VICE: Ένα πρόγραμμα στην Καβάλα θέλει να «αναμορφώσει» τους δράστες ενδοοικογενειακής βίας

Η ειδησεογραφική σελίδα κάνει focus στα θεραπευτικά προγράμματα διαχείρισης δραστών του «ΒΙΑ-ΣΤΟΠ» τα οποία αποτελούν μία εναλλακτική για θύματα και δράστες, εφόσον συμφωνούν να μην προχωρήσουν δικαστικά την υπόθεσή τους

H αστική μη κερδοσκοπική εταιρείας με την επωνυμία «Ινστιτούτο Πρόληψης και Θεραπείας της βίας και προώθησης της Ισότητας των δύο φύλων» με διακριτικό τίτλο «ΒΙΑ-ΣΤΟΠ» και με έδρα στην Καβάλα έχει να παρουσιάσει ένα ποικιλόμορφο και πλούσιο έργο, το οποίο πλέον έχει ξεπεράσει τα όρια της έδρας της ομάδας.

Πρόσφατη απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι ειδησεογραφική σελίδα του VICE, σε ένα εκτενές αφιέρωμά της, εστιάζει στο έργο της ομάδας και κυρίως στα θεραπευτικά προγράμματα διαχείρισης δραστών τα οποία αποτελούν μία εναλλακτική για θύματα και δράστες, εφόσον συμφωνούν να μην προχωρήσουν δικαστικά την υπόθεσή τους.

Μάλιστα, μέρος του αφιερώματος παίχτηκε και στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ANT1 την Τρίτη 8 Ιουλίου 2020.

Αναλυτικά το αφιέρωμα του VICE

«Στην αρχή ήταν μια υγιής σχέση, πολύ καλή. Ήρεμη. Στην πορεία εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια. Δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε τους εαυτούς μας, υπήρχαν δυσκολίες, προφανώς. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από πολλά επεισόδια καβγάδων και λεκτικής βίας, να φτάσουμε στη σωματική βία, από τη δική μου πλευρά».

Η φωνή του Νίκου ακούγεται ήρεμη, αλλά και λίγο διστακτική. Είναι δύσκολο να μιλάει γι’ αυτό που έκανε. Έχει περάσει από μία θεραπευτική προετοιμασία με την ψυχολόγο που τον έχει αναλάβει. Ο Νίκος περιγράφει στο VICE πώς αισθάνθηκε όταν άσκησε πρώτη φορά βία σε βάρος τής -πρώην πια- συζύγου του.

«Της έδωσα δύο χαστούκια. Δεν θέλω να δικαιολογήσω σε καμία περίπτωση τον εαυτό μου. Πολύ καλά έκανε που το κατήγγειλε στην αστυνομία. Όχι εκείνη τη στιγμή, αλλά μετά από ώριμη σκέψη. Το έκανε μετά από δύο ημέρες, αν δεν κάνω λάθος. Την ίδια στιγμή που το έκανα, το είχα μετανιώσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Το θέμα είναι να προλαβαίνεις αυτή τη στιγμή».

Η παραδοχή του Νίκου, ενός δράστη ενδοοικογενειακής βίας, μπορεί να παραξενεύει κάποιους ή/και να φαίνεται ψεύτικη. Ωστόσο, είναι αποτέλεσμα μιας πολυετούς διαδικασίας: Ο Νίκος «αποφοίτησε» πρόσφατα, ύστερα από πέντε χρόνια συμμετοχής, από πρόγραμμα διαχείρισης δραστών.

Σχολείο για νταήδες

Τα θεραπευτικά προγράμματα διαχείρισης δραστών αποτελούν μία υπαρκτή εναλλακτική για θύματα και δράστες, που συμφωνούν να μην προχωρήσουν δικαστικά την υπόθεσή τους αλλά να διαχειριστούν το πρόβλημα μέσω της ποινικής διαμεσολάβησης, ενός θεσμού που εισήγαγε ο νόμος 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας.

Έτσι, εφόσον ο Εισαγγελέας κρίνει ότι η πράξη του δράστη είναι πλημελληματικού χαρακτήρα και ότι ο ίδιος επιδέχεται αναμόρφωσης, προτείνει την παραπομπή του, εάν και ο ίδιος το επιθυμεί και με την ανεπιφύλακτη συναίνεση του θύματος, σε παρακολούθηση ψυχοθεραπευτικών, ατομικών και ομαδικών συνεδριών.

«Στην αρχή του προγράμματος ο Νίκος, σίγουρα, δεν ήταν αυτός με τον οποίο μιλήσατε τώρα. Όταν ήρθε ήταν εξαιρετικά αρνητικός απέναντι στο πρόγραμμα. Του πήρε ένα εξάμηνο και λίγο παραπάνω, για να αποδεχθεί ότι ίσως και να ακούσει κάποια πράγματα που μπορούν να το βοηθήσουν», λέει στο VICE η δικαστική ψυχολόγος και αντιπρόεδρος του Μη Κερδοσκοπικού Ινστιτούτου ΒΙΑ STOP, Ελένη Φώτου, η οποία συντονίζει τέτοιου είδους προγράμματα στην πόλη της Καβάλας.

Με τη συμμετοχή του σε αυτά, ο δράστης δεν παραδέχεται νομικά την ενοχή του, εξαναγκάζεται όμως με το σκεπτικό ότι θα αποφύγει τη δίκη, να αντιμετωπίσει τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποίησε βία. «Στην αρχή το δέχτηκα σαν απειλή-“είτε θα πας στο πρόγραμμα και συνεχίζουμε να προσπαθούμε για την οικογένεια, είτε τελείωσε η σχέση”. Ήταν όντως απειλή, απειλή για το καλό μου και κατ’ επέκταση για το καλό όλων μας. Τα έβαλα κάτω, τα ζύγισα, είδα ότι η δικαστική οδός είναι μόνο τιμωρία. Δεν υπάρχει θεραπεία. Και η τιμωρία δεν σου δίνει πολλές φορές να καταλάβεις τι έκανες και αν μπορείς κάποια πράγματα να τα διορθώσεις», λέει ο Νίκος.

Έχοντας την επιλογή της ποινικής διαμεσολάβησης, το θύμα καταγγέλλει ευκολότερα το περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο καταγράφεται

Τα θεραπευτικά, συμβουλευτικά προγράμματα διαχείρισης δραστών (batterer intervention programs) ξεκίνησαν από την Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν άρχισαν να πραγματοποιούνται οι πρώτες διώξεις για ενδοοικογενειακή βία και προέκυψε η ανάγκη για αναμόρφωση των δραστών. Το 1981, η Έλεν Πενς, φεμινίστρια, ακτιβίστρια και κοινωνική επιστήμονας ήταν ένας από τους ανθρώπους που ανέπτυξαν τη δημοφιλή μέχρι σήμερα μέθοδο διαχείρισης δραστών ενδοοικογενειακής βίας, που ονομάστηκε Duluth Model. Η φεμινιστική θεωρία στην οποία βασίζεται το συγκεκριμένο μοντέλο υποστηρίζει ότι οι άντρες χρησιμοποιούν βία μέσα σε σχέσεις, για να ασκήσουν έλεγχο και να επιβληθούν με τη δύναμή τους. Με τα χρόνια το μοντέλο εξελίχθηκε, αναπτύχθηκαν κι άλλες προσεγγίσεις, και τα προγράμματα έγιναν πιο συμπεριληπτικά, αναλαμβάνοντας, αν και σε μικρό ποσοστό, ακόμη και γυναίκες θύτες, συνήθως με θύματα τα παιδιά τους.

Στην Καβάλα, από το 2012 που ξεκίνησε το πρόγραμμα στο ΒΙΑ STOP, έχουν περάσει 36 δράστες. Οι 23 δράστες που συνεχίζουν αυτή τη στιγμή στο πρόγραμμα, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν μία ατομική και μία ομαδική συνεδρία τον μήνα.

«Η διαφορά που έχει το δικό μας πρόγραμμα με τα υπόλοιπα είναι ότι θεωρήσαμε σωστό να δοθεί χρόνος στον δράστη να καταλάβει το λάθος της πραξης του. Ο χρόνος παρακολούθησης είναι μίνιμουμ τρία έτη και μπορεί να φτάσει μέχρι και τα επτά έτη, και είναι ίσος με τον χρόνο παραγραφής του αδικήματος. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η επιτυχία του προγράμματος», εξηγεί η Ελένη Φώτου.

«Μέσα στο πρόγραμμα, μας δίνονται ερεθίσματα από διάφορες περιπτώσεις, μας ζητούν να μπούμε στο πετσί τους και να τις αναλύσουμε εμείς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και το μεγάλο στοίχημα, το λέω από την αρχή, ήταν η διαχείριση. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα πάντα, σωστά, όμορφα. Ακόμη και τον τόνο της φωνής μας», περιγράφει ο Νίκος.

Αθέατα οφέλη, αλλά και πενιχρά ή μέτρια αποτελέσματα

Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, ποιος ο λόγος ένα θύμα να επιθυμεί να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στο θύτη; Οι ειδικοί των προγραμμάτων αυτών επισημαίνουν μια λιγότερο γνωστή θετική πλευρά της διαδικασίας. «Πηγαίνοντας στις ανακριτικές Αρχές, πολλά θύματα ενημερώνονται ότι για να προχωρήσει η υπόθεσή τους θα πρέπει να ασκηθεί μήνυση. Τότε συχνά διστάζουν και τελικά δεν καταγράφεται το περιστατικό της βίας», εξηγεί η Ελένη Φώτου.

Έτσι, έχοντας την επιλογή της ποινικής διαμεσολάβησης, το θύμα καταγγέλλει ευκολότερα το περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο καταγράφεται. Επίσης, οι Αρχές και οι δομές έχουν πρόσβαση σε περιπτώσεις που θα ήταν άγνωστες ή θα κλιμακώνονταν σε ανησυχητικό βαθμό. «Το μέλημα του θύματος τη στιγμή εκείνη είναι να πάρει ο δράστης μία βοήθεια και μια θεραπεία και όχι μια τιμωρία. Αυτό ισχύει για τη πλειοψηφία των περιπτώσεων που δεχόμαστε εμείς. Η έκφραση “εγώ δεν θέλω να τον τιμωρήσω, θέλω να γίνει καλά, να μην το ξανακάνει”, είναι χαρακτηριστική. Αυτήν την ανάγκη έρχεται να καλύψει η ποινική διαμεσολάβηση», προσθέτει η κα. Φώτου.

Η χρήση της ποινικής διαμεσολάβησης γίνεται στο πλαίσιο της επανορθωτικής δικαιοσύνης, μίας νέας τάσης στους τομείς της εγκληματολογίας παγκοσμίως, που στοχεύει στην αποκατάσταση της βλάβης που έχει υποστεί το θύμα. Πρόκειται για μία ηθική οπτική στη νομική επιστήμη, όπου η δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από την επιβολή ποινών ή τη στέρηση της ελευθερίας του δράστη.

Γι’ αυτόν τον λόγο, βάσει του Νόμου 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, ο δράστης πέρα από την παρακολούθηση των συμβουλευτικών/θεραπευτικών προγραμμάτων, δεσμεύεται ότι θα φύγει από το σπίτι όπου έμενε με τη σύζυγό του, είτε του ανήκει είτε όχι – για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί, σε περίπτωση που δεν χωρίσουν. Την ίδια στιγμή καλείται να αποκαταστήσει, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του, «να πληρώσει για υλικές ζημιές που προκάλεσε ή για ιατρικές εξετάσεις σε περίπτωση σωματικής βλάβης που προκάλεσε στο θύμα. Το θύμα δεν φέρει καμία ευθύνη, δεν χρειάζεται να φύγει από το σπίτι, να πάρει τα παιδιά του, να αλλάξει σχολεία, να μένει σε κάποιο ξενώνα, να πληρώσει για ζημιές», επισημαίνει η κα. Φώτου.

Αρκετοί δράστες οι οποίοι εμφανίζονται στα προγράμματα απλώς για να αποφύγουν τη δικαστική οδό, αργότερα καταλαβαίνουν ότι οι θεραπείες χρειάζονται δέσμευση

Επίσης, σε σχέση με τις ατέρμονες δίκες που πολλές φορές μπορεί να καταλήξουν χωρίς κάποια ποινή, με την ποινική διαμεσολάβηση φαίνεται να υπάρχει συνεχής έλεγχος της συμπεριφοράς του δράστη. «Αλλάζει αμέσως η ισορροπία της σχέσης, το ποιος έχει τον έλεγχο. Συνήθως στις βίαιες σχέσεις, ο έλεγχος και η κυριαρχία βρίσκεται στον δράστη. Με την ποινική διαμεσολάβηση, ο έλεγχος αφαιρείται αυτόματα και γρήγορα από τον δράστη. Αναγκάζεται να διαχειριστεί τη συμπεριφορά σε όλες τις καταστάσεις. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη σχέση, αλλά γενικά τη ζωή του», καταλήγει η Ελένη Φώτου.

Ωστόσο, η Χαρά Κουμουνδούρου, ψυχολόγος και συντονίστρια παρόμοιων προγραμμάτων στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ) στην Αθήνα, από το 2008, δεν είναι ανεπιφύλακτα αισιόδοξη όταν μας λέει για τα αποτελέσματα της θεραπεία στον δράστη: «Τα αποτελέσματα είναι κάπως φτωχά, δεν θα σας το κρύψω, διότι σε κάποιες περιπτώσεις αναγκαζόμαστε να το τραβάμε από τα μαλλιά για να συμπληρωθεί ένας αριθμός συνεδριών. Αυτό που μας έχει κρατήσει σε αυτή τη συνεργασία τόσα χρόνια, είναι ότι έχουμε πρόσβαση σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας στις οποίες δεν θα είχαμε αλλιώς», τονίζει.

Τα θεραπευτικά προγράμματα του ΕΚΚΑ δέχονται πολλές παραπομπές δραστών από τις Εισαγγελίες Αθήνας-Πειραιά αλλά και από την Εισαγγελία Θεσσαλονίκης, στο εκεί παράρτημά του. Είναι πολύ μικρότερα σε διάρκεια από αυτό της Καβάλας, με τις συνεδρίες να κρατούν κάποιες φορές μερικές εβδομάδες. «Υπάρχουν περιπτώσεις που και στις επτά-οκτώ συναντήσεις μπορεί να γίνει καλή δουλειά και υπάρχουν και περιπτώσεις που κάνεις 15 συνεδρίες και δεν έχεις κάνει και τίποτα». Σύμφωνα με την ψυχολόγο, είναι αρκετοί οι δράστες οι οποίοι εμφανίζονται στα προγράμματα απλώς για να αποφύγουν τη δικαστική οδό, όμως αργότερα καταλαβαίνουν ότι οι θεραπείες χρειάζονται δέσμευση, «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ως στόχο απλά να πάρουν το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δυσκολεύει τη θεραπευτική διαδικασία. Συχνά δεν είναι έτοιμοι να μπουν στη διαδικασία να δουν για ποιο λόγο γίνονται βίαιοι. Είναι μια διαδικασία-πρόκληση, με πάρα πολλές παγίδες. Γι’ αυτό χρειάζεται αρκετή εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό».

«Έχουμε δει περιστατικά πλημελληματικού χαρακτήρα, πίσω από τα οποία μπορεί να υπονοείται πολύ σκληρή βία. Κάποιες φορές το “σταμάτα/σκάσε βλαμμένη/ σου πετάω ένα ποτήρι”, μπορεί σε λίγο να γίνουν, “σου σπάω τον λαιμό”. Μπορεί να υπάρξει φοβερή κλιμάκωση. Ξέρετε πόσες φορές εμείς ακούμε ειδήσεις με φόνους γυναικών και λέμε, “Παναγία μου, μην ήταν κάποιος που έχει περάσει από το πρόγραμμα”», παραδέχεται η κα. Κουμουνδούρου.

Τα τρωτά σημεία

Η δικηγόρος Μαρία Αποστολάκη, συντονίστρια των νομικών υπηρεσιών Κέντρο Διοτίμα, στέκεται επιφυλακτικά απέναντι στη συγκεκριμένη ρύθμιση. «Στην πράξη, αρκετές φορές έχει αποδειχθεί πως τα δύο εμπλεκόμενα μέρη στην ποινική διαμεσολάβηση δεν είναι πάντοτε “ισότιμα”. Γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου η συναίνεση του θύματος ήταν τελικά προϊόν εξαναγκασμού από τον δράστη ή ήρθε βεβιασμένα μετά από παροτρύνσεις από τον συγγενικό και φιλικό περίγυρο του θύματος προκειμένου “να μην επέλθει ανεπανόρθωτη ρωγμή στην οικογένεια”».

Σύμφωνα με τη Χαρά Κουμουνδούρου, πολλά ζευγάρια συνεχίζουν να ζουν μαζί κατά τη διάρκεια της ποινικής διαμεσολάβησης. «Οπότε, η διερεύνηση για να εκτιμήσουμε την επικινδυνότητα ενός θύτη, ενέχει παγίδες, επειδή μπορεί ο θύτης να λέει στο θύμα, “Πρόσεξε καλά, διότι θα σε πάρει η ψυχολόγος τηλέφωνο. Θα προσέξεις τι θα της πεις”. Είναι πάρα πολύ συνηθισμένο αυτό».

Σύμφωνα με τη Μαρία Αποστολάκη, θολό παραμένει και το κομμάτι της πραγματικής «αναμόρφωσης» ενός δράστη αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας, αφού ακόμα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να μπορούμε να μιλήσουμε τεκμηριωμένα για την επιτυχία αυτού του θεσμού. «Επιπλέον, αρκετοί και αρκετές νομικοί που ασχολούμαστε στην πράξη με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, παρατηρούμε πως 14 χρόνια μετά την εισαγωγή αυτής της ρύθμισης παραμένουν οι σημαντικές ελλείψεις σε αναγκαίες υποστηρικτικές δομές και είναι εξόχως προβληματική και αργή η επικοινωνία και διασύνδεση μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων υπηρεσιών, δηλαδή των φορέων ψυχικής υγείας, των νοσοκομείων και των αρμόδιων Εισαγγελιών Πρωτοδικών».

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, γνωστή και ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, για την πρόληψη και την καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, που επικύρωσε και το ελληνικό κράτος το 2018, υποχρεώνει τα κράτη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, νομοθετικά ή μη, για να λειτουργήσουν προληπτικά, τέτοια συμβουλευτικά/θεραπευτικά προγράμματα για τους δράστες, με σκοπό να αποτινάξουν βίαιες συμπεριφορές και να μην επαναλάβουν όμοια αδικήματα.

Υπάρχουν φορές που τα προγράμματα δεν καταφέρνουν να αλλάξουν το μοτίβο και τις αντιλήψεις των θυτών, σε σχέση με την κυριαρχία και τον έλεγχο πάνω στο θύμα

Πρόσφατα, η Μαρία Συρεγγέλα, Γενική Γραμματέας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, στην εκπομπή Special Report του ΑΝΤ1, παραδέχτηκε ότι χρειάζεται να γίνουν περισσότερα βήματα για την εδραίωση αυτών των προγραμμάτων, «ένα σημείο στο οποίο είμαστε πίσω και πρέπει να το τρέξουμε άμεσα είναι αυτό των θυτών. Τα ειδικά σεμινάρια πρέπει να γίνονται και στους θύτες, πέρα από τα θύματα».

Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 2003, φαίνεται πως τα θεραπευτικά προγράμματα διαχείρισης δραστών παρουσίασαν κάποια, μετριοπαθώς θετικά, αποτελέσματα ως προς την αποτροπή της βίας από κακοποιητές. Συγκεκριμένα, αξιολογήσεις προγραμμάτων σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο έδειξαν ότι περίπου το 50% με 90% όσων ολοκληρώνουν τα προγράμματα παραμένουν μη βίαιοι, από έξι μήνες έως τρία χρόνια μετά. Επιπλέον, τα 2/3 όσων ολοκλήρωσαν τα προγράμματα είναι λιγότερο πιθανό να επαναλάβουν τη βία από όσους διέκοψαν το πρόγραμμα στη μέση. Παρόλα αυτά, υπάρχουν φορές που τα προγράμματα δεν καταφέρνουν να αλλάξουν το μοτίβο και τις αντιλήψεις των θυτών, σε σχέση με την κυριαρχία και τον έλεγχο πάνω στο θύμα.

H Αλεσάνδρα Ποντς, ψυχολόγος-ερευνήτρια και Πρόεδρος του Ευρωπαικού Δικτύου Διαχείρισης Δραστών ενδιοικογενειακής βίας (WWP EN) διευκρινίζει όμως, ότι «κάποιες έρευνες αξιολόγησης επικεντρώνονται στο αν ο δράστης έχει επανασυλληφθεί, άλλες στο τι είπε το θύμα. Η αξιολόγηση των προγραμμάτων είναι ένα πολύ περίπλοκο ζήτημα και συχνά δίνει αντιφατικά αποτελέσματα». Επισημαίνει δε ότι πολλές φορές, «μπορεί να έχεις το καλύτερο πρόγραμμα αλλά να μην υπάρχει σύστημα που να το στηρίζει κατάλληλα».

*Πηγή: vice.com Κείμενο: Μαρία Σιδηροπούλου