκι μαζί μ’ ένα φιλικό ζευγάρι. Εκείνοι είχαν αποκοιμηθεί. Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και κάποια στιγμή αντίκρισα έναν κύριο στη δεκαετία των σαράντα, τον θάνατό μου, καθισμένο απέναντί μου στον καναπέ, να μου γνέφει δείχνοντάς μου την καρδιά του. Είχα πλακώσει την καρδιά μου και ξύπνησα. Είναι αλήθεια, καμιά φορά, ανησυχούσα μέχρι να περάσω τη δεκαετία των σαράντα. Εκτός κι αν ήταν στη δεκαετία των πενήντα, καλοδιατηρημένος! Είναι απ’ τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια, το οποίο η Μπάντα της Φλώρινας αποδίδει εξαιρετικά.

Με την Μπάντα της Φλώρινας του Τάσου Βαλκάνη στο «Αγροτικόν»

Χαρά

Γράφτηκε στον Λιμένα της Θάσου, όταν, μαζί με μια φίλη μου αρχιτεκτόνισσα και τον αρχιτεχνίτη και κιθαρίστα Βαγγέλη Τυρολόγο με τον οποίο συμπληρώσαμε τα κατεστραμμένα ανάγλυφα της Δημοτικής Καπναποθήκης, αναστηλώναμε το Καλογερικό και σχεδιάζαμε το νέο Μουσείο. Το τραγούδι εκφράζει την ωραία ατμόσφαιρα που υπήρχε ανάμεσά μας και αναφέρεται στους τεχνοκράτες, στην εξουσία, στον Χριστό, στον Οδυσσέα, στις ουτοπικές συνάξεις του αύριο. Χαρακτηρίστηκε αντι-εξουσιαστικό και το έχω ακούσει και σε διαδηλώσεις.

Λειψά μου χαμογέλασες

Γράφτηκε σε μια ντισκοτέκ στον Πρίνο της Θάσου, τον «Αιγόκερω». Ένα βράδυ στην παρέα μας ήρθαν και κάθισαν δύο κοπέλες. Ρώτησα τη μία τι τάξη πάει, αλλά εκείνη δεν μου απάντησε, μόνο υπομειδίασε. Τότε, κατάλαβα ότι απέναντι καθόντουσαν ο μπαμπάς και η μαμά της. Έτσι, επάνω στο πακέτο των τσιγάρων, έγραψα τους στίχους, αφού αντί για απάντηση πήρα ένα χαμόγελο λειψό. Στο τραγούδι γίνεται συγκερασμός δύο ιστοριών σε μια, αφού αναφέρεται και στην επίσκεψη που κάναμε με τον αδερφό μου τον αρχαιολόγο και τον φύλακα αρχαιοτήτων Θάσου, τον κ. Οικονόμου, στους Άνω και Κάτω Πολίτες, περίπου επτά χιλιόμετρα ανατολικά του Θεολόγου. Πρόκειται για δύο οικισμούς ερειπωμένους από αιώνες όπου σώζονταν τα ερείπια λίγων σπιτιών και δύο εκκλησιών, ληνοί και μια βρύση, μέσα σε πυκνή βλάστηση. Εκεί είχαν καταφύγει και έζησαν απομονωμένοι για πάνω από δυο αιώνες, τριγυρισμένοι από βουνά, βυζαντινοί πρόσφυγες μετά την πτώση της Πόλης. Σ’ ένα απέναντι βουνό είναι όρθια αρκετά σπιτάκια, κατοικίες λεπρών, τα λωβοκαλύβια του τραγουδιού. Θυμάμαι ότι περνώντας απ’ την εκκλησία της Παναγίας, στον δρόμο για τον οικισμούς, συναντήσαμε μια πολύ μεγάλη έκταση, δίπλα στην εκκλησία, πνιγμένη στα κρίνα, που αναφέρονται στην τελευταία στροφή. Το βράδυ, όταν γυρίζαμε, δεν υπήρχε τίποτα.

Ο μπάρμπα-Σταύρος Καραμανιώλας

Τατάρικα

Το τραγούδι αναφέρεται σ’ ένα φαγητό που γίνεται στον Πρίνο. Παρόμοια φαγητά τρώει κανείς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά όπως γίνεται στον Πρίνο, δεν το έχω συναντήσει πουθενά αλλού. Διάφορα χόρτα, παζιά, κραμπιά, λάπατα, μαϊντανός, άνηθος, τσουκνίδες, καρκαλούδια, κολοκυθάκια, δηλαδή ό,τι χόρτα έχεις στον μπαξέ και γύρω του, τα βάζεις μες στην κατσαρόλα, τα βράζεις χωρίς σάλτσα, βάζοντας το λάδι στο τέλος, και έχεις ένα φαγητό φανταστικό που μπορείς να το τρως συνέχεια! Βέβαια, χάριν του τραγουδιού, χρησιμοποίησα γύρω στα πενήντα χόρτα, που τα περισσότερα βρήκα από βιβλία, όχι ότι τα ξέρω όλα απ’ έξω! Η γυναίκα του Μπαρμπα-Σταύρου, η κυρά Καλλιόπη, μου είπε: «θα σου κάνω μια φορά τα τατάρικα που λες εσύ, με όλα αυτά τα χόρτα, να δούμε, θα μπορέσεις να τα φας»; Όταν βέβαια άκουσε το τραγούδι ο Μπαρμπα-Σταύρος έσκασε, γιατί αυτός έχει γράψει τραγούδια για όλα τα πράγματα κι εγώ τον πρόλαβα κι έγραψα για τα τατάρικα! Κάθε φορά που ξέρει ότι φθάνω στη Θάσο, φτιάχνει εκείνη τη στιγμή τατάρικα που τα τρώμε μαζί. Μάλιστα, τα κραμπιά που χρησιμοποιούνται, τον χειμώνα με καυτερές πιπεριές τα κάνουνε τουρσί και με φασόλια γίνεται το καλύτερο φαγητό του κόσμου για κρασί: τα πιπερολάχανα! Έναν χειμώνα είχα πάρει τέτοιο τουρσί απ’ τη γυναίκα του μπαρμπα-Σταύρου για να φτιάξω πιπερολάχανα. Κανονικά ξεπλένονται απ’ το αλάτι, αλλά εγώ δεν το ήξερα και τα έβαλα να βράσουν όπως ήταν, οπότε δεν έβραζαν με τίποτα! Μετά από κάνα δυο-τρεις ωρες έβρασαν τελικά, έβαλα τα φασόλια, έφαγα ένα πιάτο, και τότε κατάλαβα τι παθαίνουνε οι γάτες όταν τις βάζουν νέφτι! Άναψα, πήρα φωτιά! Μετά από λίγο ήρθε ο κουμπάρος μου ο ψάλτης, μέλος της χορωδίας των ΡΟΞ, του βάζω να φάει, μου ζητάει και δεύτερο πιάτο ενώ είχε ήδη φάει παϊδάκια, και μου λέει: «πολύ ωραία πιπερολάχανα»! Δεν κατάλαβε τίποτα! Τι να πω…

Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι, είναι γιατί έχει και αρκετά πρωτότυπη μουσική, η οποία βγήκε ως εξής: ο παλιός μας μπουζουξής και ψυχή των Χειμερινών Κολυμβητών μέχρι το 1977, Ισίδωρος Παπαδάμου, που είναι και εξαιρετικός κατασκευαστής οργάνων, είχε δωρίσει στον μπάρμπα-Σταύρο ένα μικρό τζουραδάκι, χαμηλόφωνο και μουρμούρικο, με ήχο γλυκό και αβίαστο που γεμίζει την ψυχή σου. Δηλαδή, εάν είσαι μόνος σου κι έχεις ένα τέτοιο όργανο, γράφεις αυτόματα μουσική! Ένα Σαββατοκύριακο λοιπόν, πήρα απ’ τον μπάρμπα-Σταύρο τον τζουρά και πήγα στο σπίτι μου. Ε, η μουσική –που θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες που έχω γράψει– βγήκε τόσο αβίαστα που αισθάνομαι ότι δεν την έβγαλα εγώ, αλλά το ίδιο το όργανο.

Χαράγματα του χρόνου

Το τραγούδι αναφέρεται στην Αλυκή της Θάσου. Αποβραδίς είχαμε χορέψει στον Λιμένα ωραία βαλς και τανγκό με μια Αυστριακή, φίλη γυναίκας φίλου, και την άλλη μέρα βρεθήκαμε στην Αλυκή. Τα χαράγματα του χρόνου είναι τα χαραγμένα στους στυλοβάτες των δίδυμων αρχαίων ναών φαλλικά σύμβολα. Υπάρχει ο δυσνόητος στίχος «μια κουνουπιέρα σκέπασε τον έρωτα μας φως μου / κι όταν μιλούσαμε τα δυο, ήταν τα λόγια αέρας» ο οποίος αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν είχαμε κοινή γλώσσα, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Αυτή ήξερε μόνο Γερμανικά, εγώ κάτι Ιταλικά και Γαλλικά, κι όταν μιλούσαμε τα λόγια ήταν αέρας. Παλιά χρησιμοποιούσαμε πολύ τις κουνουπιέρες, σήμερα αντίθετα χρησιμοποιούνται σπάνια, κακώς.

Με τον Γιώργο Μοσχίδη επί «σκηνής» σε παράσταση-παραγωγή του Φεστιβάλ Φιλίππων για τους καπνεργάτες της Καβάλας

…στους δίσκους δεν υπάρχουν άλλα τραγούδια που να ’χουν σχέση με την Καβάλα, υπάρχουνε όμως πολλά ανέκδοτα. Ένα απ’ αυτά γράφτηκε μετά την αυτοκτονία ενός φίλου μου Καβαλιώτη. Θυμάμαι, γινότανε η δίκη για την έκδοση μιας κοπέλας, της Ροσσάνας, στην Ιταλία, και συνάντησα μια παρέα παιδιών που γύριζαν απ’ τη δίκη κι ανάμεσά τους αυτός ο φίλος, που με φώναξε να πάω μαζί τους για καφέ στη Μυροβόλο. Ακόμη ένα τραγούδι για το πώς αισθάνθηκα αυτήν την πόλη, με τους παρακάτω στίχους:

Όταν σουρουπώνει κι οι σκιές των ανθρώπων
αποφεύγουν το φως που με δύναμη φεύγει,
αποφάσεις και θέλω, που ποτές δεν μετρούν,
οι παλιές μου αγάπες, τα βιβλία κι οι φίλοι,
οι σκιές τ’ ουρανού και οι λάμψεις της δύσης
ανασαίνουν μονάχα στο δικό σου μέτρο.

Απ’ της δίκης το στιλ, στο μαζικό καφέ,
υπάρχει μια απόσταση, που μετριέται με θλίψη.

Αγαπημένε μου Κόντε, στη μικρή μας Καβάλα,
μια δική σου σκιά πλανιέται σήμερα.

Ο Πάολο Κόντε

Ο Πάολο Κόντε είναι ένας αγαπημένος Ιταλός τραγουδοποιός, με πολύ ιδιαίτερη μουσική, καταπληκτικές ενορχηστρώσεις και φοβερούς στίχους. Θυμάμαι, ένα βράδυ στου Σαλαβάτη, είχα πάρει τον δίσκο του «Un Gelato Al Limone», μετέφρασα τους στίχους εκεί το ίδιο βράδυ και έφτιαξα ένα φυλλάδιο με τους στίχους και διάφορες φωτογραφίες που διάλεξα και το μοίραζα σε φίλους, αλλά και στον ίδιο τον Πάολο Κόντε, όταν τον συνάντησα σε μια συναυλία του στην Αθήνα, στο Παλλάς. Τώρα, για το πώς συνδέθηκε ο Κόντε με το τραγούδι αυτό, νομίζω πως είχα ακούσει ότι ήταν δικηγόρος και τον είχα συνδέσει με τα γεγονότα της εποχής.

Ο Αργύρης Μπακιρτζής, παιδί

Υπάρχουν και άλλα πολλά ανέκδοτα τραγούδια που έχουν σχέση με την Καβάλα, αλλά θα τα αναφέρουμε με μια άλλη ευκαιρία…


ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
[ Μηνιαία έκδοση | Καβάλα, 1997-2012 ]
Ιδιοκτησία: Alpha Media Group | Κ. Τσίγκα & Σία ΕΕ
Εκδότης: Ιωάννης Κ. Τσίγκας
Σύμβουλος έκδοσης-Καλλιτεχνική διεύθυνση: Μπάμπης Γαμβρέλης