Η κινούμενη άμμος του Διαμαντη Αξιώτη


 

Του Λευτέρη Ξανθόπουλου

 


Οι δεκαεννέα ιστορίες που συγκροτούν το σώμα του τελευταίου βιβλίου του Διαμαντή Αξιώτη « Με χίλιους τρόμους γενναίος», θα μπορούσαν εύκολα να προσομοιωθούν με δρομείς. Όχι όμως δρομείς κοινοί μιας οποιασδήποτε κούρσας αλλά σκληροί σκυταλοδρόμοι μεγάλων αποστάσεων, και εξηγούμαι: Η κάθε ιστορία, μόλις πλησιάζει στο φινάλε της παραδίδει την σκυτάλη στην επόμενη ιστορία. Την απάντηση που ζητάει ο αναγνώστης θα την βρει λίγο πιο κάτω, στο επόμενο ή στο μεθεπόμενο διήγημα. Όλες αυτές οι ιστορίες μαζί ανήκουν σε μια ομοιογενή και άρτια αγωνιστική αλυσίδα με ισότιμους κρίκους.

Το καινούργιο βιβλίο του Αξιώτη, χάρη στους αφανείς και αόρατους συνδέσμους που συνδέουν και τα 19 διηγήματα μεταξύ τους, μπορεί να διαβαστεί σαν ενιαίο μυθιστόρημα με ισάριθμα κεφάλαια, είτε μυστηρίου είτε αστυνομικής υφής. Ας προσπαθήσουμε παρακάτω να χαρτογραφήσουμε το παράξενο αυτό ανάγνωσμα με τις σκοτεινές διαδρομές, που προτιμάει να κρύβεται, να παίζει μαζί μας τους κλέφτες κι αστυνόμους και να μην θέλει να μας αποκαλύψει εύκολα την αλήθεια του.

Ο Διαμαντής, έχοντας κατοχυρώσει το μετερίζι του κάπου ψηλά στη Βόρεια Ελλάδα, ακούει και βλέπει πολύ πιο πέρα. Η περιοχή του συγγραφέα αποτελείται τόσο από τον εξωτερικό γεωγραφικό χώρο στον οποίον ζει από την γέννησή του μέχρι σήμερα όσο και από τους εσωτερικούς του χώρους, τη λογοτεχνική αρένα δηλαδή, τους διαφορετικούς κόσμους εντός του που συνθέτει, ανασυνθέτει και αναπαράγει για λογαριασμό του αναγνώστη.

Τα τοπωνύμια, οι περιγραφές περιοχών, ανθρώπων και καταστάσεων, (ρεαλιστικές ή φανταστικές, δεν έχει καμία σημασία) με τις οποίες ζει και μέσα στις οποίες περιφέρεται ο Δ.Α, γίνονται οικουμενικοί τόποι. Ανάμεσα στις αράδες αναπνέουν συγγραφείς και κείμενα άλλων εποχών, προσθέτοντας στην οικουμενικότητα της γραφής, την απεραντοσύνη τους. Το διήγημα που δανείζει τον τίτλο του στο βιβλίο, εξαιρετικά κρυπτικό, σκοτεινό και κλειστό, δεν μας παραδίδεται. Μήπως πλησιάζει πολύ κοντά στον Άρθουρ Καίσλερ και κινδυνεύει να αναφλεγεί;

Ο Αξιώτης όπως και ο διπρόσωπος θεός Ιανός Ετρούσκων και Ρωμαίων, έχει δύο πρόσωπα. Καθώς το ένα πρόσωπο γελάει, το άλλο κλαίει. Το ένα μάς κλείνει πονηρά το μάτι σε πνεύμα αλληλεγγύης και συνενοχής ενώ το άλλο μάς βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα και μας χλευάζει. Ο συγγραφέας κρύβεται πίσω και από τα δύο αυτά προσωπεία εναλλάξ, κεντάει με χρωματιστές κλωστές τον σημερινό χάρτη της μητέρας Ελλάδας και συστηματικά μας αποκρύπτει.

Η πρόζα του κατάγεται από την ποίηση μέσα από την οποία, ως ποιητής και ο ίδιος, ξεκίνησε με τις πρώτες του λογοτεχνικές καταθέσεις στη δεκαετία του ’60. Εδώ, στο σημερινό βιβλίο, μετά από τα διαδοχικά πεζά που εξέδωσε, επιχειρεί με τους σκυταλοδρόμους του, ερήμην του ίσως και αυτό είναι το παράδοξο, τη μεγάλη σύνθεση.

Ο Διαμαντής ανασύρει το κρυμμένο, το μισοτελειωμένο, το ξεχασμένο, το παραμελημένο, πολύ συχνά το ανήκουστο, ιδιότητες και τεχνικές οι οποίες κατάγονται από το ποίημα και γονιμοποιούν την πρώτη του ύλη, που βρίσκεται βαθιά ριζωμένη μέσα στο καθημερινό και στο ταπεινό. Από κάτω κοχλάζει η ποίηση.

Αυτό που θέλω τόση ώρα να πω και για να κλείσω, ότι ο Διαμαντής Αξιώτης μιλάει για μια Ελλάδα που έπαψε πια να αρθρώνει τον κοινό λόγο, έστω και να τον ψιθυρίζει, μόνο ουρλιάζει σπαραχτικά και άναρθρα, παραληρεί τρελά καθώς βυθίζεται χωρίς να το ξέρει, μέσα σε μια κινούμενη άμμο όλο και πιο βαθιά κάτω από τα πόδια της, που καθ’ ολοκληρίαν μας καταπίνει.