Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου αυτοανθολογείται

Η πολιτογραφημένη Καβαλιώτισσα ποιήτρια (αυτο)«συστήνεται» μέσα από το «Νέο Πλανόδιον» επιλέγοντας ανθολογήσει ποιήματά της, δημοσιευμένα και μη


Ο εκδοτικός πληθωρισμός, από τη μια, και η κατασίγαση της κριτικής, από την άλλη, καθιστούν όλο και πιο δύσκολη την ουσιαστική επαφή του αναγνώστη με το έργο των συγκαιρινών μας ποιητών και πεζογράφων, ακόμη και όταν αυτοί είναι (σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ιδίως τότε) κατ’ όνομα ακουστοί. Σκοπός της στήλης είναι να προσφέρει μια είσοδο στο έργο των ανθολογουμένων κατά το δυνατόν προσιτή (ένεκα του μέσου) και αρμόδια (αφού όσα ξέρει ο νοικοκύρης…).


Ν Ε Ο  Π Λ Α Ν Ο Δ Ι Ο Ν

ΗΓεωργία Τριανταφυλλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Ο ποιητής έξω, Άγρα 2004, Δικαίωμα προσδοκίας, Άγρα 2008, Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Γιάννη Γκούμα και έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία Hellenica – το καινούργιο εντός ή πέραν της γλώσσας: Aνθολογία νέων Ελλήνων  ποιητών (Γαβριηλίδης 2009), και στα γαλλικά από τον Μισέλ Βόλκοβιτς, δημοσιευμένα στον 5ο τόμο της Ανθολογίας που επιμελείται ο ίδιος με τίτλο Έλληνες ποιητές του 21ου αι. από τις εκδόσεις Le miel des anges, 2017.

Συμμετείχε επίσης στην ανθολογία Austerity Measures σε επιμέλεια της Karen Van Dyck, Penguin 2016, καθώς και στην ανθολογία Dichtung mit Biss, Edition Romiosin, 2018 σε γερμανική μετάφραση Τόρστεν Ίσραελ.

Για μια οκταετία δημοσίευε βιβλιοκριτικές αλλά και κείμενα συνεντεύξεων στο ΠεριΩδικό της πόλης (Καβάλα).

Από το 2001 ζει μόνιμα στην Καβάλα.


Ο ποιητής έξω και πέρα από κάθε λογική τα βάζει με τον ήλιο:

«Ο ήλιος είναι το κουρδιστό πορτοκάλι. Ένα θανάσιμο παιχνίδι με τα υψωμένα βλέφαρα όταν φεύγει. Ένα εγερτήριο σάλπισμα για τα κατεβασμένα ματόφυλλα όταν έρχεται. Κι εγώ δε θ’ αφήσω να με κυριέψει άλλη αγωνία. Πώς να με κυριέψει άλλη αγωνία; Αφού η νύχτα υποχρεώνει την αγρύπνια μου στην αντιγραφή του θανάτου. Αφού η μέρα εξαναγκάζει τον ύπνο μου στην αποστήθιση της ζωής.
Ο ήλιος είναι ο είρων χρόνος»

Ο ποιητής έξω από τα σύνορα της χώρας.

Απαντά ο τηλεφωνητής του. Ο τηλεφωνητής είναι το ολοπρόθυμο κριτήριο αξιολόγησης: «Αφήστε τη φωνή σας και θα διαισθανθώ». Ένας ψυχρός άνεμος φυσάει βαθιά μέσα στο αυτί. Η άχνα όταν βγαίνει σαν πάχνη πέφτει. Το μήνυμα είναι: «Καλά Χριστούγεννα». Εκ των υστέρων, ο ποιητής θα ήθελε να ήταν εκεί εκεί, επιδεινώνοντας με την παρουσία του τη θέση του φαντάσματος της παρουσίας του».

Ο ποιητής έξω από το σώμα

της γυναίκας που πόθησε. Μαζεύεται σε μιαν άκρη. Όσο ο πόθος του απλώνεται, τόσο συρρικνώνεται το σώμα του. Ο πόθος καταλαμβάνει το δωμάτιο, κυριεύει την υπόλοιπη ανδρική συντροφιά που ικανοποιεί το πάθος της για τη γυναίκα του ποιητή. Στο μεταξύ αυτός συρρικνώνεται και συρρικνώνεται, γίνεται μια κουκκίδα πάνω δεξιά στο μαξιλάρι του κρεβατιού της. Η γυναίκα απορημένη καρφώνει το βλέμμα στην κουκκίδα. Μα γιατί αργεί τόσο πολύ το σώμα του; Αργότερα θα καταλάβει ότι αυτή η άνω τελεία τον κάνει καλύτερο εραστή από άλλους ποιητές.

(Ο ποιητής έξω, Άγρα 2004)
⸞⸟ ⸟⸞

 

ΒΡΑΔΙΝΑ ΝΕΡΑ

( παρακλαυσίθυρον )

Δάκρυα δεν έχω να μουσκέψουν τα μάγουλα
ούτε τα χέρια που θα σκίσουνε ρούχα.
Ακύμαντο πρόσωπο, ατάραχο σώμα
Σωρός τα βιβλία περιμένουν για διάβασμα
Και δυο γιοι το βραδάκι να πιούνε το γάλα τους.

Από κει μέσα σιωπηλά
εγώ κι οι μαύρες σκέψεις μου
εγώ κι ο ευφυής εξοπλισμός μου στο σκοτάδι
–γιατί πικραίνεται καλύτερα όποιος τη νύχτα πικραίνεται–
στήνουμε αυτί ν’ ακούσουμε τα κλάματα
που, επιτέλους, θα μας μπήξουν στο σκληρό κατώφλι.

(Δικαίωμα προσδοκίας, Άγρα 2008)
⸞⸟ ⸟⸞

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

Ας θέσω της αγάπης ασήμαντους όρους
σκαλιστά φτερά , όστρακα κι ερωτιδείς.
Ας σταθώ, επιτέλους, σε ασήμαντους χώρους.

Στη ζωή μου ας χαρίσω μια ελαφρότερη στέγη
καμωμένη από πέτρες και φτηνά υλικά.
Ας στραφώ, παραδόξως, προς ό,τι με θέλγει.

Ας χτίσω ναό για ιέρειες εξώλης
που θα φεύγουν την άνοιξη τρελαμένα πουλιά.
Ας πιαστεί στην ουρά τους το φουστάνι της πόλης.

Ας στηρίξω την αίσθηση με χίλιες νευρώσεις
ν’ απαλύνουν τον όγκο που σηκώνει το βάρος.
Κι ας γκρεμίσω μεμιάς μόλις λίγο ιδρώσεις.

Ας φταίω που κυλιέσαι σ’ ανοιχτό οικοδόμημα
και θηρία σ’ ορέγονται με χαίτη πυκνή.
Αν σου γλείψω τα αίματα, θα μου πλύνεις τ’ ανόμημα;

Ένα βράδυ όλο κι όλο βραδιάζει στη γη.

(Δικαίωμα προσδοκίας, Άγρα 2008)
⸞⸟ ⸟⸞
ΣΤΗ ΒΟΛΒΗ

Θέλω να ζωγραφίσω μια λίμνη
με βρόμικα νερά και καλαμιές στα ρηχά.
Δυο τρεις μάγκες σφυρίζουν με νόημα κοιτάζοντας τον ουρανό
κι έπειτα ο τόπος γεμίζει σκοτωμένες αγριόπαπιες.
Είμαι τόσο λυπημένη.
Το πολύ πολύ να ζωγραφίσω μια λίμνη
με βρόμικα νερά και καλαμιές στα ρηχά.
Δυο τρεις μάγκες σφυρίζουν με νόημα κοιτάζοντας τον ουρανό
και περνούν για πάπιες κάτι άτυχα μαυροπούλια άνοστα.

(Δικαίωμα προσδοκίας, Άγρα 2008)
⸞⸟ ⸟⸞
ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
Ξεφούρνιζαν άσπρα στρογγυλά ψωμιά
σαν αχνιστές πανσελήνους.
Έβαζαν τα ψωμιά σε ρηχά πανέρια
κι απ’ τα πανέρια περίσσευαν
όπως όταν θέλω να φύγω πολύ.
(Δικαίωμα προσδοκίας, Άγρα 2008)
⸞⸟ ⸟⸞
ΚΑΛΕΣΜΑ

Να δεχτούμε
ότι το ψέμα είναι μουσική ύλη
και το λάθος η ανάμνηση του θριάμβου,
η κλοπή είναι η αποθέωση του εργατικού μόχθου
κι η απάτη μια τελετουργία της σποράς.
Να δεχτούμε ότι κολυμπήσαμε
σε θάλασσες λάθους, ψέματος, κλοπής, απάτης.
Όμως, να μην καταδεχτούμε
να προσκυνήσουν τους χωριάτικους ναούς μας
σα μετανιωμένοι
όλοι εκείνοι που μας είπαν ψέματα στ’ αλήθεια.

(Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017)
⸞⸟ ⸟⸞
ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ

Φιλημένοι ύστερα από παρακάλια.
Ικέτες χωρίς γόνατα να προσπέσουν.
Πεσμένοι στην άσφαλτο και πάλι ριγμένοι
στο ανασήκωμα.
Αποκρουστικοί που έγιναν άνθρωποι ως αποκρουσμένοι.
Άυπνοι που επιμηκύνονται δίχως προοπτική αυγής.
Γείτονες στη γειτονιά με τα τελευταία σπίτια.
Κάποιοι ωραίοι που δεν το έμαθαν.
Όσοι δεν έχουν καμιά περιέργεια για τη γνώση.
Φύλακες των παραπηγμάτων ενός πανηγυριού.
Σκασμένοι στα γέλια μπρος στην πένθιμη μεγαλοπρέπεια μιας κηδείας.
Ολοένα περισσότερο απλοί, ανίκανοι να αυτοεπιβεβαιωθούν.
Συλλέκτες Ρώσων κλασσικών, απάντων δερματόδετων.
Εκείνοι που για έρωτα μάς άφησαν το αστρικό τους σώμα
πια.
Κι όλοι εκείνοι που αντίκρισαν στα μάτια τους μπροστά
τα όνειρά τους να πέφτουν στο τηγάνι
έχουν μια μυρωδιά απ’ τον παλιό πατέρα μου.

(Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017)
⸞⸟ ⸟⸞
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Οι άνθρωποι έχουν ακουστά θανάτους.
Ίσως, γιατί ποτέ δεν θα ακούσουν τον δικό τους.
Ίσως, γιατί ο δικός τους δεν θα εισακούσει φτάνοντας.
Κάθε τόσο, στέκονται όρθιοι
μπροστά σε οριζόντια χώματα.
(Είναι αυτό που λένε διασταύρωση ζωής-θανάτου).
Κάνει μια λύπη διαπεραστική σαν κρύο τότε.
Μετά, καλοκαιριάζει στα νησιά
ούτε γνωρίζουν πού πατά το πόδι τους
κι ότι ο θάνατός τους, τον θάνατο πατάει.

Αφού, αν πιστέψω το μουσείο
σε κάθε επίσκεψη φιλότεχνων ανθρώπων
ο Ποσειδώνας πάντα θα καταπλακώνει έναν γίγαντα
μ’ ολόκληρη τη νήσο Νίσυρο.

(Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017)
⸞⸟ ⸟⸞
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο χωρισμός φαίνεται πάνω στο έδαφος
Ο χρόνος έχει τα δικά του στεγανά
Η ματιά καθορίζει τα τοπία
Σε καταλαβαίνω ως την κατάρρευση.

Το βράδυ είναι η υπέροχη ιδανικότητα
Δεν υπάρχει σπίτι για μας
Διατάζεις την εκκένωση των ωρών
Προκύπτει ένας άρρωστος χώρος..

Στρατιωτικές παρελάσεις, θρησκευτικές λιτανείες
Ό,τι αναπτύσσεται στην οδό του θριάμβου
Χθες σου είχα τυφλωμένη εμπιστοσύνη
Σήμερα βαθαίνει η ρίζα του δράματος.

Αυτό που θέλω να πω είναι
Όταν βαδίζεις ολομόναχος, έχε το νου σου
στους εξηγητές περιπάτων που καραδοκούν.
Περπατάς λίγο, διαδίδουν,
και περισσότερο πληγώνεις τον εγωισμό του δρόμου.

(Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017)
⸞⸟ ⸟⸞
TΡΕΛΑΜΕΝΟ

Τι ωραίο σώμα
ξύπνησε σήμερα το πρωί κατακόκκινο χαμηλά στην κοιλιά
κάτι το περπάτησε αυτό το ωραίο σώμα
και του έλεγα
«σκίζε τα, να μη διανυκτερεύουν – ας είναι και σκουπίδια
μέσα στο δωμάτιό σου
τις νύχτες χιμούν ολόκληρα και εκδικούνται»
του έλεγα γιατί είμαι με το μέρος των τρελών
αυτών που στύβουν το μυαλό τους
βαφτίζουν τα έντομα, ποιήματα
για να διασκεδάσουν τη ζήλεια τους
που ένα τιποτένιο φτερό κοκκινίζει με άνεση
χαμηλά την κοιλιά σου.

(Δανεικά αγύριστα, Κίχλη 2017)
⸞⸟ ⸟⸞
ZΗΛΕΙΕΣ ΜΟΥ

Δεν παλεύεται αυτή η ζήλεια
για το στενάκι που κόβει δρόμο
και βγάζει κατευθείαν στην ακρολιμνιά.
Ονειρεύομαι τρόπους εκδίωξης των περιπάτων
απ’ τα βασίλεια των βαυαρικών δασών.
Μόνο ένα στενάκι θέλω
να βγάζει κατευθείαν στην ακρολιμνιά.

Ζηλεύω τους ανθρώπους όταν βαθύτατα περιφρονούν
αυτό που είσαι μια στιγμή νυχτιάς μέσα στη μαύρη αλήθεια.
Δεν χρειάζεται καν να ονειρευτούν
τρόπους εκδίωξης των ασθενέστερων ψυχών.
Τις διώχνουν μια χαρά από κοντά τους.

Έτσι αρχίζουν να ξεμακραίνουν οι λεοντόκαρδοι δρόμοι.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι η ακρολιμνιά
μοιάζουν με ό,τι προσπαθώ να ξεγλιστρήσω:
πυκνά βασίλεια βαυαρικών δασών,
δέντρα που ρίχνουν τον κορμό αντί τα φύλλα.

Νιώθω μια ζήλεια απάλευτη για το στενό.
Για τους ανθρώπους, συνεχείς σπασμούς
ενός αρχαίου φθόνου και δυσμάχητου.

(Πρώτη δημοσίευση)
⸞⸟ ⸟⸞
ΡΟΥΧΟ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Φθινόπωρο ήταν πάλι.
Η εποχή που φτάνουν στο απόγειο οι λυπημένοι άνθρωποι
κι αργά κατρακυλούν προς τη χαρά. Ή πέφτουν κάθετα στη λύπηση
των άλλων όπως τα κάστανα στο χώμα.
Φθινόπωρο ήταν πάλι, υπόμνηση ενός στυλ.
Eγώ κι εσύ συζητητές: άγριες επάρσεις στο μπαλκόνι της κουβέντας.
— Εγώ θα υψωθώ κι εσύ θα υψωθείς καλύτερα.
— Μαζί θα καταπέσουμε στη λύπηση των άλλων.
Θυμάμαι , έπινες κονιάκ και χτύπαγες τα γράμματα με ζέση.
Θέλω να γράψω , σου έλεγα, ποίημα αξιαγάπητο και ελαφρύ
σαν της μητέρας μου το φθινοπωρινό μαντώ
σε κείνη τη φωτογραφία του ΄60, όλο ανάγλυφα εξώραφα
και στριμωγμένους εραστές μια κάποιας φήμης τοπικής.
Φθινόπωρο είναι πάλι.
Κρυώνω εγώ, που αναδύθηκα ως του Θεού τα παγωμένα πόδια
κι από τον Μάρτη ενορχηστρώνω
τη γενική ιδέα των κρυστάλλινων νερών.
Τρέμω και τρέχει ο νους μου στο κονιάκ που έπινες.
Και στο ημίφως ράβω ποίημα,
να μου φορέσει μυστικά το φθινοπωρινό μαντώ
γραμμένο απ’ τα χεράκια σου.

(Πρώτη δημοσίευση)
⸞⸟ ⸟⸞
ΒΥΣΣΙΝΑΔΑ

Υπάρχει μια πορεία
από τα λόγια στα λόγια και όχι στις πράξεις.
Άλλοι το λένε έμπνευση
άλλοι σταδιακή εκμετάλλευση του συνομιλητή.
Πιάνεσαι από τις λέξεις του
–χειρολαβές του τυχαίου και μιας τυχοδιώκτριας–
λίγο να φρενάρει, γαντζώνεσαι
λίγο να γκαζώσει, φορτσάρεις.
Υπάρχει μια πορεία
από τις λέξεις κάποιου στην τρελή επιθυμία να τις καταπιείς.
Όποιος λέει ότι ρουφάει τα λόγια σου σαν παγωμένη βυσσινάδα
σε βγάζει νυχτιάτικα στο δρόμο
στο πρώτο άγρυπνο περίπτερο
που θα το φέρει μπρος η τύχη και μια τυχοδιώκτρια δίψα.
Υπάρχει αυτή η πορεία
από τα λόγια στα λόγια και προς τα λόγια απαρέγκλιτα :
— Μια βυσσινάδα ΒΙΚΟΣ, σας παρακαλώ!
Ο περιπτεράς ολότελα αγνοεί
ότι εκείνη τη στιγμή σερβίρει ξεδιψαστικό
τον εαυτό της στην πελάτισσα.

(Πρώτη δημοσίευση)
⸞⸟ ⸟⸞
ΣΕΞΥ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ

Εγώ την προκάλεσα:
μαύρη μπόρα σε ημερήσιο φως

Έχω επτά λόγους:
ο όγδοος χλόμιασε

Δυνατή βροχή:
γλιτώνω το πότισμα

Ιερό καθήκον:
η εσωτερική αυταρέσκεια

Τα έκανα μούσκεμα:
μέσα μου

Από τραπέζης και κοίτης:
μόνο από τραπέζης

Μόνο από τραπέζης:
ποτέ από κοίτης

Έχω επτά λόγους:
Ο όγδοος με γέλασε

«Τα κρεβατάκια των επτά νάνων
θα είναι πάντα επτά

τι καλά, τι καλά!»

(Πρώτη δημοσίευση)
⸞⸟ ⸟⸞
ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΠΛΕΥΣΗΣ

Στα όνειρα βαδίζεις μπροστά
χτυπάς το λευκό μπαστούνι του τυφλού
για να παραμερίσει η νύχτα.
Στα όνειρα έρχομαι κατόπιν
είμαι η αθόρυβη οπισθοφυλακή
που επιτηρεί τα νώτα.
Στα όνειρα δεν έχεις λεφτά
κρατάς ένα άδειο, τενεκεδένιο κουτί
και κουδουνίζουν τα μάτια σου.
Στα όνειρα δεν έχω ελπίδα
βαστάω τις χούφτες στα χέρια μου
κι από μέσα αναβλύζουν νομίσματα.
Στα όνειρα προπορεύεσαι τυφλός
κουδουνίζουν τα μάτια σου.
Στα όνειρα είμαι η ακόλουθος
αναβλύζουν οι χούφτες μου.
Όνειρο είναι το μέγα εγωθραυστικό
στη θάλασσα του ύπνου μας.
Εκεί γινόμαστε δυο χέρια
κρατάμε σφιχτά ένα μοναδικό κουπί
που αλληλοκοιτάζεται με το κουπί του.

(Πρώτη δημοσίευση)