Βαρθολομαίος: Εισερχόμεθα εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εις το στάδιον των ασκητικών αγώνων

Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη για την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ


Ευχαριστήριον ύμνον αναπέμποντες τω Θεώ της αγάπης, εισερχόμεθα και πάλιν εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εις το στάδιον των ασκητικών αγώνων, της νηστείας και της εγκρατείας, της νήψεως και της πνευματικής εγρηγόρσεως, της φυλακής των αισθήσεων και της προσευχής, της ταπεινώσεως και της αυτογνωσίας. Άρχεται η νέα ευλογημένη προσκυνηματική πορεία προς το Άγιον Πάσχα, το οποίον «ήνοιξεν ημίν παραδείσου τας πύλας». Εν Εκκλησίᾳ και ως Εκκλησία, ατενίζοντες τον αναστάντα Κύριον της δόξης, συμπορευόμεθα άπαντες εις την οδόν της κατά χάριν θεώσεως, την οδηγούσαν προς τα υπερουράνια αγαθά, «α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. β´, 9).

Εν τη Εκκλησία, όπου τελεσιουργείται «το αεί μυστήριον» της Θείας Οικονομίας, τα πάντα έχουν άσειστον θεολογικόν θεμέλιον και ακραιφνή σωτηριολογικήν αναφοράν. Η ενανθρώπησις του Θεού και η θέωσις του ανθρώπου είναι οι πυλώνες της ορθοδόξου πίστεως. Πορευόμεθα προς τον αιώνιον ημών προορισμόν, μέσα εις την αγάπην του Χριστού. Ο Θεός ημών, ο «αεί υπέρ ημών», δεν είναι μία «ανωτέρα δύναμις», κεκλεισμένη εις την υπερβατικότητα και το μεγαλείον της παντοδυναμίας και της αγιότητός της, αλλά «ο ημετέραν μορφήν αναλαβών» προαιώνιος Λόγος του Θεού, διά να καλέση την ανθρωπότητα εις την κοινωνίαν της αγιότητός Του, εις την αληθή ελευθερίαν. Ο εξ αρχής «ελευθερία τετιμημένος» άνθρωπος, καλείται να αποδεχθή ελευθέρως την θείαν ταύτην δωρεάν. Εις το θεανδρικόν μυστήριον της σωτηρίας, η συνεργία του ανθρώπου λειτουργεί και ως μαρτυρία εν τω κόσμω περί της βιωθείσης ευεργεσίας -«τί δε έχεις ο ουκ έλαβες;» (Α’ Κορ. δ’, 7)- δια της «ου ζητούσης τα εαυτής» αγάπης προς τον «αδελφόν».

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι κατ᾿ εξοχήν καιρός βιώσεως αυτής της Χριστοδωρήτου ελευθερίας. Η νηστεία και η άσκησις δεν είναι έξωθεν επιβληθείσα πειθαρχία και ετερονομία, αλλά εκούσιος σεβασμός της εκκλησιαστικής πρακτικής, υπακοή εις την Παράδοσιν της Εκκλησίας, η οποία δεν αποτελεί νεκρόν γράμμα, αλλά παρουσίαν ζώσαν και ζωοποιόν, διαχρονικήν έκφρασιν της ενότητος, της αγιότητος, της καθολικότητος και της αποστολικότητος της Εκκλησίας. Η γλώσσα της θεολογίας και της υμνολογίας αναφέρεται εις το «χαροποιόν πένθος» και εις το «έαρ της νηστείας». Ο γνήσιος ασκητισμός είναι πάντοτε χαροποιός, εαρινός και φωτεινός. Δεν γνωρίζει δυϊσμούς και διχασμούς, δεν υποτιμά την ζωήν και τον κόσμον. Η «καταθλιπτική άσκησις», η οποία οδηγεί εις «αποξήρανσιν της ανθρωπίνης φύσεως», ουδεμίαν έχει σχέσιν με το πνεύμα της Ορθοδοξίας, όπου η ασκητική ζωή και η πνευματικότης διαποτίζονται από αναστάσιμον ευφροσύνην. Εν τη εννοία ταύτῃ, η νηστεία και η άσκησις εμπεριέχουν μίαν εναλλακτικήν πρότασιν ζωής απέναντι εις τον υποσχόμενον ψευδείς παραδείσους ευδαιμονισμόν και εις τον μηδενιστικόν πεσιμισμόν.

Ουσιώδες στοιχείον της ορθοδόξου ασκητικής πνευματικότητος είναι και ο κοινωνικός χαρακτήρ της. Ο Θεός της πίστεώς μας είναι «ο πιο κοινωνικός Θεός», «Θεός σχέσεων». Προσφυέστατα ελέχθη ότι η Αγία Τριάς είναι «η άρνησις της μοναξιάς». Η εξατομίκευσις της σωτηρίας και της ευσεβείας, η μετατροπή της ασκήσεως εις ατομικόν κατόρθωμα, αγνοούν την τριαδοκεντρικήν υφήν του εκκλησιαστικού γεγονότος. Όταν νηστεύωμεν δια τον εαυτόν μας και κατά το ιδικόν μας μέτρον, τότε η νηστεία δεν εκφράζει το πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Η πνευματικότης είναι ζείδωρος παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίον είναι πάντοτε «πνεύμα κοινωνίας». Η γνησία ορθόδοξος πνευματική ζωή αναφέρεται πάντοτε εις την εκκλησιαστικοποίησιν της υπάρξεώς μας και όχι εις μίαν «πνευματικήν αυτοπραγμάτωσιν».

Στοιχούντες τη αφιερώσει του τρέχοντος έτους υπό της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εις «τον ποιμαντικόν ανακαινισμόν και την οφειλετικήν μέριμναν δια την νεολαίαν», καλούμεν τους ορθοδόξους νέους και τας νέας να συμμετάσχουν εις τους πνευματικούς αγώνας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δια να βιώσουν το ανθρωπολογικόν βάθος και το απελευθερωτικόν πνεύμα της, να κατανοήσουν ότι ο ορθόδοξος ασκητισμός είναι οδός ελευθερίας και υπαρξιακής ολοκληρώσεως εν τω πλαισίω της ευλογημένης εκκλησιαστικής ζωής, πυρήν της οποίας είναι το «αληθεύειν εν αγάπη». Η ορθόδοξος νεότης καλείται να ανακαλύψη τον ολιστικόν χαρακτήρα της νηστείας, η οποία εις το Τριώδιον υμνείται ως «πνευματικών αγώνων αρχή», ως «τροφή ψυχής», ως «μήτηρ των αγαθών απάντων και πασών των αρετών». Δεν είναι απλώς αποχή από καθωρισμένας τροφάς, αλλά αγών κατά της φιλαυτίας και της αυταρεσκείας, ευαισθησία δια τον πάσχοντα συνάνθρωπον και έμπρακτος βοήθεια προς αυτόν, ευχαριστιακή χρήσις της δημιουργίας, υπαρξιακή πληρότης, κοινωνία ζωής και αλληλεγγύη. Η άσκησις, η νηστεία, η προσευχή, η ταπείνωσις αναδίδουν το άρωμα και το φώς της Αναστάσεως, από την οποίαν αντλούν νόημα και κατεύθυνσιν. Αυτή, ως η πεμπτουσία της εκκλησιαστικής ζωής και του εσχατολογικού προσανατολισμού της, συνδέει αρρήκτως την ζωήν της ασκήσεως με την Θείαν Ευχαριστίαν, το μυστήριον της προγεύσεως της ανεκλαλήτου χαράς της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Το γεγονός ότι εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν η Θεία Ευχαριστία διετηρήθη ως κέντρον της ζωής της, συνδέεται με το ότι η Ἀνάστασις είναι το θεμέλιον της πίστεώς της και ο φωτεινός ορίζων της ασκητικής πνευματικότητος και της καλής μαρτυρίας εν τω κόσμω.

Με αυτάς τας σκέψεις, επικαλούμεθα εν ταπεινώσει το έλεος και την ευλογίαν του Θεού της αγάπης, δια να διατρέξωμεν ευσεβοφρόνως τον δόλιχον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, να φθάσωμεν το σωτήριον Πάθος Χριστού του Θεού και, δοξάζοντες την άφατον Αυτού μακροθυμίαν, να λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει της λαμπροφόρου Εγέρσεως Αυτού, της αγαγούσης ημάς εκ του θανάτου εις την άληκτον Ζωήν.

Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, 2020
† ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν εεχέτης πάντων υμών