«Όλα τα δανεικά πάνω στη γη»: Ζωής ανοικτοί λογαριασμοί από τη Γεωργία Τριανταφυλλίδου

Κριτική του Μπίλλυ Μητσικάκου για τη νέα συλλογή της ποιήτριας «Δανεικά αγύριστα» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη

Τρυπάει το πιρούνι – πιο αστέρι 
που πέφτει να καρφώσει την ευχή

ΗΤράπεζα της λογοτεχνίας -και δη η συγχρονική μιας ιστορικά προσδιορισμένης εποχής- παρουσιάζει ως επί το πλείστον μια αμήχανη ακαταστασία, ανάλογη σχεδόν του οικονομικού συστήματος, τόσο που το πηλίκο των δημιουργών που «μες το ολικό ποσό/ δεν αριθμήθηκαν» να παραμένει αβέβαιο και ανοικτό. Εντούτοις, η περίπτωση της πολιτογραφημένης πλέον καβαλιώτισσας Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, η οποία με την τρίτη της συλλογή «Δανεικά Αγύριστα» αγγίζει το κατώφλι της ωριμότητας του έργου της, φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις του αναστήματος ενός δυνατού ποιητικού «κεφαλαίου».

Σε αυτή τη suis generis συλλογή το καταθετικό κοίτασμα των τριάντα εννέα ποιημάτων μοιάζει εν πρώτοις ετερόκλητα αποταμιευμένο με την ποιητική να τραντάζεται περιοδικά από τα κελεύσματα (μετα)μοντέρνων ανοικειωτικών τεχνημάτων (δείγματος χάριν, το διακειμενικό κολλάζ του «Εγώ κάνω ό,τι σου λέει», ο ενσφηνωμένος από τον κώδικα της αρίθμησης τίτλος «15:14», η υλικότητα, αυτοαναφορικότητα και κατασκευαστικότητα της γλώσσας και κατά προέκταση της ποίησης και του κόσμου, τα poèmes en prose) οι κραδασμοί των οποίων, ωστόσο, καταγράφονται και αφομοιώνονται από τον παλμογράφο του νηφάλιου ελέγχου μιας πεπαιδευμένης γραμματολογικής εξοικείωσης (η ίδια είναι, άλλωστε, φιλόλογος). Ανάλογα στοιχήματα ακολουθεί και η οικονομία της γλώσσας η οποία αναδεικνύεται υπόγεια αλλά αισθητά σε κομβικό διακύβευμα: από το περιγραφικό ευρυγώνιο άνοιγμα στο μονοπυρηνικά απότομο κλείσιμο του διαβήτη και από την ευανάγνωστη ακολουθία σε -συγκρουσιακά σχεδόν- απρόσμενες αλλά πετυχημένες λεξιλογικές συναδελφώσεις («κεφάλια νούφαρα», «καστόρινη διάθεση», «ενώτια της λαγνείας») η γλώσσα σχοινοβατεί ανάμεσα στο καθοδηγητικό πλεόνασμα και το εγρήγορο χρεωστικό με ισορροπητικό ζυγό στιγμές και στίγματα επιφοράς, μιας μουρμουριστικής, επαναληπτικής επίκλησης: «Ως το δέντρο. Μ’αγαπάς;/ Ως το βουνό. Μ’αγαπάς;/ Ως τον ουρανό. Μ’αγαπάς;/ Πάντα κάτι εμποδίζει την αγάπη/ όταν δεν υψώνεται κατακόρυφα/ να εκτείνεται σε θαλάσσιο πλάτος.».

Εν συνεχεία, η θεματολογία παρουσιάζεται αρχικά επίσης ατελώς δεκαδική· μολαταύτα, ήδη από τα πρώτα τρία ποιήματα, δημιουργείται η υποψία «κόκκινων νημάτων» (λ.χ. τα μοτίβα του άσπρου/λευκού και του ματιού) τα οποία κλωθογυρίζουν το υλικό συσσωρεύοντας -ασταθείς βέβαια μέσα στη σχετική σταθερότητά τους- σερμαγιές θεμάτων. Στο τρίπτυχο «Ερωτική πόλη», για να ξεκινήσουμε τον ισολογισμό, με τον παρενθετικό υποτιτλισμό μιας δίβουλης αντιφώνησης «(να είναι ή να μην είναι;)» το πολεοδομικό ενδιαίτημα περνάει στην επικράτεια της ερωτικής επιθυμίας και του ερωμένου προσώπου το οποίο, όμως, «πρέπει να κρεμαστεί απ’ τις τιράντες μου» και το οποίο σαρκώνεται «προλεταριακά» στους οδηγούς αστικών λεωφορείου που ξέρουν να κουβαλούν στις πλάτες τους «μόνο κάτι σώματα όρθια στο διάδρομο που πεθαίνουν της πείνας μεσημεριάτικα μα ξέρουν, ήδη, στο πετσί τους τι έρωτας θα φορεθεί». Μάλιστα, στην εν λόγω τριάδα ποιημάτων έχουμε τη συγκατοίκηση (παρόμοια με το πολυώνυμο αμάλγαμα της πόλης και των ερώτων της ή της απουσίας τους) ελεύθερου στίχου, πεζού ποιήματος και ενός καρυωτακικής κοπής υφολογικού και στιχουργικού γυμνάσματος: «Κι εγώ που γεννήθηκα σε μια ανέραστη πόλη/ -άλλο ψέμα-/ θα δαγκώσω τα χείλη που την είπανε τσόλι/ ως το αίμα.». Η (νυχτερινή) flânerie στο νεωτερικό άστυ θα συνεχιστεί στη «Στρατηγική της πόλης» την οποία το ομιλούν πρόσωπο «καταλαβαίνει ως την κατάρρευση» και που αναδεικνύεται σε κατεξοχήν σκηνικό όπου «σήμερα βαθαίνει η ρίζα του δράματος». Από την ανθρώπινη κατάσταση εν τη πόλει στην ακραιφνώς ανθρώπινη συνθήκη: η ποιητική συλλογή της Τριανταφυλλίδου διακρίνεται από την χρωστική ενός όχι ουμανιστικού αλλά μετανεωτερικού ανθρωπισμού ο οποίος διατηρεί το βάθρο της ατομικότητας με το συνακόλουθο γιαταγάνι μοναξιάς και ελευθερίας («επιτέλους, ελευθερωνόμαστε./ Οι άνθρωποί μας φεύγουν.») άμα και επιζητεί να διατηρηθεί «αυτό το απρόσωπο/ μα υπαρκτό μας δέσιμο» ανάμεσα σε ανθρώπους του «φαντάζομαι» και του «με φαντάζονται» οι οποίοι μάλιστα σε δύο περιπτώσεις συγκεκριμενοποιούνται διαμέσου ενός βιολογικού ντετερμινισμού («εξ αίματος») στην πατρική/ μητρική φιγούρα (ή και αρχέτυπο).

Ποιότητα ανθρώπινης επικοινωνίας ως μείζον του ελάσσονος συνιστά η σταθερή κατά μήκος της συλλογής ποιητική του ενσώματου πάντοτε βλέμματος: από το κανιβαλιστικό βλέμμα του «έτσι ήσυχα τρώει ανθρώπους/ το χορτοφάγο βλέμμα του» και τη φαντασίωση της παρατοποθετημένης ανθρώπινης ματιάς («Η πίτα και ο σκύλος») που λυτρώνει τις ανθρώπινες σχέσεις από το καταδιωκτικό παρελθόν αλλά και τις στερεί του υποσχόμενου μέλλοντος απαλείφοντάς το ως «τόκο» και αφήνοντας μόνο το παρόν μιας διεστραμμένης ενατένισης (στην παροντικότητα και την οικονομική ορολογία ως πυλώνες θα επανέλθουμε κατωτέρω) έως τα αφαιρετικά αλλά και σωματικά σημεία όπου όραση και τυφλότητα διαλέγονται στις εστίες τους ανταλλακτικά («Τυφλό σημείο»). Η ποιητική του βλέμματος, λοιπόν, δεν επενεργεί με επουλωτική ενοποίηση αλλά διαρρηγνύει τις ισοδυναμίες ορώντων-ορωμένων και κατασκευάζει σχεδόν κυβιστικά εκ νέου κατηγορίες όρασης αλλά και ορατών ορώντων, όπως οι φωτογραφίες ως ορατά ίχνη όρασης αλλά και φακός συναίρεσης και επαναπροσδιορισμού του βλέμματος. Δύο ακόμη εγγραφές στα ποιητικά κατάστιχα της συλλογής της Τριανταφυλλίδου: το αλισβερίσι των ποιημάτων ποιητικής και οι συναλλαγές του ερωτικώς επιθυμητικού. Η ποιητολογία συνιστά μια σταθερή συνοδευτική φωνή η οποία είτε σε δεύτερη κλίμακα ως ένθετη βινιέτα είτε ως κατεξοχήν οργανωτικός σπόνδυλος γυμνώνει τους στοχασμούς και τα εργαλεία αυτών των «ατρόμητων επινοητών», «τόσο ευάλωτων στη βραδινή ψυχρούλα» που μιλούν σε ένα ομαδοποιητικό «εμείς» ενώ φτάνει και σε στιγμές καβαφικής διαφάνειας της διαδικασίας ποιητικής παραγωγής, ιδίως όταν «υπάρχουν πρόσωπα εμπνευστικά/ υπερβολικά εμπνευστικά για να μην μπουν στο ποίημα». Αξίζει να σταθούμε σε δύο ενσταντανέ σπάνιας ποιητολογικής επιφάνειας και τεχνουργίας: αφενός το ποίημα «The voice» ενσωματώνοντας παιγνιωδώς τους κώδικες της ποπ κουλτούρας τόσο με την τιτλοφόρηση του όσο και με τον περίπατο του πρόσφατα αποθανόντος Alan Rickman στην Τούμπα θεματίζοντας το βουβό γράμμα του κάθε ποιήματος, μιας φωνής αδιαμαρτύρητα δάνειας αλλά και δανεικής στα παραστασιακά της συμφραζόμενα και αφετέρου το τρίπτυχο «Χειλικά» όπου οι ίδιες οι (ιδιαιτέρως αισθησιακές) κινήσεις της εν λόγω κατηγορίας φωνητικών αρθρωτών (π, β, φ) υπαγορεύουν με τη δυναστεία τους το σκάρωμα της ποιητικής σύνθεσης γύρω από τις σκαλωσιές της «πόρτας», του «βάσανου» και της «φωτιάς». Ακολούθως, η ερωτική επιθυμία ως καταστατική μεταβλητή αυλακώνει τα ποιήματα της συλλογής εναλλασσόμενη σε όρια και όρους, σε ζημίες και κέρδη. Από τους «ελαφρούς αναπάντεχους» του πρώτου ποιήματος που έρχονται σαν τα χιόνια, σε στιγμές σύγκρουσης και αποχωρισμού, σε έρωτες δρομαίους όχι με την πρώτη αλλά με την τελευταία ματιά, στην βουλητική επιταγή «Θέλω να πνιγώ σε μια λίμνη από άνδρες» και στην «ερωτική ασφυξία» ενός «πορφυρού κόμπου/ στον λαιμό του» που παραπέμπει στην γενεαλογία των εγγραφών ερωτικής βίας και της σαλωμικής καρατόμησης μέχρι το εναρμόνιον κράμα ποιητολογίας, ερωτισμού και δυτικών αμαρτημάτων του «Φιλεόρτιου βίου», η χρωστική της επιθυμίας σκιαγραφεί ογκομετρικά τα ποιήματα με κυρίαρχη σωματική διάσταση δίχως ωστόσο ουράνιες, αγιοποιητικές εκτινάξεις ούτε χθόνιες βυθομετρήσεις του σκοτεινού εαυτού. Πρόκειται, ούτως ειπείν, για έναν ερωτισμό που μετατοπίζεται σε οριζόντιο άξονα, για έναν degré zéro της επιθυμίας, όχι με όρους έντασης αλλά γήινης προοπτικής στα μέτρα του καθημερινού, ή με τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας: «οι λυρικοί τόνοι μετατοπίζονται σαν έπιπλα/ από το μάτι στην καρδιά/ κι από εκεί έξω στην άπλα της αυλής μας».

Η ποιητική της Τριανταφυλλίδου δεν είναι ούτε της πτήσης ούτε της πτώσης, πρόκειται για μια ποίηση που εφορμώμενη από την λευκή, δροσερή όψη και αφή ενός τοίχου θα διαστείλει τον φακό της σε πρωτόγνωρα ανοικτές γωνίες καταργώντας τα σημεία φυγής (ή δοξάζοντας την απουσία τους) για να συλλάβει (κι όχι να συμπεριλάβει) «ένα ασπράδι του ματιού εκτεταμένο»· τελικά για μια ποίηση του πλάτους και του φάσματος του βάθους αυτού. Ακόμη, θα μπορούσαμε να δέσουμε τον κόπο της Τριανταφυλλίδου στο κομποσκοίνι μιας ποιητικής γραμμής της féminité (αν μπορούμε μετά τα μεταδομιστικά κεκτημένα των σπουδών φύλων να κάνουμε λόγο για «γυναικεία λογοτεχνία») την οποία σίγουρα χωνεύει αλλά και απλώνει· με άλλα λόγια, η ποίηση της Τριανταφυλλίδου μου φαίνεται ότι κάνει λόγο περισσότερο για τον μετανεωτερικό -και γιατί όχι- αριβίστα άμα και πληγωμένο Άνθρωπο ο οποίος στερημένος της υποσχόμενης μελλοντολογίας αλλά και της θεραπευτικής ψευδαίσθησης μιας παρελθοντικής αναβίωσης -όπως, άλλωστε, το έχει επιβάλλει εν πολλοίς το ιστορικό μας συγκείμενο- στενοχωρείται (ή και λυτρώνεται) στον κλοιό της ενθαδικότητας και παροντικότητάς του: «Δεν αφήσαμε παλιοσίδερα εμείς/ λιώσαμε μαζί με τη στιγμή μας».

Σε αυτό το πλαίσιο ποιητικής οικονομίας μπορεί να ερμηνευθεί και ο τίτλος της συλλογής ο οποίος φυλλομετρώντας αρχικά τα ποιήματα φαίνεται ανοικονόμητος αλλά αποκαλύπτει την απόδοση του κεφαλαίου του μόλις στην τελευταία σελίδα. Τίτλος γνώριμος από τη λαϊκή σοφία όσο και με ανοίκεια διάταξη (χωρίς παύλα ή παρατακτική συνδετική λέξη) έτσι ώστε ο αναγνώστης να βρίσκεται σε «απορία» σχετικά με το ποιο από τα δύο συνθετικά λειτουργεί ως επίθετο και ποιο ως ουσιαστικό, δεδομένου ότι (αν μη τι άλλο ως καθ’ εαυτά γλωσσικά σημεία) ισχύουν δύο ισοδυναμίες ταυτόχρονα κι ό,τι δεν είναι το ένα είναι το άλλο· επιπλέον, η οικονομική μεταφορά είναι γνωστή στην ποίηση ήδη από τον Καβάφη και τον καρυωτακικό γραφειοκρατισμό φτάνοντας έως την μεταπολεμική και σύγχρονη ποίηση με διττή όψη, ως δείκτης διάβρωσης και αποσταθεροποίησης του συναισθήματος και της εμπειρίας άμα και ως ανατρεπτικός μηχανισμός των εξουσιαστικών πρακτικών με τα ίδια τους τα μέσα, ενώ και η προηγούμενη συλλογή της Τριανταφυλλίδου αντλεί από την δικονομία φέροντας το παρακειμενικό κατώφλι του τίτλου «Δικαίωμα προσδοκίας».

«Δανεικά Αγύριστα», λοιπόν: στην ανθρώπινη (συν)αναστροφή το βίωμα, η εμπειρία, το συναίσθημα είναι πάντα μια επένδυση με αρνητικό εκτόπισμα, ένα «κόκκινο δάνειο» που θα παραμείνει ες αεί χρεωστικό, καθώς η μετάγγιση στο οριζόντιο δίκτυο των ατομικών σχέσεων συνεχίζει εις το διηνεκές με όρους διαρκούς διολίσθησης και έλλειψης, σε ένα διαρκές παιχνίδι διαφωράς (με τον τρόπο του Derrida) όπου ο ισολογισμός ανάμεσα σε χρέη και εισπράξεις δεν κλείνει ποτέ. Κάτι ανάλογο ίσως κάνει και η ίδια η ποίηση: στο συνεχές μοίρασμα της τράπουλας, στο ανοικτό πάντοτε παιχνίδι παίρνει μια θέση και η α-τελής και α-τελείωτη συναλλαγή. Γι αυτό και η ποιήτρια καταλήγει: «Και μόνο τώρα νιώθω στο πετσί μου/ γιατί όλα τα δανεικά πάνω στη γη/ πρέπει να μένουν εξαρχής αγύριστα».

Πρώτη δημοσίευση στην ηλεκτρονική έκδοση του Arctore Magazine