Όταν η Μανίνα Ζουμπουλάκη αποφάσισε να βγάλει το διαμέρισμά της στην Καβάλα στο… κλαρί

Η περιπέτεια της Καβαλιώτισσας συγγραφέως στην προσπάθεια της να αξιοποιήσει το σπίτι της στο λιμάνι της Καβάλας και να το προετοιμάσει για ενοικίαση μέρα με τη μέρα στο booking – Το κείμενο της στην Athens Voice

Ξέρετε πόσα διαφορετικά είδη χερουλακίων υπάρχουν; Πόσα είδη παξιμαδακίων για βίδες και χερουλάκια; Πόσες βάσεις για χερουλάκια, ώστε να μην είναι ξεκούδουνα πάνω στα ντουλάπια, λες κι είναι βίδες; Μια και το ‘φερε η κουβέντα, πόσες βίδες είναι στραβόξυλα και δεν χωράνε σε υπάρχουσες τρύπες; Ξέρετε πώς να κλείνετε τρύπες σε μάρμαρο χωρίς να έχετε μαρμαροτεχνίτη στα χέρια σας; Αν τα ξέρετε όλα αυτά, τότε περάσατε την διαδικασία «φτιάχνω διαμέρισμά μου για να το νοικιάσω αλλά και για να μένω κι εγώ πότε πότε».

Το συγκεκριμένο διαμέρισμα βρίσκεται στην Καβάλα, στο λιμάνι πάνω στη θάλασσα, το είχε αγοράσει ο παππούς Μιχάλης το 1963, και το νοίκιαζαν δικηγόροι μέχρι πρόσφατα. Ήθελα να το φτιάξω για να πηγαίνω τα καλοκαίρια, αλλά… στην Καβάλα, όπως σε όλες τις παραθαλάσσιες Ελληνικές πόλεις, δουλεύει πολύ το «ενοικιαζόμενο με τη μέρα». Και αποφασίσαμε με Δικό μου Άτομο να το βολέψουμε έτσι: να πηγαίνω φθινόπωρο αντί για καλοκαίρι, να το βγάλουμε στο κλαρί το διαμέρισμα τους θερινούς μήνες – γιατί όχι, όλοι όσοι το κάνουνε με επιτυχία κάτι ξέρουν.

Το πιάνω από την αρχή: είναι σαράντα χρόνια που δεν ζω στην Καβάλα, άρα δεν θυμάμαι πού πωλείται τι. Ποιος πουλάει κόλλες, ποιος βίδες, ποιος πιάτα και ποιος απλώστρες, ποιος έχει ρετάλια πλεξιγκλάς και ποιος ρετάλια υφάσματα. Θυμάμαι τρία τέσσερα ορόσημα – «απέναντι από την πυροσβεστική», «δίπλα στην παλιά Ολυμπιακή», «ψηλά/χαμηλά στην Ομονοίας», τέτοια. Το Δικό μου Άτομο (ΔΑ) με έστελνε με ξεκάθαρες οδηγίες να βρω κρεμασταράκια για κουρτίνες, και παρά τις ξεκάθαρες οδηγίες, έβρισκα πολλές βίδες, όχι κρεμασταράκια: η πόλη έχει αλλάξει από το 1978, που έφυγα από την Καβάλα, και από το 1985, χρονιά που επέστρεψα για λίγο μέχρι να ξαναφύγω. Κάτι το οποίο εγώ αποκαλώ «πάρκο» έχει όνομα πια, και πίσω από το τελωνείο υπάρχει μια μικρή παραλία «για ντόπιους» που ή δεν υπήρχε, ή δεν την είχα κολυμπήσει ποτέ.

Ανέβηκα λοιπόν στην Καβάλα για τέσσερις μέρες, με ψιλή αγωνία και με ό,τι λεφτά είχα μαζέψει στις τσέπες μου, μια και όπως ξέρουμε όλοι, τα μετρητά μετράνε σε τέτοιες δουλειές περισσότερο από τα καρτο-λεφτά, που δεν είναι αμέτρητα έτσι κι αλλιώς. Οι τεχνίτες, μπογιατζήδες και άλλοι τερατώδεις, σόρι, αγαπητοί επαγγελματίες, σου κάνουν σκόντο όταν αερίζεις πορτοκαλί πενηντάρικο, άρα οφείλεις να το κρατάς στα δόντια προκειμένου να γίνει η δουλειά σου. Η οποία θα γίνει με ρυθμούς σιροπιαστούς (=αργά, και στάζοντας) – ο μπογιατζής που θα ερχότανε Δευτέρα θα έρθει Πέμπτη και μετά ξανά την επόμενη Δευτέρα, άρα δεν θα τελειώσει το βάψιμο σε 3-4 μέρες παρά σε 10-15, και θα αφήσει εκκρεμότητα κάτι καλοριφέρ να τα βάψει άλλη μέρα, δεν βιάζουν, δεν έπεσε η ζάχαρη στο νερό. Όλα αυτά, τη ζάχαρη που δεν έπεσε στο νερό και δεν βιάζει, μαζί με το μπαλκόνι, το παρκέ, τα ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, τα ανέλαβε το ΔΑ, το οποίο βρήκα με τα μυαλά στα κάγκελα επειδή συναλλασσόταν με ασύλληπτους, σόρι, αγαπητούς επαγγελματίες τέτοιου είδους επί τρεις-τέσσερις βδομάδες. Είχε βάλει τέντες, θερμοσίφωνα, βρύσες, είχε διορθώσει καζανάκι, αλλάξει λάμπες, κρεμάσει φωτιστικά, είχε αναλάβει τα έπιπλα… Τα οποία αγοράστηκαν από φίλη του ΔΑ η οποία φίλη έχασε δυστυχώς μια πολύ ηλικιωμένη συγγενή της και βρέθηκε με κάμποσα επιπλέον έπιπλα για σπρώξιμο. Διπλό κρεβάτι, καναπές, μπερζέρα, υπέροχοι καθρέφτες και ρουστίκ φωτιστικά έφτασαν στα χέρια μας χάρη στην συγχωρεμένη, μαζί με καλαθάκι με ραπτικά, πολύ συγκινητικό, μέσα σε μπαρόκ συρταριέρα του χολ. Η κολλητή μου στην Καβάλα μας ξενάγησε στην αποθήκη της από όπου τσιμπήσαμε δύο κομοδίνα μαμάς της και έναν βαρύγδουπο μπουφέ. Ο άντρας της μας κρέμασε τρία κάδρα-φωτογραφίες του Γιώργου Καλφαμανώλη. Παλιός συμμαθητής βίδωσε ένα ξεχαρβαλωμένο πιαστήρι στο μπάνιο και ξεκόλλησε το στοπ της μπαλκονόπορτας, το οποίο είχε μπογιατιστεί και δεν ανοιγόκλεινε. Φίλος του ΔΑ με μπλακ-εν-ντέκερ κρέμασε τους καθρέφτες και τα «ακορντεόν», τα κρεμαστάρια-φυσούνες πίσω από τις πόρτες.

Όταν στήνεις ένα διαμέρισμα είναι πολλά που δεν υπολογίζεις στα έξοδα: αν είσαι τυχερό άτομο και σου δανείσει αγαπημένο πρόσωπο ένα πλυντήριο, πχ, μετά εκτός από ψυγείο, ηλεκτρική σκούπα και αιρκοντίσιον, που είναι τα χοντρά έξοδα, χρειάζεσαι απλώστρα (25 ευρώ), μανταλάκια, σαπούνια, απορρυπαντικά και μαλακτικά, χαλάκι εξώπορτας, χαλάκι μπάνιου, ποτηράκι οδοντόβουρτσας, αναλώσιμα και μη, χρειάζεσαι πιάτα βαθιά και ρηχά, έξη κουταλάκια του γλυκού, στο φεστιβάλ καλαθιού θέλεις καλαθάκι για μανταλάκια, καλαθάκι σκουπιδιών, καλαθάκι για φρούτα και ένα καλάθι για άπλυτα, πάρα πολλά χερουλάκια, βιδάκια, παξιμαδάκια και σκατουλάκια κάθε είδους, ακόμη και ειδών που δεν υποψιαζόσουν ότι υπάρχουν στο Σύμπαν….και πριν το καταλάβεις σου έχει φύγει ένα πεντακοσάρικο σε μη-απαραίτητα πλην όμως απαραίτητα πράγματα. Εκεί που γυρνάς να κοιτάξεις το πεντακοσάρικο, έχει γίνει χιλιάρικο, κι ενώ φταρνίζεσαι, ορίστε που γίνεται τριχίλιαρο. Αν κάποιος που έφτιαξε το διαμέρισμά του σας πει «όσα υπολογίζεις ότι θα ξοδέψεις, διπλασίασέ τα, και είσαι μέσα!»… έχει απόλυτο δίκιο, κι ας σας φάνηκε δυσοίωνος.

Υπέθετα ότι με τρεις γάμους θα είχα κάμποση προίκα σε σεντόνια-πετσέτες αλλά τελικά έφτασαν ίσα-ίσα – οι πετσέτες μου μάλιστα εκτός από στραβοχυμένες είναι μετρημένες, μια και πήρε κάμποσες ο μεγάλος γιός ως δική του προίκα όταν αυτονομήθηκε. Δύο πίνακες, του Παντελή Μελισσηνού και της Μαρίας Βλαχοπούλου, μπήκαν στο νέο σαλόνι (ήθελα και Βασίλη Καρακατσάνη αλλά δεν με άφησαν να ξεκρεμάσω κανέναν από το σαλόνι του σπιτιού μας τα μικρότερα παιδιά μου…)  Οι κουρτίνες είναι από το σπίτι της Αλίκης Γεωργούλη, της Κλεομένους: βαριές, «για πλήρη συσκότιση», όπως έλεγε η ίδια. Μερικές βουάλ, επίσης βολεύτηκαν, αλλά δεν θυμάμαι από ποιο σπίτι είναι, τις έσερνα από αποθήκη σε υπόγειο, μια και η οικογενειακή παράδοση είναι «μη πετάς τίποτα» – κάτι χερουλάκια που είχα πετάξει το ΄97, τα έκλαψα αυτές τις μέρες. Το ραφάκι του μπάνιου το στήριξα με δύο μίνι πλαστικά τσιμουχάκια (!!!) που μου έδωσε ο τζαμάς – και είναι πλεξιγκλάς ραφάκι, γιατί το γυαλί θα το πάντρευα, λόγω κουλαμάρας. Μεταλλική αφίσα του ΄50, χαρισμένη από τον Γιώργο Παυριανό, στερεώθηκε υπέροχα στον τοίχο του μπάνιου, κάνοντάς το άλλο μπάνιο.

Μυστικά που έμαθα πάνω στη βράση στην οποία δεν κολλάει το σίδερο παρά μόνον η μαγική εφεύρεση σιλικόνη: οι τρύπες σε μάρμαρο κλείνουν με κόλλα σιλικόνης (6,5 ευ) και οι τρύπες σε άσπρο ντουλάπι, με μπλου-τακ. Την σιλικόνη την απλώνεις με ένα από αυτά τα φριχτά ξύλινα μαχαιράκια που σου δίνουν με το έτοιμο φαγητό και αναρωτιέσαι γιατί δεν τα πετάς, ορίστε γιατί, άμα τα είχες πετάξει θα έβαζες την σιλικόνη με το πηγούνι. Τα καλώδια που ξεφυτρώνουν σε άσπρο τοίχο τα κολλάς με άσπρη μονωτική ταινία – κρατάει κανα χρόνο πριν αρχίσει να κιτρινίζει και να ξεβρακώνει τα καλώδια, αλλά σε ένα χρόνο πολλά γίνονται, το θέμα είναι να μη μπαίνει κάποιος στο σπίτι και λέει «μπα, τι είναι αυτά τα καλώδια, απαπα!» Το θέμα είναι να κοιτάζει τη θέα και όχι τα καλώδια.

Η θέα είναι μαγική. Δεξιά στο βάθος φαίνεται το Άγιο Όρος, μπροστά είναι το λιμάνι της Καβάλας με τις καινούργιες μαρίνες του, με το καλντερίμι πανέμορφο και παραδοσιακό (επειδή δεν έχω αμάξι να διαλυθεί στο καλντερίμι, το βλέπω ως κουλέρ λοκάλ). Αριστερά είναι οι Καμάρες, το Φρούριο, και το ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο «Ιμαρέτ», από τα ωραιότερα στον κόσμο, με τον τρούλο να γυαλίζει στο ηλιοβασίλεμα. Ο παππούς μας, που από την πατρίδα του την Κωνσταντινούπολη είχε ανοίξει μπακάλικο σε αυτό ακριβώς το σημείο στο λιμάνι της Καβάλας, έλεγε ότι η θέα του θύμιζε την Πόλη. Σε μένα θυμίζει τους παππούδες και γονείς μας αλλά και την εποχή που κάπνιζα, πίνοντας καφέ στο μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα. Και για φαντάσου, είναι το ίδιο ωραία η θέα και τώρα, που δεν καπνίζω πια….