Καβάλα. Η πόλη όπου βλέπεις το παρόν να χώνεται στην αγκαλιά του παρελθόντος

Η Ειρήνη Αποστολάκη γράφει για τον «Τόπο της καρδιάς» της

Γίνεται να δεις με τα μάτια ενός τουρίστα τον τόπο όπου γεννήθηκες; Βεβαίως! Όχι γιατί τον αποχωρίστηκες σε μικρή ηλικία, ούτε επειδή δεν τον επισκέπτεσαι αρκετά συχνά. Αλλά γιατί μπορείς, που λέει και η νεολαία.

Η πόλη της καρδιάς μου, η Καβάλα, μοιάζει με τμήμα κάποιου μεγάλου νησιού που, αφού αποκολλήθηκε, πήγε να συναντήσει τη βόρεια Ελλάδα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν κακόπεσε… Μικρή σκεφτόμουν ότι, έτσι καθώς προσέκρουε το αποκομμένο, νησιωτικό κομμάτι πάνω στη στεριά, οι άκρες του σηκώθηκαν και η γη ανηφόρισε προς τις πλαγιές, φτιάχνοντας μια πόλη-αμφιθέατρο.

Η αίσθηση που με κάνει να θέλω να επιστρέφω στην Καβάλα είναι πρώτα η όσφρηση. Η μυρωδιά του λιμανιού είναι για μένα –ούτως ή άλλως– από τις πιο παρηγορητικές και η ύπαρξή του σοβαρός λόγος για να επισκεφτώ έναν τόπο. Λιμάνι σημαίνει ότι μπροστά μας ανοίγεται η θάλασσα, δηλαδή η ίδια η ζωή. Στο λιμάνι αποχωριζόμαστε, μας αποχωρίζονται, περιμένουμε, μας υποδέχονται ή απλώς χαζεύουμε τους διερχόμενους ταξιδιώτες. Το λιμάνι είναι μια πόρτα ανοιχτή. Έτσι ανοιχτές είναι και οι πόρτες των Καβαλιωτών. Θα σε φιλέψουν, θα σου στρώσουν να κοιμηθείς και θα σε φορτώσουν με καλούδια ξεπροβοδίζοντάς σε. Η λιμανίσια ζωή δεν τελειώνει εδώ. Λίγο πιο κει από τις περιβόητες Καμάρες, στην Καλαφατιά, οι μάστορες επισκευάζουν ξύλινα καΐκια με τον παλιό τρόπο και μοσχοβολιστό, μερακλίδικο φαγητό σε περιμένει στην ταβέρνα Καρνάγιο.

Έπειτα είναι η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ. Περνώντας έξω από το καφεκοπτείο του Ανανιάδη, στο κέντρο της πόλης, νιώθεις τα αρώματα από τα χαρμάνια να σε σέρνουν από τη μύτη. Αν είσαι παρατηρητικός, σίγουρα το μάτι σου θα συλλάβει κάποιον Καβαλιωτοαθηναίο που βγαίνει από το μαγαζί με κάμποσες από τις χαρακτηριστικές, χρυσές συσκευασίες ελληνικού καφέ, με την ψηλόλιγνη Βραζιλιάνα και τον κόκκινο ήλιο στο βάθος. Είναι ένας τρόπος να κλέψει κανείς λίγο από το άρωμα της πόλης φεύγοντας.

Η μυρωδιά των κουραμπιέδων Καρβάλης δεν ήταν ποτέ αποκλειστικά χριστουγεννιάτικη υπόθεση. Κάθε επίσκεψη στην Καβάλα των παιδικών μου χρόνων σήμαινε διαχείριση του χώρου στο αυτοκίνητο κατά την επιστροφή, για να χωρέσουν οι –κυριολεκτικά– αμέτρητες συσκευασίες με κουραμπιέδες που η γιαγιά μου είχε τάξει για πεσκέσι σε γνωστούς, φίλους, ακόμα και φαρμακοποιούς ή υπαλλήλους καταστημάτων της γειτονιάς. Τα ταξίδια του γυρισμού μύριζαν βούτυρο γάλακτος και καβουρδισμένο αμύγδαλο. Καθόλου άσχημα για επιστροφή από διακοπές…

Το τεράστιο αυτό «αμφιθέατρο», με τα σπίτια να σκαρφαλώνουν μέχρι τα ψηλότερα σημεία της πόλης, σου χαρίζει απλόχερα τη θέα της θάλασσας από τις περισσότερες συνοικίες του. Από τον Άγιο Σίλα, που θα συναντήσεις μπαίνοντας στην Καβάλα από την Εγνατία οδό, και καθώς κατηφορίζεις προς το κέντρο, νιώθεις ήδη ότι η πόλη γίνεται δική σου. Σαν πίνακας ζωγραφικής που πρώτα βλέπεις από μακριά και έπειτα, σιγά σιγά, τον πλησιάζεις για να βουτήξεις στην κάθε του λεπτομέρεια. Στον βράχο του Προφήτη Ηλία, ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο, σε λούζει νησιωτικό φως, που ίσως έφεραν μαζί τους τα καράβια των χειμερινών δρομολογίων. Στην κορυφή της χερσονήσου της Παναγίας, στο Φρούριο, σαν σε κατάστρωμα πλοίου, με τη θάλασσα να απλώνεται στον ορίζοντα, βλέπεις το ψηφιδωτό από τις κεραμιδένιες στέγες του κάστρου να συναντά τις τσιμεντένιες ταράτσες των πολυκατοικιών, βλέπεις το παρόν να χώνεται στην αγκαλιά του παρελθόντος.

Θα επιστρέφω πάντα στην Καβάλα για να τη δω. Θα επιστρέφω για να τη μυρίσω.


Η Ειρήνη Αποστολάκη είναι μεταφράστρια
Εικονογράφηση: Φίλιππος Αβραμίδης

Πρώτη δημοσίευση στο ένθετο «Ταξίδια» της Καθημερινής της Κυριακής