Καβάλα, 2009: Ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος στο Imaret και στο… «Τεμπελχανείο»

«Κομμουνιστές φαντάροι θα άνοιγαν πυρ για να προστατεύσουν τον Βασιλιά!»: Η συνάντησή του με τον Βαγγέλη Μπάρμπα και πώς αυτή αποτυπώθηκε στην αυτοβιογραφία του

Το βράδυ της Τρίτης 10 Ιανουαρίου 2023 πέθανε σε ηλικία 82 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ο τελευταίος βασιλιάς της χώρας, με την Καβάλα να είναι ο τελευταίος του σταθμός στην Ελλάδα ως βασιλιάς, από την οποία αναχώρησε μετά την αποτυχία του κινήματός του κατά της χούντας [διαβάστε εδώ το χρονικό των γεγονότων].

Από το αρχείο του Κώστα Παπακοσμά

Ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος βρέθηκε στην Καβάλα και το καλοκαίρι του 2009 μαζί με τη σύζυγό του Άννα-Μαρία. Διέμειναν στο Imaret και, στο πλαίσιο της επίσκεψής του, ξεναγήθηκε στην πόλη, στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού και στον Αρχαιολογικό Χώρο των Φιλίππων.

Φωτογραφία: Στέλιος Πολυχρονίδης

Στη συνοικία της Παναγίας είχε και μια αναπάντεχη συνάντηση με τον Βαγγέλη Μπάρμπα, τον τότε ιδιοκτήτη του «Τεμπελχανείου», από τον οποίο έμαθε κάτι που ούτε ο ίδιος ήξερε για τη νύχτα της 13ης Δεκεμβρίου στο αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα από το οποίο αναχώρησε, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.

Από το αρχείο του Χρήστου Πριονίδη

Η περιγραφή της συνάντησης από τα απομνημονεύματα του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ

«Πάντως η ζωή επιφυλάσσει τους δικούς της τρόπους για να ξεπερνά τα αισθήματα και τις ιστορίες των ανθρώπων. Έτσι έγινε και με μένα, όταν σχετικά πρόσφατα με μεγάλη συγκίνηση επέστρεψα στην Καβάλα έχοντας όλα αυτά τα βάρη στον νου και στην ψυχή μου.

Τότε λοιπόν όταν φτάσαμε στην πόλη και ενώ ήμουν ακόμη στο αυτοκίνητο, βγαίνει ξαφνικά από ένα καφενείο ένας πελώριος τύπος και μας κόβει τον δρόμο. «Αμάν, τι θέλει τώρα αυτός;», σκέφτηκα. «Είμαι ο Βαγγέλης και είμαι αρχηγός των κομμουνιστών εδώ», είπε, λες και τον είχε ρωτήσει κανείς. Όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν κάτι σαν τοπικός κομματάρχης του ΚΚΕ. «Έχω ένα καφενείο απέναντι. Θα έρθεις να σε κεράσω κάτι;», μου είπε. «Σήμερα δεν μπορώ. Θα περάσω όμως αύριο», του απάντησα. «Εντάξει», μου λέει.

Και πράγματι, την άλλη μέρα πήγα. Εκείνος με περίμενε με ένα παράξενο δώρο. Είχε ζωγραφίσει ένα καταπληκτικό στέμμα πάνω σε ένα μαξιλάρι. Στην κορυφή του στέμματος είχε βάλει έναν σταυρό και πάνω από τον σταυρό είχε βάλει ένα σφυροδρέπανο. Ήταν καταπληκτικό. Με το που το είδα έσκασα στα γέλια.

«Βρε παιδί μου, πόσο λυπάμαι… Πώς την έπαθες έτσι κι έγινες κομματάρχης του ΚΚΕ;», του είπα. «Γιατί εσύ πώς την έπαθες κι έγινες βασιλιάς;» ήρθε αμέσως η απάντηση. «Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου», του είπα. «Ε… Κι εγώ από τον δικό μου», μού απάντησε γελώντας τρανταχτά. Ξαφνικά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα σα να ήμασταν φίλοι μια ολόκληρη ζωή.

Συζητήσαμε για αρκετή ώρα και η κουβέντα έφτασε και στα γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου. «Όταν έφυγα από την Ελλάδα στις 13 Δεκεμβρίου, έφυγα από το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα. Εδώ από πίσω», του είπα και του περιέγραψα το σκηνικό που επικρατούσε την ώρα της απογείωσής μας.

«Αν δε μου έλεγες την ιστορία αυτή, δε θα σου έλεγα τι συνέβη σε μένα», μου είπε σε… άπταιστο, πολύ ευχάριστο, σε μένα, ενικό. «Υπηρετούσα τότε εδώ, σε μια μονάδα ανεπιθύμητων και εκείνο το βράδυ είχα βάρδια σε εκείνο το αεροδρόμιο. Ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ. Είχαμε καταλάβει τι γινόταν και είχαμε πάρει μόνοι μας την απόφαση ότι αν η χούντα προσπαθούσε να σε εμποδίσει ή να σου κάνει κακό, θα ανοίγαμε πυρ».

Αυτά μου είπε επί λέξει και ακούγοντάς τον ένιωσα τέτοια συγκίνηση που είπα μέσα μου: «Ακόμα και αν απέτυχε, μα τω Θεώ, άξιζε τον κόπο. Κομμουνιστές φαντάροι θα άνοιγαν πυρ για να προστατεύσουν τον Βασιλιά!».