Το «Άκυρο αύριο» είναι άσκηση και εκδήλωση του ήθους του Κοσμά Χαρπαντίδη πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του

Λίγες σκέψεις του Ευριπίδη Γαραντούδη για το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα

Αυτή η κριτική παρουσίαση του μυθιστορήματος του Κοσμά Χαρπαντίδη Το άκυρο αύριο είναι μια ευκαιρία να εκφράσω τη γνώμη μου για έναν καλό μου φίλο και συνάμα για έναν πολύ αξιόλογο σύγχρονο Έλληνα πεζογράφο. Οι δύο αυτές όψεις της σχέσης μου με τον άνθρωπο και το λογοτεχνικό έργο του, η όψη της φιλίας και η όψη της αισθητικής άποψης και κρίσης, ως ένα σημείο διασταυρώνονται εύλογα και αναπόφευκτα. Επειδή οι ιδιωτικοί όροι της φιλίας προφανώς δεν ενδιαφέρουν δημόσια κανένα, υπάρχει ένα ουσιώδες κριτήριο, χάριν του οποίου αναφέρω αυτή τη φιλία εδώ. Επειδή πρόκειται για μια κυρίως πνευματική φιλία. Με άλλα λόγια, ο Χαρπαντίδης είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζω πολλά χρόνια, τον εκτιμώ βαθιά και έχουμε συνοδοιπορήσει σε έναν χώρο κοινών πνευματικών ενδιαφερόντων. Και η εκτίμησή μου για τον άνθρωπο, στη διάρκεια τριών περίπου δεκαετιών, συμβαδίζει με την πολύ θετική κρίση μου για το πεζογραφικό έργο του. Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι αυτό το έργο είναι άσκηση και εκδήλωση του ήθους του, του ήθους του Χαρπαντίδη πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του και, συνεπώς, και απέναντι στους άλλους, εν προκειμένω –αφού αναφερόμαστε σε λογοτεχνικά έργα– στους αναγνώστες.

Έρχομαι, λοιπόν, με αυτούς τους όρους να καταθέσω εν συντομία ορισμένες σκέψεις μου για το μυθιστόρημα Το άκυρο αύριο, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι στον χρόνο που μεσολάβησε από την κυκλοφορία του βιβλίου, τον Ιανουάριο 2017, μέχρι σήμερα, στο διάστημα από τα τέλη Φεβρουαρίου 2017 μέχρι το τέλος του έτους, γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο δεκατρείς βιβλιοκριτικές παρουσιάσεις και κρίσεις, ορισμένες από τις οποίες υπογράφονται από καταξιωμένα πρόσωπα του χώρου της λογοτεχνικής κριτικής, όπως ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και η Ελισάβετ Κοτζιά. Αυτή η ομόφωνα θετική και ποσοτικά αξιοσημείωτη κριτική απήχηση του μυθιστορήματος Το άκυρο αύριο είναι ασφαλής δείκτης της επιτυχίας του, αν μη τι άλλο στο περιβάλλον των περισσότερο ή λιγότερο συστηματικών ή ειδικών αναγνωστών. Πριν αναπτύξω τις σκέψεις μου, κατ’ ανάγκην συνοπτικά, για ό,τι θεωρώ βασικές εστίες ενδιαφέροντος του μυθιστορήματος Το άκυρο αύριο, είναι σκόπιμο να κάνω μια σχηματική αναδρομή στο προηγούμενο πεζογραφικό έργο του Χαρπαντίδη. Οι πριν από Το άκυρο αύριο πέντε σταθμοί του είναι τα σύντομα αφηγήματα με τίτλο Μανία πόλεως (1993), οι τρεις συλλογές διηγημάτων Οι εξοχές των νεκρών (1995), Το έκτο δάχτυλο (2002) και Κρυφές αντοχές (2011), και το μυθιστόρημα Τα δώρα του πανικού (2006). Η συγγραφική παραγωγή του Χαρπαντίδη συμπληρώνεται με μερικά ακόμα κείμενα, όπως θεατρικά αναλόγια για την πόλη της Καβάλας, όπου ο Κοσμάς διαμένει και εργάζεται ως δικηγόρος, ή για λογοτεχνικά πρόσωπα συνδεδεμένα με την ίδια πόλη, καθώς και ένα φωτογραφικό λεύκωμα με θέμα την Καβάλα και την Θάσο, που ο Χαρπαντίδης επιμελήθηκε και έγραψε τα συνοδευτικά κείμενά του. Ως περιφερειακά στο πεζογραφικό και το θεατρικό έργο του λειτουργούν τα κείμενά του πολιτιστικής δημοσιογραφίας δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα της Καβάλας. Έτσι λοιπόν Το άκυρο αύριο είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, σε απόσταση μιας δεκαετίας ύστερα από το πρώτο, Τα δώρα του πανικού.

Αν Το άκυρο αύριο αναγνωστεί ως συνέχεια του λογοτεχνικού έργου που προηγήθηκε, σχηματίζεται με ευκρίνεια ο κεντρικός άξονας της πεζογραφίας του Χαρπαντίδη. Θα ονομάσω αυτόν τον άξονα με τον όρο βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας[1]. Στην περίπτωση του Χαρπαντίδη, το εν λόγω βίωμα επικεντρώνεται στον βορειοελλαδικό χώρο και ιδίως στην πόλη της Καβάλας, πόλη οι μεταμορφώσεις της οποίας στο έργο του την αναδεικνύουν σε μία ακόμα μητριά πατρίδα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Με τον όρο «μητριά πατρίδα» αναφέρομαι βέβαια στην πολύ γνωστή φράση από ποίημα του Εδεσσαίου ποιητή Μάρκου Μέσκου, το 1973, που αργότερα επιλέχθηκε ως τίτλος του ομώνυμου αφηγήματος, το 1981, του ηπειρώτη ποιητή και πεζογράφου Μιχάλη Γκανά. Διευκρινίζω ότι το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας είναι μια θεματική σταθερά πολλών ελλήνων ποιητών και πεζογράφων της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής εποχής και αφορά, συγκεκριμένα, στη διαπίστωση ότι το έργο τους φέρει αισθητά και διάχυτα ίχνη της τοπικής καταγωγής και ταυτότητάς τους. Με άλλα λόγια, οι λογοτέχνες αυτοί θεματοποιούν τη σχέση τους με τη γενέτειρά τους ή τον γενέθλιο τόπο, που κατά κανόνα εντοπίζεται στην ελληνική επαρχία, ή τον τόπο που γνώρισαν στην παιδική, εφηβική και νεανική ηλικία τους. Στους λογοτέχνες αυτούς η σχέση με τον τόπο αφενός διαχέεται και ενισχύεται ποσοτικά, σε σχέση με το παρελθόν, και αφετέρου αναβαθμίζεται ποιοτικά. Συγκεκριμένα, το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας γίνεται το κλειδί της συνολικής αντίληψης αυτών των λογοτεχνών για τον κόσμο, τον ιδιωτικό και τον δημόσιο, τον ατομικό και τον συλλογικό, τον βιωμένο και τον ιστορικό. Εντέλει στους λογοτέχνες αυτούς το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας εξελίσσεται από μια θεματική σταθερά σε ένα σύστημα αξιών, σε μια μέθοδο αναγνώρισης και κατοχύρωσης της ταυτότητας (ή μιας διακριτής ταυτότητας), ατομικής και συλλογικής, όπως αυτή διαμορφώνεται σε έναν πολλαπλά προσδιορισμένο χώρο. Στην περίπτωση του Χαρπαντίδη, το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας, όπως ήδη έγραψα, εστιάζεται στην πόλη της Καβάλας και γενικότερα απλώνεται στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και επίσης ανατρέχει στο ιστορικό παρελθόν και ανατέμνει το πολιτικοκοινωνικό παρόν αυτού του χώρου. Συγκεκριμένα στο Άκυρο αύριο η ιστορία τοποθετείται στην κωμόπολη Μικρόπολη της Δράμας, χώρος που επίσης εντάσσεται για τον Χαρπαντίδη σε εκείνον της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας, δεδομένου ότι η καταγωγή της οικογένειάς του είναι από το Κάτω Νευροκόπι της Δράμας όπου και ο ίδιος γεννήθηκε το 1959. Εννοείται πως ό,τι ονομάζω βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας –και κάνω αυτή τη διευκρίνιση για να μην παρεξηγηθώ– δεν έχει την παραμικρή σχέση ούτε με τον επαρχιωτισμό ούτε με κάποιο εξωραϊστικό ή νατουραλιστικό φολκλορισμό.

Ένα άλλο στοιχείο που θέλω να επισημάνω και να αναπτύξω, επειδή το θεωρώ σημαντικό, είναι ότι Το άκυρο αύριο συγγενεύει πολλαπλά, όπως πιστεύω, με το μυθιστόρημα Τα δώρα του πανικού. Κι αυτή η συγγένεια δείχνει τη συστηματικότητα με την οποία εργάζεται, αργά και μεθοδικά, ο πεζογράφος Χαρπαντίδης. Συγκεκριμένα, αμφότερα τα μυθιστορήματα έχουν σχετικά σύντομη έκταση (235 σελίδες Τα δώρα του πανικού, 277 σελίδες Το άκυρο αύριο) και τις ίδιες λογοτεχνικές αρετές: αναπτύσσουν μιαν ιστορία με πολυσύνθετη πλοκή, οικονομική άρθρωση (το Άκυρο αύριο αποτελείται από 72 αριθμημένες σύντομες ενότητες), γλωσσική ασφάλεια, σχεδόν αστυνομική υφή και δραματικό περιεχόμενο. Επίσης οι κεντρικοί χαρακτήρες και συνάμα αφηγητές των δύο μυθιστορημάτων είναι πρόσωπα αρκετά συγγενικά, καθώς και οι δύο βρίσκονται στη δίνη μιας προσωπικής κρίσης και προσπαθούν να περιχαρακώσουν την αρκετά ρευστή ταυτότητά τους. Στα Δώρα του πανικού [2], ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας, ο Αλεξιάδης, μεσήλικας ιδιοκτήτης εφημερίδας στην πόλη Κομίχλια, ασφυκτιά μέσα στην τακτοποιημένη οικογενειακή ζωή του και κάτω από το βάρος των δυσχερειών του επαγγελματικού του βίου. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειές του να δραπετεύσει από αυτό τον περιοριστικό κλοιό και να διατηρήσει ζωντανή την επαφή με την πραγματική αγάπη του, τη λογοτεχνία, του προκαλούν συχνά κρίσεις πανικού. Στο Άκυρο αύριο η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια, η Αθηνά Παγκρατίδου, είναι μια μεσόκοπη συγγραφέας ευπώλητων αφηγημάτων, που ύστερα από πολλά χρόνια επιστρέφει από την Αθήνα και εγκαθίσταται στον τόπο της καταγωγής της, στη Μικρόπολη της Δράμας. Η Παγκρατίδου γύρισε στη γενέτειρά της κυρίως με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Πρόδρομο Αρσλάνογλου, τον επονομαζόμενο Αρσλάν Αγά, έναν διαβόητο στην ευρύτερη περιοχή της Μικρόπολης ακροδεξιό καπετάνιο αντιστασιακής ομάδας την εποχή της βουλγαρικής κατοχής ο οποίος αργότερα εξελίχθηκε σε βασικό παράγοντα της τοπικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, καθώς υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο δήμαρχος της Μικρόπολης και πολιτευτής. Η Αθηνά, που είναι σε κακή οικονομική και ψυχολογική κατάσταση, προσπαθεί μέσω του μυθιστορήματος για τον Αρσλάνογλου να δικαιώσει τη μνήμη του πατέρα της που υπήρξε ένα από τα θύματα της ακραίας, φυσικής και ηθικής, βίας με την οποία ο Αρσλάνογλου εξουσίαζε και κυριαρχούσε σε όλα τα πρόσωπα του στενού κύκλου και του κοινωνικού περιβάλλοντός του. Η προσπάθεια της Αθηνάς να συλλέξει υλικό για να γράψει το μυθιστόρημά της κι έτσι να σπάσει το απόστημα της παλιάς πληγής που ακούει στο όνομα Αρσλάνογλου την φέρνει σε σύγκρουση και την κάνει εντέλει στόχο επίθεσης από την ακροδεξιά παρακρατική οργάνωση «Σπαρτιατική Λάβρυς». Στην οργάνωση αυτή, που αποτελείται κυρίως από συνοριοφύλακες, ανήκει και ο μακρινός συγγενής του Αρσλάνογλου, ο Σίμος Αρσλάνογλου, ένας σύγχρονος φασίστας. Στο τέλος του μυθιστορήματος η κεντρική ηρωίδα είναι σωματικά κακοποιημένη και ψυχικά συντετριμμένη από την προσπάθειά της να κατανοήσει τους μηχανισμούς της βίας, της παλιάς και της τωρινής: ο γάμος της διαλύεται, η επαφή με τα παιδιά της κλονίζεται, μια σχέση φυγής από τον γάμο της αποτυγχάνει, η πολύ ηλικιωμένη μητέρα της πεθαίνει και η προσπάθεια να γράψει τον μυθιστόρημα την κάνει στόχο της επίθεσης. Το Άκυρο αύριοολοκληρώνεται με μία συγκλονιστική ενότητα-σκηνή αναζήτησης οστών σε έναν τύμβο ανωνύμων νεκρών του πολέμου.

Προχωρώ, στη συνέχεια, σε μιαν εσωτερικότερη σύγκριση των δυο μυθιστορημάτων. Ξεκινώντας από μια γενική και σχηματική σύγκριση, θα έλεγα ότι αμφότερα τα μυθιστορήματα ουσιαστικά αναπτύσσουν και φωτίζουν το θέμα της αποτυχίας. Συγκεκριμένα, τα Δώρα του πανικού είναι ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα με θέμα τη συγγραφική αποτυχία επαρχιωτών λογοτεχνών, ενώ το Άκυρο αύριο ένα επίσης επιτυχημένο μυθιστόρημα με θέμα την αποτυχία της ελληνικής μεταπολιτευτικής κοινωνίας, ιδωμένης μέσα από τον μικρόκοσμό της στην ανατολική Μακεδονία και εστιασμένης στο πρόσωπο της Αθηνάς Παγκρατίδου. Εξηγώ αυτή τη διαπίστωσή μου. Στα Δώρα του πανικού ο Χαρπαντίδης, αναμειγνύοντας την ιστορία ενός σχεδιαζόμενου με εκείνη ενός χαμένου μυθιστορήματος, ή, ακριβέστερα, συνθέτοντας την ιστορία του δημοσιογράφου Αλεξιάδη ως αποτυχημένου και γι’ αυτό πανικόβλητου συγγραφέα που προσπαθεί να βρει τα λογοτεχνικά ίχνη του λυκειάρχη φιλόλογου Ιωσηφίδη, ενός άλλου αποτυχημένου κι αυτόχειρα συγγραφέα, χειρίζεται το θέμα της συγγραφικής αποτυχίας. Η κύρια αρετή εκείνου του μυθιστορήματος, παρά το δραματικό περιεχόμενό του, είναι ότι υφαίνει ένα πολύπλοκο δίχτυ ειρωνείας στο οποίο παγιδεύει τον αναγνώστη. Ένα, π.χ., από τα νήματα της ειρωνικής παγίδευσης είναι το ερώτημα αν πίσω από την ιστορία των δύο αποτυχημένων επαρχιωτών συγγραφέων υποκρύπτεται η αυτοβιογραφική περιπέτεια του ίδιου του Χαρπαντίδη που προσπαθεί εναγωνίως να βγει από τον κλοιό της επαρχιακής αφάνειας, γράφοντας ένα (κατορθωμένο) μυθιστόρημα με θέμα τη συγγραφική αποτυχία. Αλλά η βασική ειρωνική λειτουργία του βιβλίου Τα δώρα του πανικού απορρέει από την απολαυστική εξεικόνιση του κοινωνικού μικρόκοσμου των λογοτεχνών της ελληνικής επαρχίας: τα άγχη και οι μικρότητές τους, το απηνές κουτσομπολιό και τα συντροφικά μαχαιρώματα, το σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των ομοτέχνων της Αθήνας, η απωθημένη επιθυμία τους να εγκαταλείψουν το επαρχιακό τέλμα και να έρθουν να ζήσουν στην πρωτεύουσα, ελπίζοντας ότι έτσι επιτέλους θα έρθουν αντιμέτωποι με την πρόκληση της λογοτεχνικής επιτυχίας, όλα αυτά συνθέτουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, το άμεσο πλαίσιο όπου εγγράφονται ο δραματικός βίος κι η πολιτεία του Αλεξιάδη και του Ιωσηφίδη. Θεωρημένο από τη σκοπιά αυτή, μιας ιστορίας επαρχιωτών λογοτεχνών που αναμετριούνται με τις ματαιωμένες επιθυμίες και τα συμπλέγματά τους, το εξαίρετο πρώτο μυθιστόρημα του Χαρπαντίδη έκλεινε ειρωνικά το μάτι στην αθηναϊκή πεζογραφική συντεχνία των καταξιωμένων, όσων τρέχουν ασθμαίνοντας πίσω απ’ το (χαμένο) στοίχημα της εντατικής-ποιοτικής παραγωγής, και της προσφέρει ένα δίδαγμα: καλή πεζογραφία γράφεται και στην Καβάλα ή και στην Κομίχλια, αν ο συγγραφέας έχει βρει, μετά από πολύ κόπο, τον τρόπο να συντονίσει σωστά το βήμα της γραφής του με εκείνο της ζωής του.

Στα Δώρα του πανικού τα πλήθος επαληθεύσιμα από την πραγματικότητα στοιχεία, που υποστηρίζουν το βιβλίο, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι πίσω από την Κομίχλια κρύβεται η Καβάλα. Ο Χαρπαντίδης εκμεταλλεύτηκε πολλά πραγματικά στοιχεία της τοπικής ιστορίας της πόλης, αναμειγνύοντάς τα με επινοημένα πρόσωπα και καταστάσεις, προκειμένου να καταδείξει παρελθοντικές όψεις της αγαπημένης του πόλης αλλά και το απογοητευτικό τέλμα του παρόντος της. Αν πάντως η Κομίχλια, βασισμένη στην πραγματική Καβάλα, είναι μια πρωτίστως συμβολική πόλη, μια πολιτεία σύμβολο της αποπνικτικής ελληνικής επαρχίας, αντιθέτως στο Άκυρο αύριο ο κοινωνικός χώρος όπου διαδραματίζεται η παρελθούσα και η τωρινή ιστορία είναι η πραγματική Μικρόπολη, μία κωμόπολη του νομού Δράμας που ανήκει στον Δήμο Προσοτσάνης και σύμφωνα με την απογραφή του 1991 είχε πληθυσμό 1.000 κατοίκων. Η Μικρόπολη είναι εύλογα πραγματική, επειδή εναρμονίζεται με την ύλη του Άκυρου αύριο, αντλημένη από την πραγματική πολιτικοκοινωνική ιστορία της περιοχής. Αλλά η μετάβαση από τη συμβολική Κομίχλια στη ρεαλιστική Μικρόπολη κατά τη γνώμη μου είναι φαινομενική. Κατά βάθος ο χώρος δεν αλλάζει ή αλλάζει λίγο. Πιστεύω, δηλαδή, ότι και η Μικρόπολη αποτελεί μια μεταπλασμένη εκδοχή της Κομίχλιας ως ασφυκτικού κοινωνικού χώρου. Εξάλλου αυτό καθαυτό το όνομα της πραγματικής Μικρόπολης λειτουργεί συμβολικά όχι μόνο αν το προβάλλουμε στο προηγούμενο πεζογραφικό έργο του Χαρπαντίδη, αλλά και στη λογοτεχνική παράδοσή μας – σίγουρα η Μικρόπολη θυμίζει έντονα τη συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή. Επιπλέον, το άμεσο ενδιαφέρον του Χαρπαντίδη για την Καβάλα και το ιστορικό παρελθόν της υπάρχει και στο Άκυρο αύριο, όπως δείχνουν οι σελίδες 168-169 του μυθιστορήματος και η σχετική με αυτές σημείωση στο τέλος του βιβλίου: «Οι πληροφορίες των σελίδων 168-169 για την παραχώρηση της Καβάλας στους Βούλγαρους το 1915, μετά από πρόταση του Ελευθερίου Βενιζέλου, αντλήθηκαν από την ανέκδοτη, μέχρι σήμερα, εργασία του Θεόδωρου Θεοδωρίδη Σαν άλλη Ιφιγένεια. Η Καβάλα ως σφάγιο στο βωμό του «οράματος της Ιωνίας» του Ελευθερίου Βενιζέλου» (σ. 279).

Με δεδομένη την, εκ πρώτης όψεως, μετάθεση από τον συμβολικό στον πραγματικό χώρο και με δεδομένο επίσης ότι εμφανώς το Άκυρο αύριο συντίθεται από ιστορικά θεμελιωμένη και επαληθεύσιμη ύλη, αναμενόμενος είναι ο χαρακτηρισμός του ως ιστορικού μυθιστορήματος. Μάλιστα ο ίδιος ο Χαρπαντίδης συσχέτισε ρητά σε συνέντευξή του, με επίκεντρο το μυθιστόρημα, την μυθοπλαστική ύλη του με την πραγματική ιστορία. Σε ερώτημα της δημοσιογράφου Βένας Γεωργακοπούλου αποκάλυψε εμμέσως ότι πρότυπο για τον φανταστικό Αρσλάνογλου στάθηκε ο πραγματικός καπετάνιος Αντών Τσαούς: «Υπήρχαν και δρούσαν στην περιοχή, στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, περίπου 28 εθνικοί καπετάνιοι. Ο πιο επιφανής από όλους είναι ο Αντών Τσαούς, γιατί κατάφερε να δημιουργήσει μια πιο δεμένη και ισχυρή ομάδα, να εκφράσει περισσότερους κατοίκους. Κινούνταν στα βουνά κυρίως του Παγγαίου και σε κάποια του νομού Σερρών»[3]. Επίσης για τον προσεκτικό αναγνώστη του μυθιστορήματος είναι φανερή η θεμελίωσή του και η διασταύρωσή του με πρωτογενείς ιστορικές μαρτυρίες και δευτερογενείς ιστορικές πηγές, όπως μαρτυρεί ρητά και η σημείωση για την εργασία του Θεόδωρου Θεοδωρίδη.

Αλλά η προσωπική γνώμη μου είναι ότι το Άκυρο αύριο, ανατέμνοντας το αιματηρό παρελθόν και καταδεικνύοντας το αδιέξοδο παρόν (και το άκυρο αύριο), είναι ένα πρωτίστως όχι ιστορικό αλλά πολιτικό μυθιστόρημα. Για την αιτιολόγηση αυτού του χαρακτηρισμού θα παραθέσω διαπιστώσεις της Ελισάβετ Κοτζιά με τις οποίες συμφωνώ. Γράφει η Κοτζιά στη βιβλιοκρισία της για το μυθιστόρημα: «Καλύπτοντας μια περίοδο περίπου ογδόντα χρόνων, Το άκυρο αύριο του Κοσμά Χαρπαντίδη ανασυστήνει τα πολυπλόκαμα δίκτυα των σκοτεινών πολιτικοστρατιωτικών δυνάμεων στη διπλά βασανισμένη από τη γερμανική και βουλγαρική Κατοχή Δράμα. Κινούμενο ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία, αναμειγνύοντας αληθινά με επινοημένα γεγονότα, το πολιτικό μυθιστόρημα του 58χρονου συγγραφέα αποκαλύπτει πως οι δυνάμεις του σκότους –η αμιγής βία, η δεισιδαίμων θρησκευτική εμμονή και η εθνικιστική υστερία– ουδέποτε εξαφανίστηκαν. Υποχώρησαν για λόγους τακτικής προκειμένου να ξαναανδρωθούν με την είσοδο των μεταναστών από τις χώρες του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ στη μεθοριακή Ελλάδα και πολύ περισσότερο βέβαια με τη σύγχρονη, παρατεταμένη κοινωνικοοικονομική κρίση»[4].

Προεκτείνοντας τις σκέψεις της Κοτζιά προς ό,τι προσωπικά αντιλαμβάνομαι ως την ομιχλώδη ή και σκοτεινή ενδοχώρα του Άκυρου αύριο – αυτό που υπάρχει κάτω από την ιστορία της βίας και της σύγχρονης αναβίωσής της, θα έλεγα ότι κατά βάθος το δεύτερο μυθιστόρημα του Χαρπαντίδη λειτουργεί και ως ένα λανθανόντως υπαρξιακό μυθιστόρημα. Ακριβέστερα, πρόκειται για ένα βασισμένο στην ιστορία πολιτικό μυθιστόρημα με υπαρξιακές προεκτάσεις. Η θεώρησή του ως υπαρξιακού μυθιστορήματος μάς δίνει και το νήμα για να συνδέσουμε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων Τα δώρα του πανικού και Το άκυρο αύριο: δύο αποτυχημένοι συγγραφείς που αμφότεροι βρίσκονται σε μία σύνθετη προσωπική κρίση και σε αναζήτηση της ταυτότητάς τους, ο πρώτος πριν από την οικονομική κρίση και η δεύτερη σήμερα, κατά την εξακολουθητική διάρκεια της κρίσης.

Εκ πρώτης όψεως στο Άκυρο αύριο ελαττώνεται ή και χάνεται η έντονα ειρωνική προοπτική που χαρακτήριζε και ζωογονούσε τα Δώρα του πανικού. Κι αυτό συμβαίνει επειδή στο νεότερο μυθιστόρημα η ανακαλούμενη από το παρελθόν ιστορία της φρικαλέας βίας και της βαρβαρότητας, που αναβιώνει στις μέρες μας με τα ακροδεξιά καρκινώματα μιας κοινωνίας βουλιαγμένης στον βούρκο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δεν αφήνει περιθώρια για ειρωνεία. Εδώ όχι μόνο η ψυχολογία της κεντρικής ηρωίδας αλλά και η ψυχοσυναισθηματική ατμόσφαιρα ολόκληρου του χώρου που την περιβάλλει είναι βαθιά δραματικές. Η αίσθηση του δράματος σε ορισμένα σημεία του μυθιστορήματος ελάχιστα απέχει από τον ελεγειακό τόνο. Αυτό το βαρύ, σχεδόν καταθλιπτικό, κλίμα που διαχέεται στο βιβλίο, μια αίσθηση δυσώδους αποφοράς του παρελθόντος και ασφυξίας του παρόντος, είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν το Άκυρο αύριο να αποκτά υπαρξιακό βάθος. Θεωρημένο από αυτή τη σκοπιά, τη σκοπιά του υπαρξιακού βάθους του, το Άκυρο αύριοέχει ως θέμα του τη χαμένη ζωή, μια χαμένη ζωή που οι χαρακτήρες του βιβλίου, η μεσόκοπη συγγραφέας και η μικρή κοινότητα ανθρώπων της Μικρόπολης (και κατ’ επέκταση η σύγχρονη ελληνική κοινωνία) προσπαθούν αγωνιωδώς να κατανοήσουν και να αιτιολογήσουν και εκ των υστέρων να δικαιώσουν, πασχίζοντας έτσι να υπερβούν τα λάθη του παρελθόντος και κατά κάποιο τρόπο να αποδώσουν δικαιοσύνη. Αλλά είναι κατορθωτό κάτι τέτοιο; Το μυθιστόρημα σίγουρα τελειώνει σκοτεινά, όπως σημείωσα παραπάνω, σ’ ένα νεκροταφείο όπου οι ζωντανοί αναζητούν το όποιο νόημα της δικής τους ζωής μέσα από την παρουσία των νεκρών και του θανάτου τους.

Κατά βάθος, όμως, και το Άκυρο αύριο έχει ειρωνική λειτουργία και επίσης υφαίνει ένα πολύπλοκο δίχτυ ειρωνείας στο οποίο παγιδεύει τον αναγνώστη. Αλλά στο Άκυρο αύριο η ειρωνεία είναι λεπτότερη και βαθύτερη από ό,τι στα Δώρα του πανικού, και γι’ αυτό τον λόγο λειτουργεί περισσότερο υπονομευτικά και διαβρωτικά. Συγκεκριμένα, αν και το μυθιστόρημα είναι φανερά γραμμένο από μια ιδεολογική σκοπιά που κρατά απόσταση από την ακροδεξιά ιδεολογία του παρελθόντος και λειτουργεί καταγγελτικά απέναντι στη σύγχρονη αναβίωση της ακροδεξιάς ιδεολογίας με φαινόμενα τύπου «Χρυσής Αυγής», κι αν επίσης καθαρά καταγγέλλει τη θρησκευτική δεισιδαιμονία και την εμπορία των παραθρησκευτικών κύκλων, συνάμα δεν είναι μονοδιάστατο και μανιχαϊστικό. Έτσι, αν και ο κεντρικός ήρωάς του, ο Πρόδρομος Αρσλάνογλου, είναι ένας κατεξοχήν αρνητικός χαρακτήρας, στην πορεία της αφήγησης η Αθηνά Παγκρατίδου, που γράφει το μυθιστόρημά της για εκείνο το ανθρώπινο κτήνος, είναι φανερό ότι ως ένα σημείο έλκεται από τη γοητεία της βίας του, όπως ένας βασανιζόμενος αγαπά τον βασανιστή του και ένα αδύναμο θύμα θαυμάζει την τίγρη που αμέσως μετά θα το κατασπαράξει. Μέσα από το υπό σύλληψη και συγγραφή μυθιστόρημα της Αθηνάς, που λανθανόντως εγκιβωτίζεται στο μυθιστόρημα του Χαρπαντίδη, ο Αρσλάνογλου είναι τόσο απωθητικός όσο και μυθοποιημένος, προβάλλει αγιοποιημένος και αγλαϊσμένος σχεδόν, όπως ήταν στη μνήμη και τη φαντασία των οπαδών του, γίνεται μια μορφή που υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο, επειδή έκανε δια βίου πράξη το αλάνθαστο ένστικτο επαλήθευσης (μιας βασικής πλευράς) της ανθρώπινης φύσης: τη βία. Επίσης, σε αυτή την πολυπρισματική θεώρηση του Αρσλάνογλου θα έλεγα ότι λανθάνει η πρόθεση του ίδιου του Χαρπαντίδη ο αιμοβόρος αυτός καπετάνιος να αντικριστεί εντέλει αντικειμενικά, με την ουδετερότητα που επιτάσσει η ιστορική αναδρομή, δια μέσου της λογοτεχνίας: ο Αρσλάνογλου έκανε πλήθος εγκλήματα αλλά και διέσωσε την περιοχή της Δράμας και της Καβάλας από την εθνικιστική εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού της που επιχείρησαν οι Βούλγαροι. Ειρωνική προοπτική, ακόμα, μπορεί να ανιχνευθεί και στη μίξη και τη σύνθεση του ρεαλιστικού υλικού της ιστορίας με καταστάσεις μαγικού ρεαλισμού, σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος, καταστάσεις που ανακαλούν τοπικούς θρύλους και θρησκευτικές δεισιδαιμονίες. Έτσι λοιπόν στο Άκυρο αύριο η ειρωνική προοπτική λειτουργεί σε βάθος και διαβρωτικά: Οι μηχανισμοί της βίας είναι τόσο βαθιά ριζωμένοι στην ανθρώπινη ύπαρξη, ώστε οι άνθρωποι παγιδεύονται στα γρανάζια τους, ακόμα κι όταν θέλουν να τους καταγγείλουν. Μέσα από την βαθιά υποδόρια αυτή ειρωνεία, ενισχύεται ακόμα περισσότερο, πιστεύω, η προοπτική της ανάγνωσης του μυθιστορήματος ως υπαρξιακού: Στην ιστορία, τη συλλογική και την ατομική, την παρελθούσα και την τωρινή, δεν υπάρχουν, δυστυχώς, καλοί και κακοί, υπάρχει κατά βάθος το αναπόφευκτο ανθρώπινο δράμα, όπως εξελίσσεται αέναα στη μεγάλη αρένα της φυσικής και της ηθικής βίας.


[1] Για το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας βλ. τη μελέτη μου «Το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση», Νησίδες [Ρόδος], τχ. 16, Καλοκαίρι 2017, σ. 36-56.

[2] Για το μυθιστόρημα Τα δώρα του πανικού βλ. τη βιβλιοκρισία μου «Η Κομίχλια είναι εδώ», Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2007, Βιβλιοδρόμιο, σ. 7.

[3] Βένα Γεωργακοπούλου, «Οι ακροδεξιοί δεν ξέρουν Ιστορία ή την παρερμηνεύουν» [συνέντευξη του Κοσμά Χαρπαντίδη], Η εφημερίδα των συντακτών, 16 Απριλίου 2017. Ηλεκτρονική δημοσίευση: http://www.efsyn.gr/arthro/oi-akrodexioi-den-xeroyn-istoria-i-tin-parermineyoyn

[4] Ελισάβετ Κοτζιά, «Ο κύκλος του μίσους», Η Καθημερινή, 26 Φεβρουαρίου 2017. Ηλεκτρονική δημοσίευση: http://www.kathimerini.gr/898027/article/politismos/vivlio/o-kyklos-toy-misoys

Πρώτη δημοσίευση: www.fractalart.gr