«Εφτά λευκά πουκάμισα»: Λόγια για τραγούδια κι άλλες ιστορίες για λυπημένους παραδείσους…

Η συγγραφέας Διώνη Δημητριάδου γράφει για τη νέα συλλογή διηγημάτων του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας Θοδωρή Γκόνη η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Καβάλα

Με αφορμή την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Εφτά λευκά πουκάμισα» (Εκδόσεις Άγρα) του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας Θοδωρή Γκόνη η οποία παρουσιάζεται το απόγευμα του Σαββάτου 3 Φεβρουαρίου 2018 στη Μεγάλη Αίθουσα του ξενοδοχείου Imaret, μαζί το φωτογραφικό λεύκωμα «Αρχιπέλαγος» του Στράτου Καλαφάτη (δείτε περισσότερα εδώ), η συγγραφέας Διώνης Δημητριάδου καταθέτει στο www.bookpress.gr τη δική της άποψη για το βιβλίο, για τον Θοδωρή Γκόνη, για τις γιορτινές μέρες και τους λυπημένους παραδείσους και για έναν άνθρωπο που πάντα θα γράφει «λόγια για τραγούδια»…

Διαβάστε παρακάτω την κριτική της Διώνης Δημητριάδου για το νέο βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη.

Ποια είναι η ιδιότητα του Θοδωρή Γκόνη; Ποια η σημαντική πληροφορία που σαν ταυτότητα σημαίνει, δηλαδή δείχνει ποιος είναι και τι είναι; Γράφει λόγια για τραγούδια. Στο ελάχιστο βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει το βιβλίο είναι η πληροφορία που από μόνη της τα λέει όλα. Η γραφή, ο λόγος, το τραγούδι. Η γραφή του Θοδωρή Γκόνη είναι γήινη, μυρίζει χώμα της πατρίδας και ζεστό ψωμί από τα χέρια της μάνας. Και ανοίγεται, όσο μπορεί, να φτάσει να αγγίξει τους άλλους, που χρόνια τώρα πολλά δεν είναι πια εδώ.

Ο λόγος του, τα λόγια που ομιλεί και γράφει, τραγούδια γίνονται, να τα έχει ο κόσμος στο μυαλό του κάθε που θα θέλει για λίγο να κρυφομιλήσει με τους δικούς του τους απόντες, όταν πεθυμήσει να δει λίγη πατρίδα, κάτι από την παιδική του ηλικία. Θυμάμαι κάποιο παλαιότερο τραγούδι του:

Όλοι μου λεν να μη ρωτώ
του κόσμου τους διαβάτες
γιατί εσύ πια περπατάς
σε άλλες τώρα στράτες
Και συ κρυμμένος μέσα μου ζητάς
ένα ποτήρι να πιούμε μαζί να τα πούμε

Επιστρέφουν οι άνθρωποι σε τόπους οικείους, αλλά καμιά φορά και οι τόποι επιστρέφουν, λες και έχουν ψυχή και θυμούνται, συγκινούνται και συντροφεύουν

Αυτές οι μικρές ιστορίες του βιβλίου αφηγούνται την επιστροφή, όπως την εννοούν όλοι του κόσμου οι απομακρυσμένοι από τόπους και ανθρώπους, από μνήμες. Επιστρέφουν οι άνθρωποι σε τόπους οικείους, αλλά καμιά φορά και οι τόποι επιστρέφουν, λες και έχουν ψυχή και θυμούνται, συγκινούνται και συντροφεύουν. Έτσι για μια ακόμα φορά πνέει η αύρα αυτών των ξεχασμένων πραγμάτων, που μέσα μας κάπου κοιμούνται, μα που σαν ξυπνήσουν (ναι, με αφορμή ένα κείμενο) δίνουν αυτήν την άλλη αίσθηση μιας γιορτινής μέρας.

Μπορεί το σπίτι μας να καταρρέει, να μπάζει και να στάζει από παντού, να το έχουν πνίξει αγριοσυκιές, το φίδι του να έχει φύγει για αλλού, ο πετεινός και η όρνιθα να έχουν πετάξει απ’ την αυλή, παράθυρα και πόρτες στον άνεμο, στο χιόνι, στη βροχή να έχουνε παραδοθεί, όμως αυτές τις μέρες τις μεγάλες και τις γιορτινές θυμάται, πουλάκι γίνεται, πουλάκι ντύνεται, βγάζει φτερό, στην ξενιτιά μου έρχεται, στις φυλλωσιές μου κρύβεται, γυρεύει ζεστασιά και προστασία.

Ένας λυπημένος παράδεισος αναδύεται μέσα από τα μικρά κείμενα αυτού του βιβλίου. Διηγήματα τα θέλει ο συγγραφέας. Μπορείς να τα πεις κι έτσι, μια που όλα κάτι αφηγούνται, ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην αληθινή αποτύπωση ζωής. Έτσι όπως ακόμα και μέσα σ’ ένα τραγούδι, σε ένα ποίημα, μπορεί να αποθηκευτεί μια μικρή ιστορία προσωπικής κατάθεσης. Αυτός ο λυπημένος παράδεισος μοιράζεται στο εδώ και στο εκεί, στο ορατό και απτό της εδώ ζωής και στο αθέατο του κόσμου, που ακριβώς δεν γνωρίζουμε τι είναι, πώς είναι, και αν είναι, ωστόσο είναι στιγμές που τον έχουμε ανάγκη ως υπαρκτό και οικείο χώρο κι αυτόν. Αυτό το δέσιμο των δύο όψεων της ζωής επιχειρεί με τις γραφές του ο Θοδωρής Γκόνης, με όποιον τρόπο κι αν μας δίνει τα λόγια του. Και το δείχνει σαν μια συνέχεια αδιάρρηκτη, πέρα από λογικές αποδείξεις (δεν τις έχει ανάγκη) και πέρα από επιφανειακές «ραφές». Σαν να πρόκειται για μια εκλεκτή συνωμοσία ανάμεσα στους εδώ εναπομείναντες και στους εκεί διαβιούντες. Με έναν μοναδικό τρόπο στο διήγημα «Χριστουγεννιάτικο όνειρο» θα μας δώσει αυτήν τη φυσική συνέχεια των πραγμάτων, σαν ένα χρέος που αυτονόητα πληρώνεται αδιαφορώντας για τη χρονική ανακολουθία.

Στην τράπεζα πρωί πρωί πρώτος στη γραμμή, στην ουρά στην Αγροτική, σε αυτήν που πήγαινα με τον πατέρα μου παιδί. Γυρνώ την κεφαλή μου πίσω και βλέπω τη μητέρα μου και τον παππού μου να στέκονται υπομονετικά κι αυτοί στην ίδια γραμμή, στο χέρι να κρατούν νόμισμα παλιό. Περιμένουν να στείλουν τις εκατό δραχμές σ’ εμένα, που κι εγώ το ίδιο περιμένω, για να διαβιβάσω με άλλο νόμισμα στον γιο μου. Το ελάχιστο των εορτών.

Έτσι, σαν κουβέντα σε φίλο που ξεχάστηκε ακούγοντας κι έγειρε λίγο το κεφάλι, σαν εξομολογητικές σκέψεις πρώτα προς εαυτόν κι έπειτα για όποιον έχει την ακοή πρόσφορη, σαν αγαπητικός λόγος που αν δεν μοιραστεί θα χαθεί άσκοπα. Έτσι διαβάζονται τα εφτά λευκά πουκάμισα, κι έτσι μόνον μπορεί το ένα και μοναδικό ρούχο, αυτό το εκλεκτό των ξεχωριστών στιγμών και των γιορτών, να πολλαπλασιαστεί σαν ένα καινούργιο θαύμα εν Κανά ή σαν το ένα και μοναδικό θαύμα ζωής, πέρα από τις ιερές γραφές (γιατί ούτε αυτές τις έχει ανάγκη) και πέρα από όποια δυσπιστία για τις καθημερινές ανατροπές της τετράγωνης λογικής.

Ένα πουκάμισο λευκό, εφτά κορμιά κανείς δεν το κατάλαβε το Θαύμα της Κανά

Τραγούδι πάλι, να ακούς τον ήχο του. Ναι, το πιστεύω πως σωστά απομονώθηκε η ιδιότητα αυτή του Γκόνη –γράφει λόγια για τραγούδια, γιατί πραγματικά η γραφή του στην ουσία διαβάζεται δυνατά και τραγουδιέται. Είτε έχεις μαζί μια μουσική είτε όχι. Άλλωστε και τις μουσικές μέσα μας τις έχουμε και, όποτε υπάρχει χρεία, τις ανακαλούμε. Αρκεί να υπάρχουν οι λέξεις για να ακουμπήσουν τα τραγούδια. Είναι μόνον, όμως, το μέσον επικοινωνίας η γλώσσα; Είναι μόνον ο αναγκαίος κώδικας; Πιο πολύ είναι το καράβι που μας πέρασε απέναντι, που μας πήγε παντού, που μας διέσωσε και μας διασώζει. Ας την έχουμε κι αυτήν, θα μας πει στο εξαιρετικό «Το Καλαθάκι» ο Θοδωρής, μαζί με τα άλλα χρειαζούμενα στις αποσκευές μας.

[…] –την ώρα που κοιμούνται τα νερά– ν’ ανοίγεις το καλάθι. Θα ακούς τον ήχο, την αναπνοή, τη συμβουλή, την προτροπή, τον ορισμό, τον μηχανισμό, θα βλέπεις τη γραμμή, τον ορίζοντα, τον τεχνίτη, τον εργάτη, τον καλλιεργητή, τον ανασκαφέα, τον ιερέα. Τη λέξη. Τη γλώσσα. Αυτό. Αρκεί.

Και κάπως έτσι προκύπτει και το άλλο αναπάντεχο (το λέμε έτσι κι ας μην είναι), αυτό της προσωπικής γραφής. Και γράφεις και αναπλάθεις εικόνες και θυμάσαι και διορθώνεις όλα τα στραβά του κόσμου και του κόσμου σου, και μοιράζεσαι. Κυρίως αυτό. Τότε, όμως, αληθινά τα γραφτά σου έχουν ήχο, δεν είναι βουβές καταθέσεις, είναι τραγούδια. Από εκείνα που σπάνια πια ακούγονται, αλλά που, σαν ηχήσουν μια φορά δεν τα ξεχνάς ποτέ. Λέω, λοιπόν, πως ό,τι κι αν γράφει ο Θοδωρής Γκόνης έχει μια ευθεία πορεία στην καρδιά μας, βρίσκει πάντα τον δρόμο του για να μιλήσει με την ειλικρίνεια που γράφτηκε, χωρίς επιπρόσθετα στολίδια. Γι’ αυτό ό,τι γράφει είναι μικρό στο μέγεθος, στο «σώμα» του, είναι φειδωλό στις λέξεις του. Γιατί η φωνή του έτσι κι αλλιώς είναι δυνατή, κι έτσι δεν έχει τη χρεία μεγεθύνσεων. Ο αποδέκτης ξέρει πώς να κάνει το κάθε τι να λειτουργήσει μέσα του. Και το επιστρέφει πιο πλούσιο από όσο ήταν όταν γράφτηκε. Συμμετοχική δημιουργία; Ναι, γιατί προστέθηκε μέσα στο αρχικό έργο η νέα προσωπική κατάθεση, η αναγνωστική, κι έτσι πορεύεται πλέον. Μόνο που αυτό, ας το πούμε για μια ακόμα φορά, τυχαίνει στις καλές γραφές. Κι εδώ έχουμε μία από τις καλύτερες.