Διαμαντής Αξιώτης: Ένα λογοτεχνικό και… «μυστηριώδες» ποδαρικό στο 2021

Η συνεισφορά του Καβαλιώτη λογοτέχνη στο Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων για το 2021, αφιερωμένο στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Ελευσίνα

Κυκλοφόρησε το Ημερολόγιο 2021 της Εταιρείας Συγγραφέων, αφιερωμένο στην Ελευσίνα ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2021. Σε μια εποχή όπου τα μυστήρια του κόσμου τούτου λύνονται το ένα κατόπιν του άλλου, υπάρχουν κάποια που φαίνεται ότι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να λυθούν ποτέ, όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια.

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, σε μια κουκκίδα γης, στην Ελευσίνα, που το όνομά της δηλώνει την έλευση της περιπλανώμενης Γης Μητέρας για να φέρει το φως και την άνοιξη, εκεί όπου καταλήγει η Ιερά Οδός, τελούνταν επί 2.000 χρόνια τα Ελευσίνια Μυστήρια, για τα οποία οι γνώσεις μας είναι αρκετές για να σχηματίσουμε μια ιδέα, η ουσία, όμως, εξακολουθεί να μας διαφεύγει.

Η Εταιρεία Συγγραφέων, με αφορμή την ανάδειξη της Ελευσίνας ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, αφιερώνει το Ημερολόγιο του 2021 –μέσω των μελών της– στους απανταχού μυστηριώδεις τύπους, αλλά και στους καθ’ οιονδήποτε τρόπο μυημένους.

Ακολουθεί η συμμετοχή του Καβαλιώτη συγγραφέα και μέλους της Εταιρείας Διαμαντή Αξιώτη:

Μοσχοφόρος περιφέρω το φορτίο σε λιμάνια, βόσπορους, πορθμούς και μπουγάζια. Ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι του ζώου. Στους ώμους μου δύο κεφάλια, λίγο πριν τη θυσία. Με βλέπει ο Βαλάκ, περαστικός από την πόλη, και παροτρύνει τους άντρες να φάνε κρέατα της προσφοράς και να πορνεύσουν. Κι αυτοί χορτάτοι σμίγουν με τις γυναίκες τους. Γεννάει η γυναίκα από το στόμα τα παιδιά μέσα σε ξερατά και αίματα, με μάτια ολόγυρα μπρος πίσω. Βύδρα, οχιά, αρουραίος κι ένα όρνιο. Η μάνα εξηγεί τα όνειρα, διαβάζει άσπρα κόκαλα και παίρνει το φαρμάκι. Η κόρη δείχνει τα βυζιά της σε θερμαστές και γεμιτζήδες, ταξιδευτές και πεζικάριους. Αλλάζει ονόματα στην Πόλη, στον Περαία, στη Σαλονίκη. Στην Ελευσίνα, πάρε με από ’δω, εκλιπαρεί, πάρε με από ’δω. Εδώ θα σε φυτέψω, ουρλιάζει εκείνος, και μπήγει αναμμένο σίδερο ανάμεσα στα σκέλια της.

Μοσχοφόρος, από μάρμαρο Υμηττού, πορεύομαι. Η γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, κουνάει το σώμα μπρος πίσω, βγάζει φωνή και οιμώζει: Ο ήλιος να χαθεί, χαλάζι και φωτιά και αίμα. Σεισμός, χολέρα και θάνατος αντρών. Τ’ αρσενικά που γέννησα να γίνουν συμφορά, ν’ απλώσουνε τη σύφιλη. Θ’ ανηφορίσω στους Δελφούς, και τ’ όνομα που θ’ ακουστεί: Απολλύων.

Διάφανος, πετάω ένα-ένα τα βρεγμένα ρούχα καταγής. Στα βάθη αυτής της ύλης μπαίνω και ξαναμπαίνω, ίσαμε τον άνθρακα και το σίδερο. Ανασύρω τα μέταλλα με τ’ αρχαία ονόματα, αγγίζω τα νωπά αγάλματα πεσμένα μπρούμυτα στη λάσπη. Πεσμένος μπρούμυτα, η υγρασία περνάει μέσα μου.

Ανοίγω τη γυναίκα και αποθέτω το σπέρμα μου, να γεννηθεί ο γιος μου. Ο γιος του κι ο γιος του, οι απόγονοι του Απόλλωνα. Να σκορπιστούν στη γη, να ιδρύσουν πολιτείες. Να χτίσουν τείχη ισχυρά, θέατρα και παλαίστρες. Να σηκώσουν το κάτω χρυσάφι, να κόψουν τάλαντα και να καρπίσουν γιους. Κι οι γιοί τους γιους, τον Έλληνα, τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο, τον Ίωνα και τον Αχαιό.

Γένοιτο.