Ποίηση χωρίς επιφυλάξεις

Η ποίηση της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου δεν γεωμετρείται και δεν υπόκειται εύκολα σε θεωρητικούς κανόνες της φιλολογικής έρευνας


Του Χρήστου Βασματζίδη
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις


«Οι αναπάντεχοι έρχονται ως εμάς/ χιονίζοντας», λέει ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος με τίτλο «Σημειώσεις για την ελαφρότητα του χιονιού», από την ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου «Δανεικά Αγύριστα» των εκδόσεων «Κίχλη».

Από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής αρχίζει το παιχνίδι με την αντίληψη της πραγματικότητας, αυτής της τόσο μικρής και απροσδόκητης συντεχνίας των μοναδικοτήτων. Το μάτι, ως αισθητήριο όργανο αλλά και ως φύση που κρύβει και κρύβεται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανακαλύψει τα ενδεχόμενα του «οράν»· «Ο ύπνος μου βλέπει συνέχεια στο λευκό/ και το πρωί παρατηρώ/ ένα ασπράδι του ματιού εκτεταμένο» (από το ποίημα «Εκ του πονηρού»).

Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου, με την τρίτη της συλλογή, αντανακλάται ποιητικά στη νέα αντικειμενικότητα των εφήμερων υλικών, της σιωπής, του σκοταδιού και της ανάγκης. Κάπου χάνεται στις σκιές που αφήνουν οι λεξιπλαστικές της δονήσεις και οι ρυθμοί της εναλλαγής των σχημάτων κυριολεξίας και μεταφοράς, αλλά δεν διαπραγματεύεται σε καμία περίπτωση το ποιητικό της πάθος.

Γράφει λοιπόν στα όρια, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να την επανανακαλύπτει, αφού κανένα από τα ποιήματά της δεν υποκύπτει στην αναγκαία φθορά της πρώτης ανάγνωσης.

Απενοχοποιεί τις μικρές αλλά σημαντικές ρήξεις με την πραγματικότητα, χωρίς να καταφεύγει σε ιδιότροπα ποιητικά σχήματα, χρησιμοποιώντας μόνο την ανανοηματοδότηση των φτηνών υλικών της. Ετσι, γράφει στο ποίημα «Κάλεσμα», «να δεχτούμε/ ότι το ψέμα είναι μουσική ύλη / και το λάθος η ανάμνηση του θριάμβου,/ η κλοπή είναι η αποθέωση του εργατικού μόχθου/ κι η απάτη μια τελετουργία της σποράς».

Η ποιητική της υπόσταση βρίσκεται στις μεταιχμιακές καταστάσεις, στη γοητεία των αντιθέσεων, στην πιθανότητα των απροσδόκητων, στη χρησιμότητα των περιττών. Το τίμημα λοιπόν της γραφής της είναι το αδιάκοπο ταξίδι του ποιήματος. Καμία ρήτρα επιφύλαξης δεν είναι ικανή να το σταματήσει, πόσο μάλλον όταν είναι άκυρη, όπως θα λέγαμε στα νομικά· «Αλλά είμαι η καταβάλλουσα με κάθε επιφύλαξη./ Παρακαλώ, το ποίημα να μου επιστραφεί/ όταν αποδειχθεί η ανυπέρβλητη πλανητική βλακεία» (από το ποίημα «Δήλωση ρητής επιφύλαξης»).

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, «Δανεικά Αγύριστα», Κίχλη, 2017, Σελ. 56

Μία ιδιαίτερα μνεία στην ποιητική σύνθεση «Ερωτική πόλη» θα ήταν δικαιολογημένη. Χωρισμένη σε τρία μέρη, το κάθε ένα από τα οποία έχει αυτόνομο ρυθμό και ιδιαίτερη μορφή, συνοψίζει τρεις γνώριμες φάσεις από την παραχωρημένη εμπειρία της ερωτικής πραγματικότητας.

Τρεις ιστορίες που κρύβονται στο σώμα της πόλης, στα υπόστεγα των δρόμων, στο αστικό λεωφορείο, στις λεπτές τιράντες που βαστάνε μια αφελή θηλυκότητα. Και στο τέλος της σύνθεσης η ποιήτρια ξεκλειδώνει την ποιητική κατασκευή με την ομολογημένη παραδοχή «[…] μα ξέρουν, ήδη, στο πετσί τους τι έρωτας θα φορεθεί».

Η ποίηση της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου δεν γεωμετρείται και δεν υπόκειται εύκολα σε θεωρητικούς κανόνες της φιλολογικής έρευνας. Τα ποιήματα-αφηγήσεις προκαλούν τον αναγνώστη να στοχαστεί βυθιζόμενος στις ιδιότυπες απεικονίσεις που τείνουν να συλλάβουν το αφανές και ασύμβατο στοιχείο της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας ένα προσωπικό σχήμα μαγικού ρεαλισμού.

Αλλες φορές, πάλι, παίρνει από το ρεύμα του μοντερνισμού την κοινοτοπία του επίκαιρου και την παντρεύει με το πάθος του ρομαντισμού ή με το ανοίκειο του υπερρεαλισμού. Οι δόσεις όμως της ποιητικής της αλληλουχίας είναι τόσο προσεγμένες, ώστε το αναγνωστικό βλέμμα να μη δεσμεύεται από τις μορφοτυπικές υποστάσεις των ποιημάτων, αλλά να διεισδύει στην ουσία τους.

Εντυπωσιακή είναι η μορφική ποικιλία της ποιητικής απόδοσης. Αλλοτε μικρά και σύντομα με εμφανή σαρκαστική διάθεση («Ιστορικό λάθος»), άλλοτε ρυθμικά και με μέτρο, μεγαλύτερης έκτασης («Ερωτική πόλη»), άλλοτε πάλι στοχαστικά για τα αιώνια θέματα της ποίησης, δηλαδή τη μοναξιά, την τέχνη, τον έρωτα, ανήκουν σε μια ιδιαίτερη καλλιέργεια ποιητικού ύφους, τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η έκπληξη και η υποδόρια μεν, οξύτατη δε, ειρωνεία. Φαίνεται ότι η Γεωργία Τριανταφυλλίδου εμπνέεται από την ίδια τη γλώσσα και τη διατρέχει σε όλα τα μήκη και πλάτη της, αρνούμενη ν’ αποδεχτεί μονιμότητες (νομιμότητες) γλωσσικές, μορφικές, ακόμη και νοηματικές.

Ισως κάποιος αναγνώστης δυσκολευτεί από τη μη τιθασεύσιμη ποιητική ύλη της ποιήτριας. Ισως δυσκολευτεί από τον αφηγηματικό της ρυθμό και από την πολυσημία των ποιημάτων της. Ορισμένες παράδοξες λεκτικές συζεύξεις εντείνουν την αμηχανία και η ποιητικότητα κάποιες φορές υποχωρεί μπροστά στη νοητική κατασκευή. Ισως κάτι τέτοιο να είναι αναγκαίο, καθώς η ποιήτρια δείχνει ότι δεν αποστρέφει το βλέμμα της από τη συνάρτηση του «εγώ» της με την υπό διαμόρφωση πραγματικότητα. Στο ποίημα με τίτλο «Τι κεραυνοβόλο το πότε», οι παράδοξες παρηχήσεις των στίχων «το κρύο κρυώνει», «η βροχή βρέχεται» δειγματίζουν μια στιγμή αέναης και ανεκπλήρωτης προσδοκίας, αυτής που απαντά στο αγωνιώδες «πότε», μ’ ένα ενδεχόμενο «ποτέ».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών