Dark room στην Ακρόπολη

«ο πεσμένος Στύλος, σημειολογικά, θα μπορούσε να είναι η εικόνα ενός τεράστιου φαλού σε… υποχώρηση...»


Των Αντώνη & Κωνσταντίνου Κούφαλη

To σενάριο που θα διαβάσετε παρακάτω δεν αφορά σε ταινία fiction. Δεν πρόκειται δηλαδή για ταινία μικρού ή μεγάλου μήκους με υπόθεση. Θέλουμε να πούμε πως ό,τι συμβαίνει, βγαίνει μέσα από πλαίσιο μιας παρόρμησης, ενός χαβαλέ παρεΐστικου, μιας ηλιθιότητας  που αποβλέπει στην πρόκληση και μόνο. 

Είναι ένα εν δυνάμει project όπως λένε οι επαϊοντες που σχεδιάζει στο χαρτί τη δυνατότητα μεταφοράς στο πανί (!) την ιστορία μιας ομάδας απελευθερωμένων (sic) που αποφασίζουν να περάσουν στην πράξη μετά το σχετικό  ρεπεράζ. (ρεπεράζ για τους μη ειδικούς είναι η ανεύρεση των κατάλληλων χώρων και συνθηκών ώστε να πραγματοποιηθεί το ”σουτάρισμα”!)  Το κάστ δεν είναι συγκεκριμένο. Μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη διαθεσιμότητα, τη διάθεση, τον καιρό, την εξεταστική… Από δύο, το μίνιμουμ, μέχρι όλοι οι καλοί χωράνε. Όρεξη να υπάρχει και θέα. Χώρος άπλετος και φως Αττικό.

Για τον λόγο αυτό, ”σκηνοθέτης”, ”σεναριογράφος” και ”διευθυντής φωτογραφίας” (!) με την κάμερα και τα σημειωματάρια ανά χείρας παίρνουν σβάρνα τους δρόμους και τις ρούγες προκειμένου να εντοπίσουν το κατάλληλο σκηνικό που θα χρησιμεύσει σαν φόντο   ώστε ο σεξουαλικός ακτιβισμός της παρέας να αποκαλύψει  σε όλο της το μεγαλείο την ζωώδη δύναμη της συνεύρεσης ανάμεσα στα κάθε είδους δίποδα  που κολυμπάνε ελεύθερα στους υπονόμους αυτής της μοχθηρής και ασυνάρτητης πόλης.

Πρέπει να πετάξουμε  τη μιζέρια και την ανασφάλεια από το μπαλκόνι, λέει ο ”σεναριογράφος”.

Να ξεχάσουμε τις αναστολές, να βάψουμε κόκκινες τις φοβίες, προσθέτει ο ”σκηνοθέτης”.

Να ντυθούμε με αστερόσκονη, να ζήσουμε τη στιγμή, συμπληρώνει ο ”κάμεραμαν”.

Όλα στη φόρα!, ανέκραξαν οι τρεις φωστήρες και πήραν τους δρόμους.

Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν. Θα ήταν το ιδανικό ντεκόρ αν δεν είχε τόση φασαρία, είπε ο πρώτος.

Όχι, δεν βοηθάει η κίνηση. Μπορεί να τους αποσπάσει ο θόρυβος, είπε ο δεύτερος.

Και όμως, επιμένει ο πρώτος, ο πεσμένος Στύλος, σημειολογικά, θα μπορούσε να είναι η εικόνα ενός τεράστιου φαλού σε… υποχώρηση , ενώ οι δεκαπέντε όρθιοι, ισάριθμες τροπαιοφόρες  αναμετρήσεις.

Μα δεν βλέπετε; Επεμβαίνει ο τρίτος. Δεν υπάρχει κόσμος,  άσε που ο Υμηττός  απέναντι με τις κεραίες, χαλάει το πλάνο. 

Τότε πάμε Καλλιμάρμαρο.  

Γιατί  Καλλιμάρμαρο; Να πάμε στο Ρέμα της  Χελιδονούς.

Και γιατί στης  Χελιδονούς; Να πάμε  Καραϊσκάκη.

Κι άμα έχουν προπόνηση; Να πάμε Ριζούπολη.

Κάτω τα χέρια από τους Απολλωνιστές ρε!  Να πάμε Φιλαδέλφεια.

Και γιατί Φιλαδέλφεια; Να πάμε ″Απόστολος  Νικολαίδης’”; 

Είστε σοβαροί ; Παίζετε με τον πόνο μου;  Ακρόπολη πάμε. Τελεία και παύλα! Πάρτους τηλέφωνο, σε μισή ώρα στα σκαλιά του Ηρώδειου, όλοι.

Εκόντες άκοντες τεχνικοί και καστ με το πρώτο ντραφτ (!) ανά χείρας, περιδιαβαίνουν το λιθόστρωτο του Πικιώνη, και ανηφορίζουν  προς τα Προπύλαια συζητώντας και αναλύοντας τους ρόλους.

Εδώ στην δεύτερη σελίδα, είμαι εγώ κάτω κι εσύ πίσω μου.

Όχι, δεν κατάλαβες. Εσύ είσαι πίσω μου κι εγώ ανάσκελα.

Κι αυτός πίσω από μένα ποιος είναι;

Μπήκε τελευταία στιγμή με μέσοΛένε πως έχει μεγάλο ταλέντο.

Κι εγώ θα την πληρώσω; Δεν μου αρέσει καθόλου.

Μην αγχώνεσαι, δεν λέει πολλά. Τον παίρνει από τη μέση και κάτω. 

Γι αυτό αγχώνομαι. Τέλος πάντων! ”Αν είναι να κουρελιάσουμε την ψευτοηθική των μπουρζουάδων και την υποκρισία της αρσενικιάς ξεπέτας, αν είναι να σπιλώσουμε την Ακρόπολη, το παράσημο του εθνικισμού, αν είναι να τσουβαλιάσουμε την αρχαιολατρία, την πατριαρχία, την εμπορευματοποίηση της μαζικής κουλτούρας”…, θα σφίξω τα δόντια. 

Μπράβο! Αυτό θα κάνω κι εγώ.

Κι ο χώρος; Πού θα ”σουτάρουμε’”; Θα μπούμε Παρθενώνα

Όχι, είναι φόρα παρτίδα και θα μας τσιμπήσουν οι φύλακες. Βρήκαμε  καβάντζα στο  Ερέχθειο, πίσω από τις Καρυάτιδες.

Έχω θέμα με το ΕρέχθειοΔεν αισθάνομαι άνετα.

Δηλαδή;

Πού θα ξεντυθώ;  Πώς θα ξαπλώσω πάνω στις πλάκες που βάρεσε ο Ποσειδώνας τη Τρίαινα του; Νομίζω πως θα ακούσω τη θάλασσα να αναβλύζει. Δεν είναι και καλοκαίρι. Έπειτα,  φοβάμαι την Αθηνά. Ήταν πολύ εκδικητική και διεκδικητική, ξέρεις. Νομίζω πως θα μας παίρνει μάτι. 

Μήπως υπερβάλεις; Αν έχεις παραισθήσεις, το κάνουμε έξω.

Πού; Κάτω απ’ την ιερή ελιά της; Πας καλά; Σαν να τη βλέπω να βαράει το δόρυ της στο βράχο. Θα μας θάψει μαζί με τον Κέκροπα και τον Ερεχθέα. Όχι, όχι δεν μπορούν τρεις μαϊμούδες να κρέμονται από τα κλαδιά της ελιάς της  για το χατίρι μιας πλάκας. Έπειτα είναι το φίδι

Κι εγώ το τρέμω.

Της Αθηνάς, καραγκιόζη. Το ιερό φίδι που ζει στο χώρο και τρέφεται με μέλι. Έτσι κι εμφανιστεί ξαφνικά ; 

Έτσι που το πας, να μη στήσουμε καν. Να σηκωθούμε και να φύγουμε.  Δεν έχουμε άλλες επιλογές. Τον Παρθενώνα, ξέχνα τον.

Σαν να μην έχεις άδικο. Δεν μου λες ; Γιατί δεν πάμε Φιλοπάππου;

Μιλάς σοβαρά ;  Άκου Φιλοπάππου. Κάτι πιο καινούριο;

Εντάξει ο καθένας βγάζει τα μάτια του εκεί μέρα μεσημέρι, αλλά εμείς θα το δείξουμε αλλιώς.

Πώς αλλιώς ;

Ξέρω γω ; Κόλλησα…(μικρή παύση)

Μήπως ν’ αλλάξουμε το σενάριο; Αντί να φασονόμαστε στα αρχαία, δεν πάμε σπιτάκι να κάνουμε ήσυχα κι ωραία την πλάκα μας, να παραγγείλουμε μια σπέσιαλ  απ’ τη γωνία και να βάλουμε βίντεο τον Ζήκο που κόβει τον πατσά με το ψαλίδι κι είναι ερωτευμένος με τη Φιφίκα, και έχει αφεντικό τον κυρ Παντελή που είναι καψούρης με την Λίτσα αλλά η  κυρά Δέσποινα τον προξενεύει στην Αρτεμισία που έδωσε τη λεκάνη με τον ορό στον Πιλάτο για να νίψει τας χείρας του; 

Κι ας αφήσουμε τα Μεγάλα και τα Αιώνια στην ησυχία τους.


Πηγή: Huffington Post Greece


 

Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης είναι θεατρικοί συγγραφείς