Το δικαίωμα στην αυτοβιογραφία

Ο Διαμαντής Αξιώτης γράφει για τον Λευτέρη Ξανθόπουλο με αφορμή τη νέα, αναθεωρημένη έκδοση του «Αγγέλου των πρώτων ημερών»


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Από το 1965 ο, σε ηλικία 23 ετών, Λευτέρης Ξανθόπουλος, αναλογιζόταν με ποιητικό τρόπο εκείνο που του είχε πει ο πατέρας του: αγαπώ τον ξεραμένο καπνό, και έγινε καπνεργάτης. Τη μητέρα του που γύρεψε παιδιά, ταίρι, σπιτικό και ζευγάρωσε με τον πατέρα. Το σπίτι της Καβάλας που μπογιατιζόταν κάθε χρόνο. Ο πατέρας βγήκε στη σύνταξη και η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες εκείνου του σπιτιού. Το ίδιο και ο ποιητής. Στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πολιτεία. (Αντίψυχα, εκδ. Ανδρομέδα 1972)

Μεσολάβησαν άλλες έξι ποιητικές συλλογές, μελέτες, δοκίμια για τους Αλμπέρ Καμύ και Νίκο Κούνδουρο, παιδικά εικονογραφημένα. Και το καλοκαίρι του1994 τον επισκέπτεται ένας  «Άγγελος», που τον καλεί, μέσα από μία ημιτελή παρτίδα σκάκι, σε ένα διάλογο με την βόρεια πόλη που τον σημάδεψε ανεξίτηλα, τον στιγμάτισε τόσο ώστε να την κουβαλάει στην πλάτη ως περιπλανώμενος φερέοικος που δεν τον χωράει ο τόπος. Κι εδώ ο πεθαμένος πατέρας παρών -πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά;- που ο συγγραφέας τον παρακαλεί να «σηκώσει το κεφάλι του να τον ακούσει, να τον δει, να τον κρίνει…». Να επιβραβεύσει την γόνιμη πορεία του.

Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, μέσα από καλπάζουσες μνήμες, που παλινδρομούν αέναα μπρος πίσω, επικαλείται το ιερό του πένθος. Ένα πένθος σημερινό το οποίο συνομιλεί με το παρελθόν. Ανακαλεί οικεία, αγαπημένα πρόσωπα, φίλους, τόπους, σημάδια στο παιδικό γόνατο, τραύματα στην ψυχή του. Συνδιαλέγεται μαζί τους ώστε να τα φέρει κοντά του, να τα ζωντανέψει για να μας τα συστήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο θα κάνει λιγότερο οδυνηρή την απουσία τους. Από ένα σημείο και μετά ταυτίστηκε τόσο πολύ μαζί τους, που σήμερα πια όλα αυτά είναι ο ίδιος. Με προεξέχοντα πάντα τον πεθαμένο πατέρα του. Σε βαθμό που θα περίμενε κανείς η μορφή του να καταλαμβάνει τον ολοκληρωτικό χώρο των ενδιαφερόντων του. Όμως μήπως, εν τέλει, ο πατέρας είναι το πρόσχημα; Ο οποίος, χωρίς να παραπέμπει σε κάποιο είδος προσωπικής μνήμης, επιμένει να επιστρέφει συνεχώς. Ποιον ακριβώς ρόλο παίζει εκείνος και οι υπόλοιποι του ίδιου περίγυρου που λιγότερο μιλούν και περισσότερο σημαίνουν; Αυτό θα το διαπιστώσει πλήρως κάποιος αν ανατρέξει στις σελίδες του πρώτου πεζογραφικού έργου του Λευτέρη Ξανθόπουλου:  Άγγελος των πρώτων ημερών. (Πρώτη έκδοση, Λιβάνης 1999, δεύτερη αναθεωρημένη, Γαβριηλίδης 2016)

Τα δέκα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση μέχρι τη δεύτερη, ωρίμασαν θαρρείς τη σκέψη του, όξυναν τη ματιά του, αποτίναξαν το περιττό.

Μέσα από μια πλούσια ποιητική διαδρομή κάλεσε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος τη φανέρωση του φωτός, την πνοή του ανέμου, τον διαρκή φύλακά του, που ονόμασε  Άγγελο των πρώτωνημερών και τον έθεσε στην υπηρεσία τού ομότιτλου πρώτου αφηγήματός του. Ζούσε πλέον σε άλλη πόλη -την Αθήνα- και τον παρακάλεσε να επιστρέψουν μαζί στα πρώτα βήματα που συντελέστηκαν στα χώματα της Μακεδονίας και στις επάνω θάλασσες του βορεινού Αιγαίου -στοιχεία δυσεύρετα στον νέο τόπο. Ήταν χειμώνας και του ζήτησε να εκραγούν μαζί στα πρώτα καλοκαίρια της ζωής τους. Εκεί όπου η αχλύ τού φωτοστέφανου προσδίδει βάσανο και αγιοσύνη.

Όλα τα παιδιά εκείνων των χρόνων -ή μήπως όλων των εποχών;- λες και έχουν τα ίδια βιώματα. Ακούν τα ίδια πράματα, οσμίζονται τις ίδιες μυρωδιές, κολυμπούν θαρρείς στις ίδιες θάλασσες. Βλέπουν τους μεγάλους μεγαλύτερους, τους θαυμάζουν, τους μιμούνται και τους ακολουθούν. Ανακαλύπτουν, την κατάλληλη στιγμή, κάποιο απαγορευμένο Χτυποκάρδι, συναντούν εκεί κάποια κυρία Σούζι και αναλαμβάνουν το ρόλο κάποιου Μπερνάρ για να αναβλύσει η πρώτη έκρηξη της πυρακτωμένης λάβας που τους καίει τα σπλάχνα. Και περιμένουν, λες, να έρθει κάποιος γραφιάς να τους θυμίσει τα ανομήματα των πρώτων ημερών, να τα ονοματίσει, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος για να απαλλαγούν μια και καλή από τις βασανιστικές τους τύψεις.

Εδώ προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο ένα συγγραφέας έχει το δικαίωμα να αυτοβιογραφήται, και πόσο; Η απάντηση ενδεχομένως να είναι αρνητική. Η οποία ανατρέπεται με την ανάγνωση του Αγγέλου. Αλλάζει άρδην η οπτική και τάσσεται ανεπιφύλαχτα υπέρ της αυτοβιογραφίας. Αρκεί το αυτοβιογραφικό να μεταλλάσσεται ώστε αντί να καταλήγει στην απλή εξιστόρηση της ζωής του, να οδηγεί στην ανάλυση και την ανασύνθεσή της μέσα στη ζωή των άλλων. Ταυτοχρόνως να φέρει αναλυμένη και ανασυντεθεμένη τη ζωή άλλων ανθρώπων μέσα στη δική του ζωή που έχει γίνει και ο ίδιος ένας ήρωας του έργου. Με αυτό τον αυτοβιογραφικό τρόπο ο συγγραφέας δεν προβάλλεται ως σημαντικότερος όλων, δεν πάει να ξαφνιάσει τους αναγνώστες του, να τους εντυπωσιάσει με τα πάθη και τις γνώσεις του. Οφείλει να τους δείχνει το πόσο κοντινός και ταυτοχρόνως πόσο μακρινός, πόσο όμοιος και πόσο ανόμοιος είναι μαζί τους. Ακόμη περισσότερο, πόσο είναι με τους άλλους. Έτσι η αυτοβιογραφία τού συγγραφέα δεν καταλήγει σε μια αυτοβιογραφία αλλά σε μία ετεροβιογραφία που κάνει τους αναγνώστες να συνειδητοποιούν όχι τόσο ποιος είναι εκείνος αλλά ποιοι είναι αυτοί, να γνωρίζουν όχι μόνο την εποχή που έζησε εκείνος αλλά την εποχή που ζουν οι ίδιοι μαζί του.

Εδώ ενεδρεύει ο κίνδυνος το έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο να καταλήξει σε μια συμβατική αυτοβιογραφική εξιστόρηση. Αυτά σκεφτόμουν, αναλογιζόμενος την αποδοχή και ανταπόκριση των άλλων. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τους εκτός της αναφερόμενης πόλης παροικούντες. Εκτός κι αν αποδεχθούμε πως όλοι οι τόποι, οι ήχοι και οι μυρωδιές των πρώτων χρόνων είναι όμοιοι και κοινοί για όλους. Ακόμη και οι πρώτοι νεκροί. Πως όλοι τους είναι σαν τη δροσιά που πέφτει στον κάμπο και από κει την παίρνει ο ήλιος. Αγαπάμε εκείνους και εκείνα που τείνουν να πεθάνουν, τους φανταζόμαστε θλιμμένους και καρτερικούς συνοδευόμενους από τις μυρωδιές του κάμπου μας, από τα γλυκύτερα τρεχάμενα νερά και από έναν αστροβόλο ουρανό ο οποίος λαμβάνει επάνω από τα κεφάλια τους την έκσταση μιας Ανάστασης. Κι έτσι κυκλικά, με μια αναστάσιμη έκταση, επανήλθα, με ανακούφιση, στις πρώτες μου σκέψεις, αναλογιζόμενος: το μαχαίρι κόβει ή η πληγή; η φύτρα ριζώνει ή το χέρι; οι νεκροί είναι κλειδωμένες πέτρες ή παράθυρα στο όνειρο;

Διαπιστώνοντας, επιπροσθέτως πως, οι νεκροί του Λ. Ξανθόπουλου αποτελούν τον δείκτη και, ταυτοχρόνως, μια μεταφορά. Ως δείκτης, ως αφανής συνοδεία περιγράφουν το πλαίσιο εντός του οποίου συντελούνται τα γεγονότα: το άγχος του θανάτου, η έντονη αίσθηση της ατομικής και συλλογικής φθοράς, η διαστολή της ιστορικής μνήμης, αλλά και η ερωτική ματαιοπονία ή οι αθόρυβες πλην δραστικές απώλειες της καθημερινής ζωής. Ως μεταφορά θεμελιώνει το πνεύμα των ίδιων γεγονότων -ο πατέρας, στην προκειμένη περίπτωση, θα γίνει η αρχή και το τέλος της ύπαρξης και το στέγαστρο ή ο θόλος του κόσμου: ένας ζωτικός, αναντικατάστατος πόρος μέσω του οποίου αναπνέει τόσο το σώμα όσο και η συνείδηση.

Η μεγαλύτερη δυσκολία στην Τέχνη είναι η περιγραφή. Η επιλογή τής σύνθετης περιγραφής πρέπει να είναι ο άλλος δρόμος προς την απλότητα και το μεγαλύτερο ζητούμενο να παραμένει η απόλυτη λογοτεχνική πρόταση. Αυτή του Αγγέλου των πρώτων ημερών.

Μ’ αυτές και με κείνες τις σκέψεις, αφέθηκα να απολαύσω τους Γάλλους χάρτινους ήρωες του Λευτέρη Ξανθόπουλου, την καταβρεχτήρα του κυρίου Αντώνη Ουλκέρογλου που δρόσιζε τους ακίνητους δρόμους μιας μικρής πολιτείας, την καταπληκτική σκηνή τής καταιγίδας, να παρακολουθήσω τον πατέρα του συγγραφέα στα μπαΐρια της Αγίας Βαρβάρας, για να τον ακολουθήσω κατόπιν στους δρόμους της Αθήνας κομψό και αλαφροπάτητο. Να γίνω μάρτυρας του πρώτου ξυρίσματος του έφηβου Λευτέρη και του πρώτου περάσματός του στην επικίνδυνη βεβαιότητα, τότε που η γη γύρισε ανάποδα, ανεπιστρεπτί. Και τον κατέταξε στους ξένους, Όπως δέντρο / μισό στο χώμα / μισό στο φως  και  περιμένει.

Επίλογος

«Εδώ, μπροστά στον καθρέφτη, μαζί με το σημαδεμένο μου πρόσωπο, βλέπω για πρώτη φορά καθαρά πως ό,τι ως χθες ήταν ένα παιδικό και ανέμελο παιχνίδι γίνεται τώρα μια επικίνδυνη βεβαιότητα, και γύρισε τότε η γη ανάποδα, ξεσήκωσε καταιγίδες, ξεσήκωσε τρικυμίες και θύελλες, ξεσήκωσε μεγάλη ταραχή στην τρομαγμένη μου ψυχή που μεγάλωσε».