Αναδρομή σε ένα «έγκλημα κατά της Ιστορίας της πόλης» με αφορμή τη Στέγη του ΣΦΓΤ Καβάλας

Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο-θυσία: Ο Βασίλης Λιόγκας θυμάται την 3η Απριλίου 2005, τον «θάνατο» των Μύλων της Καβάλας και τι θετικό άφησε πίσω του αυτό το γεγονός

Μ πρόσφατη περιπέτεια του πολιτιστικού τοπόσημου της Στέγης του ΣΦΓΤ δημιουργεί συνειρμούς και ανακαλεί από τη μνήμη την τύχη σημαντικών διαχρονικών τοπόσημων της Καβάλας: Tου πύργου του Κουλέ (που κατέρρευσε την δεκαετία του ’90), του Φάρου (που κινδυνεύει), του κτιρίου Μπαλάνου στο Φάληρο (που εξαλείφθηκε), της έδρας του Μακεδονικού Αγώνα στην οδό Φιλίππου (που αντικαταστάθηκε από πολυκατοικία) και άλλα, είτε υπό καθεστώς προστασίας είτε όχι, που και σήμερα κινδυνεύουν, από την εγκατάλειψη, τον καιρό και την εμπορευματοποίηση.

Όπως γράφει ο Βασίλης Λιόγκας, ένα τέτοιο τοπόσημο, που δεν πρόλαβε να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας, ως βιομηχανικό μνημείο, ούτε να αξιοποιηθεί σύμφωνα με έξοχη μελέτη της ΔΕΠΟΣ, χάθηκε για πάντα την 3η Απριλίου 2005 και μαζί μ’ αυτόν ένα κομμάτι της οικονομικής και βιομηχανικής ιστορίας της νεώτερης Καβάλας. Την 3η Απριλίου 2005 συντελέστηκε ένα έγκλημα σε βάρος της ιστορίας της πόλης μας.

Το βιομηχανικό αυτό κτίσμα που δέσποζε στην πόλη μας από την δεκαετία του ’30, ήταν τεχνικό επίτευγμα της εποχής εκείνης και άμεσα
συνδεδεμένο με την οικονομία της περιοχής για πολλά χρόνια. Τράπεζες και επενδυτές, αποφάσισαν να το «αξιοποιήσουν» εξαφανίζοντάς το και χτίζοντας στη θέση του ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, που ήταν μαθηματικά αδύνατο να γίνει. Όταν, τον Φεβρουάριο του 2005, τα εν κρυπτώ όπως πάντα αυτά σχέδια αναδείχθηκαν, υπήρξαν λιγοστές όπως πάντα αντιδράσεις και πλήρης ταύτιση όπως πάντα των τοπικών αρχόντων με τα σχέδια αυτά. Όμως ένα μεγάλο αυθόρμητο κύμα αντίδρασης γεννήθηκε, όπως συμβαίνει συχνά σε αποφάσεις καταχρηστικές και άδικες, ειδικά στον τόπο μας. Νωπά ήταν άλλωστε τα κινήματα και κατά του ΝΑΤΟϊκού λιμανιού στη Νέα Πέραμο και κατά των δεξαμενών καυσίμων στη Βάσοβα.

Το δίμηνο που μεσολάβησε κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της πόλης, έγιναν εκδηλώσεις, το θέμα απασχόλησε το Δημοτικό Συμβούλιο, τέθηκε σε δικαστικές αίθουσες. Κερδήθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα πολιτών λίγες ώρες πριν την καταστροφή, αλλά δεν εφαρμόσθηκαν «για λόγους ασφαλείας», ενώ αγνοήθηκε το έγγραφο που είχε αποστείλει η Δ’ Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων ζητώντας να μην κατεδαφιστεί και δημιουργηθεί έτσι μη αναστρέψιμη κατάσταση, διότι προτίθεται να το αξιολογήσει ως Βιομηχανικό Μνημείο. Μεγάλο μέρος των πολιτών, συγκλονισμένο από το γεγονός και τον τρόπο της κατεδάφισης αλλά και τις ύστατες προσπάθειες μέχρι την τελευταία στιγμή και διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι μπορούσε να σωθεί, αλλά δεν υπήρχε η ανάλογη βούληση, ευαισθητοποιήθηκε και εξέφρασε με πολλούς τρόπους την πρόθεσή του να διασώσει ό,τι απέμεινε από τις μαρτυρίες της πολιτιστικής και ιστορικής μας κληρονομιάς.

Ιδιαίτερα ο τρόπος της κατεδάφισης, με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεσης του «έργου» υπό τις επευφημίες των Αμερικανών ειδικών στις καταστροφές έργων ανθρώπων, γρήγορα μετέστρεψε τον αναμενόμενο θαυμασμό για το «μεγάλο θέαμα» και την «πρόοδο» της τεχνολογίας καταστροφών, σε θλίψη αλλά και οργή για το έγκλημα που μπορούσε να αποτραπεί αλλά τελικά έγινε. Ένα ακόμη έγκλημα από τα πολλά κατά της ιστορίας της πόλης μας.

Τελικά, ούτε ξενοδοχείο έγινε, αλλά ούτε καν το οικόπεδο αξιοποιήθηκε τουλάχιστον σαν συμπληρωματικός χώρος στάθμευσης σε ένα δικαστικό μέγαρο που ασφυκτιά. Επειδή όμως τίποτα δεν πάει χαμένο, κάποια ευαισθητοποίηση απέναντι στα διατηρητέα αφυπνίσθηκε, τουλάχιστον προσωρινά και κάποια χειροπιαστά αποτελέσματα υπήρξαν, όπως ο χαρακτηρισμός των Χιλίων, Πεντακοσίων και Δεκαοκτώ ως διατηρητέων αρχιτεκτονικών συνόλων και πολύτιμης μαρτυρίας ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο-θυσία

του Βασίλη Λιόγκα

«Οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν περιορισμένη φαντασία. Ό,τι δεν τους αγγίζει άμεσα, ό,τι δεν μπήγει το λεπίδι του βαθιά στις αισθήσεις τους, δεν μπορεί και να ανάψει τη φλόγα του ενδιαφέροντός τους. Αν όμως τύχει να συμβεί μπροστά στα μάτια τους, σε απόσταση επαφής με τα αισθητήρια όργανά τους, ακόμη και το πιο ασήμαντο περιστατικό είναι ικανό να διεγείρει μέσα τους υπέρμετρο πάθος. Αναπληρώνουν τότε κατά κάποιον τρόπο τη συνηθισμένη απουσία συμμετοχής τους με ένα ξαφνικό όσο και υπερβολικό ξέσπασμα εμπαθούς ορμητικότητας» (Στέφαν Τσβάϊχ, «24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας», Ροές, Αθήνα 2004).Αυτό ακριβώς συνέβη και μετά την κατεδάφιση του «Μύλου», βιομηχανικού κτίσματος της πόλης μας της δεκαετίας του ’30, άμεσα συνδεδεμένου με την οικονομία της περιοχής και χαρακτηριστικού «τοπόσημου» της Καβάλας.

Μεγάλο μέρος των πολιτών, συγκλονισμένο από το γεγονός και τον τρόπο της κατεδάφισης αλλά και τις ύστατες προσπάθειες μέχρι την τελευταία στιγμή και διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι μπορούσε να σωθεί αλλά δεν υπήρχε η ανάλογη βούληση, ευαισθητοποιήθηκε και εξέφρασε με πολλούς τρόπους την πρόθεσή του να διασώσει ό,τι απέμεινε από τις μαρτυρίες της πολιτιστικής και ιστορικής μας κληρονομιάς. Ιδιαίτερα ο τρόπος της κατεδάφισης, με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεσης του «έργου» υπό τις επευφημίες των Αμερικανών ειδικών στις καταστροφές έργων ανθρώπων, γρήγορα μετέστρεψε τον αναμενόμενο θαυμασμό για το «μεγάλο θέαμα» και την «πρόοδο» της τεχνολογίας καταστροφών, σε θλίψη αλλά και οργή για το έγκλημα που μπορούσε να αποτραπεί αλλά τελικά έγινε.

Ένα ακόμη έγκλημα από τα πολλά κατά της ιστορίας της πόλης μας. Ο γίγαντας που χτιζόταν επί 6 χρόνια και στα θεμέλιά του θυσιάστηκαν 6 εργάτες, προγραμματίστηκε να γκρεμιστεί σε 6 δευτερόλεπτα. Τελικά έπεσε σε 16 δευτερόλεπτα αφού αντιστάθηκε για λίγο, όσο χρειαζόταν όμως ώστε να κλονιστούν οι καρδιές των «ειδικών» και οι συνειδήσεις των ανίδεων. Και ξεσηκώθηκε όλη η πόλη -επιτέλους- να σώσει όποια μαρτυρία απέμεινε από την νεώτερη ιστορία και τον πολιτισμό της. Γιατί ξαφνικά κατάλαβε ότι μνημείο δεν είναι μόνο το κλασικό αρχαίο ή το αισθητικά ελκυστικό για τους πολλούς, αλλά και ό,τι συνδέεται με τη θύμηση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ό,τι αποτελεί πηγή άντλησης πληροφοριών για τον πολιτισμό και τα έργα των ανθρώπων, για την οικονομία και την ιστορία τους, για την ζωή των πατεράδων και των παππούδων μας.

Έτσι, νεώτερα μνημεία δεν ανακηρύσσονται μόνο τα καλαίσθητα νεοκλασσικά που χαιρόντουσαν οι μεγαλοαστοί του μεσοπολέμου -οι μαρτυρίες της Γαλάζιας Καβάλας- αλλά και οι αισθητικά φτωχότερες Καπναποθήκες και Καπνεργοστάσια, όπου ξόδευαν τη ζωή τους, το μόχθο τους, το αίμα τους, οι καπνεργάτες πατεράδες μας -οι μαρτυρίες της Κόκκινης Καβάλας. Είναι τα έργα των ανθρώπων που διαμορφώνουν τελικά τον πολιτισμό μας και συνδέουν το παρελθόν με το μέλλον μας. Γι’ αυτό και έχουν ανακηρυχθεί κατά καιρούς ως μνημεία ελαιοτριβεία (Πλωμάρι Λέσβου), δρόμοι ή εκκλησίες (Αγ. Στέφανος Αττικής), όπως θα ‘πρεπε να ‘χει γίνει και με τον Προφ. Ηλία -σήμα κατατεθέν της πόλης μας- αλλά και με τα υπολείμματα της πρώτης της βιομηχανικής ζώνης στην Ιχθυόσκαλα, κηρυγμένης έτσι από το 1940. Άλλωστε, στη Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας (1985) για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης που κυρώθηκε με το Ν. 2039/1992 προβλέπεται ότι στην παρούσα Σύμβαση σαν «αρχιτεκτονική κληρονομιά» θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα ακόλουθα ακίνητα αγαθά:

Τα μνημεία: Κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. Ας ελπίσουμε ότι η κερδοσκοπία Τραπεζών και ιδιωτών και η ανεπάρκεια παραγόντων και φορέων, ανάξιων και αναντίστοιχων των σημερινών απαιτήσεων μιας ανάπτυξης…με «αειφορία» (όπως υποκριτικά διακηρύττουν παπαγαλίζοντας αλλά μη πιστεύοντας τους νέους Ευρωπαϊκούς αυτούς όρους), δεν θα κάνει πάλι το θαύμα της ευνουχίζοντας και υποσκάπτοντας το ογκούμενο κύμα διάσωσης των μνημείων και του πολιτισμού μας. Τραγική αντίφαση: Πολεοδομικά, έχει παραμείνει το καθεστώς της βιομηχανικής ζώνης, παρά τις προβλέψεις του ισχύοντος Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου για αστική ανάπλαση και παρά την -άναρχη και απρογραμμάτιστη- μεταφορά σημαντικών αστικών δραστηριοτήτων στο νέο αυτό πολεοδομικό κέντρο της Καβάλας, αλλά κατά τα άλλα θεωρείται απωθητικό το βιομηχανικό μας παρελθόν. Κι έτσι το μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα, μιας εγκλωβισμένης στον αστικό ιστό βιομηχανικής ζώνης χωρίς βιομηχανικές δραστηριότητες, κυριαρχεί προς δόξαν φυσικά ποικίλων συμφερόντων και σε βάρος σημαντικών λειτουργιών και αναγκών της πόλης μας και του κοινωνικού συνόλου.

Από την άνθιση…

Η κατασκευή των «Μύλων Γεωργή-Νικολετόπουλου» ολοκληρώθηκε το 1937 και η ιδιαίτερη μορφολογία και πλαστικότητά τους, χωρίς να απωθεί αισθητικά, απετέλεσε ένα τεχνικό επίτευγμα της εποχής εκείνης, που δεν συνηθίζονταν τέτοια οικοδομήματα. Ιδιαίτερα τα κυλινδρικά «σιλό», επιβλητικά ακόμη και σήμερα αποτελούν πηγή άντλησης πληροφοριών για την προπολεμική τεχνολογία και λειτουργικότητα ανάλογων βιομηχανικών κτιρίων. Αυτά μόνο είχαν απομείνει τελευταία, μετά την κατεδάφιση του εν επαφή μ’ αυτά υπολοίπου εργοστασιακού κτιρίου για να κατασκευαστεί στη θέση του το νέο δικαστικό μέγαρο της Καβάλας.

Το εργοστασιακό συγκρότημα αποτελούνταν από πέντε συνεχόμενα κτίρια, ως εξής:

Επταόροφο κτίριο μήκους 50 και πλάτους 8 μέτρων, με μηχανήματα αλευροποίησης σταριού, ήτοι 24 κυλίνδρους με τα εξαρτήματά τους (οι 21 του εξαιρετικού ελβετικού οίκου BOYLER και οι άλλοι τρεις Ελληνικής κατασκευής), 16 βούρτσες καθαρισμού πιτύρων, οκτώ μηχανές παρασκευής σιμιγδαλιού, δέκα κόσκινα του ίδιου οίκου, δύο γερμανικά μηχανήματα καθαρισμού σταριού, δύο κοχλίες καθαρισμού σταριού, τέσσερις γιγαντιαίες χαρμανιέρες αλεύρων δυναμικότητας 30 τόννων εκάστης, μιας υδρόβιδας (κοχλίας Αρχιμήδη) παροχής ύδατος, ένας καταβρεχτήρας σταριού, διόροφο κόσκινο καθαρισμού, πολλά φίλτρα αέρος και σταριού, τέσσερις στάτορες αλεύρου, τουλάχιστον επτά μηχανήματα θερμικής επεξεργασίας σίτου (conditioners), θάλαμο πυροσβεστικής εγκατάστασης, δεκάδες βοηθητικά μηχανήματα και ιμάντες μεταφοράς σίτου και αλεύρων, όχι μόνο μεταξύ των 7 ορόφων του κτιρίου αλλά και με τα γειτονικά σιλό, καθώς και με τον έμπροσθεν του εργοστασίου ειδικά διαμορφωμένο προβλήτα φορτοεκφορτώσεων σε πλοία.

Παραπλεύρως αυτού, μονόροφο κτίριο μήκους 11 μέτρων και πλάτους 12, με χρήση μηχανοστασίου, εφοδιασμένου με δύο ατμολέβητες, αντλίες απορρόφησης σίτου, τόρνο, πλάνη, πριονοκορδέλλα, δράπανο, ανοξείδωτες αντλίες αναρρόφησης θαλασσίου ύδατος και εργαλεία.

Δυτικά του κυρίως εργοστασίου, ήταν το μακαρονοποιείο, διώροφο κτίριο μήκους 35 και πλάτους 12 μέτρων. Σ’ αυτό, εκτός από τους δεκάδες θαλάμους ξήρανσης των διαφόρων ειδών ζυμαρικών του πρώτου ορόφου, υπήρχαν στον δεύτερο όροφο μια Ιταλική και μια γερμανική πρέσσα ωριαίας ικανότητας παραγωγής 100 χιλιογράμμων ζυμαρικών εκάστη, 14 θάλαμοι ξήρανσης μακαρονιών, καθώς και ένα χημείο ελέγχου ποιότητας.

Το ογκώδες κτιριακό συγκρότημα των «σιλό», ύψους 42 μέτρων, αποτελούμενο από 14 πελώριες κυψέλες αποθήκευσης σίτου. Κάθε κυψέλη ήταν ανεξάρτητη αποθήκη διαφορετικής χωρητικότητας. Επίσης στο συγκρότημα αυτό ανήκε και ο πύργος με τα διάφορα μηχανήματα και το κλιμακοστάσιο που συνέδεε τους 9 ορόφους του. Τα σιλό από μηχανολογική άποψη ήταν έργα τέχνης, ειδικά αν αναλογιστούμε την εποχή κατασκευής τους. Όσοι πρόλαβαν και τα είδαν πρόσφατα πεσμένα ή τα φωτογράφησαν, θαύμασαν την κατασκευαστική τους αρτιότητα, ιδιαίτερα στο μηχανολογικό τους μέρος. Υπήρχαν και ορισμένα μηχανήματα: τρεις αναβάτορες παραλαβής και αποθήκευσης σίτου, δύο μεταφορείς σίτου (redler), διάφορα μηχανήματα και σωληνώσεις απορροφήσεως σίτου αλλά και καθαρισμού του. Ήταν θαυμαστός ο τρόπος μεταφοράς του σίτου στα ύψους 42 μέτρων σιλό μέσω «κοχλιών του Αρχιμήδη» και μηχανημάτων φορτοεκφόρτωσης.

Ο Μώλος του Μύλου, για τη θαλάσσια διασύνδεση του συγκροτήματος, ο πρώτος στην Ελλάδα τροχήλατης μεταφοράς και μηχανικής φόρτωσης σε πλοία των αλεύρων και του σίτου μέσω βαγονέτων, ήταν ειδικής για το σκοπό αυτό κατασκευής: Διέθετε αύλακα επαρκών διαστάσεων για τις σωληνώσεις αναρρόφησης και σιδηροτροχιές (ράγες) για τη λειτουργία των βαγονέτων που φορτοεκφόρτωναν υλικό μεταξύ Μύλου και πλοίων. Είναι κατασκευασμένος από τον ίδιο γρανίτη με το υπόλοιπο λιμάνι της Καβάλας, που προέρχεται από το λατομείο που σχηματίστηκε το 1929 ακριβώς στο χώρο του Μύλου με την εκσκαφή του διπλανού δασικού μετώπου. Λατομείο εξόρυξης του καλύτερου γρανίτη της Ευρώπης, πρώτης ύλης για την κατασκευή του λιμανιού της πόλης αλλά και του λιμενοβραχίονα της Μασσαλίας. Δείγματά του οι γρανιτένιοι κυβόλιθοι της παραλιακής μας οδού, αν γλυτώσει την μελλοντική ασφαλτόστρωση. Υπάρχουν ακόμη οι δέστρες των πλοίων και ορισμένα μεταλλικά εξαρτήματα του μηχανολογικού του εξοπλισμού. Σήμερα λειτουργεί ουσιαστικά ως ο υπήνεμος μώλος του αλιευτικού καταφυγίου της Ιχθυόσκαλας της Καβάλας, δίπλα στον προσήνεμο μώλο του δυτικώτερα.

Τέλος, υπήρχε κτίριο γραφείων και ακάλυπτος χώρος 3 στρεμμάτων.

…στην παρακμή

Μέχρι το 1969 που σταμάτησε να λειτουργεί λόγω μεγάλου παθητικού της διετίας 1967-69 και οι πιστωτές του, δημόσιο και τράπεζες άρχισαν να πιέζουν ασφυκτικά, έδωσε δουλειά σε πολλούς Καβαλιώτες σε χρόνια δύσκολα, όταν τα καπνομάγαζα έκλειναν και η ανεργία και οικονομική μετανάστευση θέριευε. Ενδιαφέρον για την αγορά των μύλων είχαν δείξει κατά καιρούς η ΕΑΣ Καβάλας, η «Αλλατίνη», οι «Κυλινδρόμυλοι Αγίου Γεωργίου», οι μύλοι Μελισσάρη Θεσσαλονίκης κ.α. Μετά την αδρανοποίηση και την πτώχευση της ιδιοκτήτριας εταιρείας πέρασε μετά από πλειστηριασμό το 1970 στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και μέρος του (3,5 περίπου στρέμματα) παραχωρήθηκε στο ΤΑΧΔΙΚ, ειδικό ταμείο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την χρηματοδότηση κατασκευής δικαστικών μεγάρων, για το νέο δικαστήριο της Καβάλας.

Τότε κατεδαφίστηκε ως «ετοιμόρροπο και επικίνδυνο» το κυρίως εργοστάσιο, ενώ πρόσφατα δρομολογήθηκε η ανάλογη τύχη και του επιβλητικού κτιρίου των σιλό, μετά από ειδική συμφωνία με ιδιώτη και εξασφαλίστηκε, εντός 20 ημερών, άδεια κατεδάφισης.Άλλο τμήμα του οικοπέδου παραπλεύρως των μύλων και δυτικώτερα, της ίδιας εταιρείας (περίπου 3,77 στρέμματα), είχε ήδη εκποιηθεί υπέρ της «Σ. Αποστολόπουλος ΑΕ», διαφόρων εταίρων και χρησιμοποιήθηκε επί χρόνια ως αποθήκη ή βιοτεχνία, ενώ σήμερα δημιουργείται εκεί νέο πολυκατάστημα, ακριβώς δίπλα στο νεοανεγειρόμενο δικαστικό μέγαρο.Κατά καιρούς εκπονήθηκαν μελέτες αξιοποίησης και επανάχρησής του, όπως αυτή της ΔΕΠΟΣ που πρότεινε την δημιουργία εμπορικού κέντρου και ξενώνα φιλοξενίας υψηλών προσώπων, διατηρώντας τη γνώριμη φυσιογνωμία και τους όγκους του.

Στο βιβλίο που έγραψε ο συντοπίτης μας Βασίλης Βασιλικός με τίτλο «Τα Σιλό», εμπνευσμένος από τη μεγαλοπρεπή αλλά και ζωογόνα παρουσία του Μύλου για τους Καβαλιώτες, τους βάζει να αντιδρούν όταν ο Βούλγαρος στην Κατοχή επιχείρησε να τον ανατινάξει. Ήταν γραπτό να τον ανατινάξει η αδράνεια και η αδιαφορία των νεώτερων Καβαλιωτών.

Ας είναι το τελευταίο

Το γιγαντιαίο και επιβλητικό -ακόμα και πρόσφατα- τσιμεντένιο αυτό οικοδόμημα αποτελούσε σύμφωνα με την άποψη ορισμένων αρχιτεκτόνων χαρακτηριστικό δείγμα του κινήματος της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου. Ίσως η αναζήτηση στοιχείων των αρχιτεκτόνων μελετητών συμβάλει στην τεκμηρίωση αυτών των επιρροών.

Πάντως είναι σίγουρο ότι νέοι ή ερευνητές πολιτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες, πολλά θα μπορούσαν να μάθουν μελετώντας τον τρόπο κατασκευής, ακόμα και την διαδρομή της αντοχής ή της φθοράς του στο διάβα του χρόνου. Αλλά μήπως και οι νέοι μηχανολόγοι, ειδικά σε μια πόλη με ολόκληρη σχολή τεχνικών εφαρμογών με χιλιάδες σπουδαστές, δεν θα αντλούσαν πολύτιμες εμπειρίες και στοιχεία ακόμα και από τα προπολεμικά αλλά θαυμάσια αυτά μηχανήματα; Ποιος ξέρει σε ποια αποθήκη της «Μεγάλης μας Φίλης» αραχνιάζουν σκουριάζοντας… Μήπως το ίδιο δεν έγινε με τα ελαιοτριβεία, τα καπνεργοστάσια, τα γρι-γρι και τις τράτες, το καρνάγιο;

Ανεξάρτητα απ’ αυτό όμως, για πολλούς από μας, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην Καβάλα, που συγγενείς ή γείτονές μας δούλεψαν σ’ αυτόν, που μεγαλώσαμε μαζί του, ο Μύλος είναι ένα βιομηχανικό μνημείο της Καβάλας του μεσοπολέμου, ήταν ο οικονομικός της πνεύμονας στην καρδιά της τότε Βιομηχανικής Ζώνης της, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 λειτούργησε ως ο κύριος και μεγαλύτερος αλευρόμυλος των σιτηρών της Μακεδονίας και της Θράκης, απασχολώντας εκατοντάδες εργαζόμενους. Αποτελεί σημείο αναφοράς της πόλης μας και την χαρακτηρίζει, όπως την χαρακτηρίζουν το Φρούριο, οι Καμάρες, το Ιμαρέτ, η εκκλησία του Προφ. Ηλία και ο Κουλές (που ήδη έπεσε πέρσι χωρίς να αναστηλωθεί ακόμα). Δεν έπρεπε να περάσει τόσο άδοξα και οδυνηρά στο παρελθόν. Δεν πρέπει να ολοκληρωθεί το σβήσιμό του από την πόλη μας με το μπάζωμα και του μοναδικού υπολείμματός του, του Μώλου του Μύλου.

Ας γίνει η θυσία του Μύλου το εγερτήριο της ευαισθητοποίησης, της συστράτευσης, της δράσης μας για την διάσωση της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Ας είναι το τελευταίο μνημείο μας που σκυλεύεται.

Βασίλης Λιόγκας, Δημοτικός Σύμβουλος Καβάλας 

«…Και τώρα ο Μεγάλος Μελλοθάνατος απόλυτα ψύχραιμος περίμενε. Τι είχε να σκιαχτεί; Πιο έτοιμος για θάνατο ποτέ δε θα ‘ταν. Τα σιλώ, το ‘να δίπλα στ’ άλλο δεόταν με κατάνυξη, σάμπως Αγιορείτες καλόγεροι. Το μηχανοστάσι άφηνε τον ήλιο καθώς έπεφτε πίσω απ’ το Παγγαίο να φλογίζει τα τζάμια του που λαμπάδιαζαν μ’ όλη τη λάμψη, πες, κάθε στερνής αναλαμπής.

Πάνω στις λοφοσειρές η αναμονή πολλαπλασίαζε την ανησυχία του ταραγμένου όχλου. Οι άντρες το ίδιο μουτρωμένοι κι αμίλητοι. Απ’ τις γυναίκες, οι λεύτερες με τα πλεχτά τους, οι άλλες με τα βυζασταρούδια στη ρώγα κουβέντιαζαν. Και τι δεν άκουγες! Για τον σερ Κάλλιμαν, τον ιδιοχτήτη, που ανύποπτος θα γλεντοσέρνονταν σε ποιο καμπαρέ της αλεξάνδρειας, για τη γυναίκα του που κάποτε προπολεμικά με τασκάνδαλά της ανατάραξε τα στεκάμενα νερά της επαρχίας. Κι άλλα. Μιλούσαν. Μιλούσαν. Ήταν κι αυτή μια διάξοδος. Πάντα το στόμα στάθηκε μια διέξοδος όταν ο εγκέφαλος αρνιόταν τη σκέψη. Κι όσο παρλάραν, άπλυτα, ξιπόλυτα παιδαρέλια τρυπώνουν στα σκέλια τους και ρώταγαν αδήμονα πότε, μα πότε θα δουν το Μεγάλο Θέαμα. Κι οι γονείς θλιβόταν με τη χαρά των παιδιών τους.Νύχτωσε. Ο κόσμος αγάλι-αγάλι άδειαζε τα χαμοβούνια, απογοητευμένος.

Το ξέραν: Τα’ άλευρα θα σωνόταν. Πολλοί θα χάναν τη δουλειά τους, θα πεινούσαν. Μα ωστόσο! Ωστόσο τι σπάνιο θέαμα θα ‘ταν να βλέπεις ετούτο τον κολοσσό να θρυψαλιάζεται στον αέρα. Μόνο να τον βλέπεις! Ροβόλαγαν έτσι παρέες-παρέες με την αίσθηση πως κάποιος τους είχε κοροϊδέψει, όταν ακούστηκε μια κραυγή: ο μύλος. Πετούσε από στόμα σε στόμα. Ηλέκτριζε τα χείλη. Ο Μύλος. Ο Μύλος. Στρέφουν απότομα. Τον βλέπουν έκταχτα φωτισμένο να γητεύεται στ’ ατάραχα νερά του Αιγαίου σαν τίποτα να μη συνέβηκε στο μεταξύ. Σα να ‘χε μόνο ξυπνήσει από ‘να κακό εφιάλτη…».

Βασίλης Βασιλικός, «Τα Σιλώ», Εκδόσεις Γ. Λαδιάς & Σια, Αθήνα 1976