Οδοιπορικό στη μνήμη: Με αφορμή το νέο βιβλίο του «αναγεννησιακού δημιουργού» Θοδωρή Γκόνη…

Για «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα»


Της Ελένης Γκίκα

7ιστορίες μέσα από τις οποίες ο συγγραφέας επιχειρεί ένα διπλό ταξίδι στον τόπο και στις αναμνήσεις του, σκιαγραφώντας την ανθρωπογεωγραφία και τα συναισθήματα που τον καθόρισαν, επινοώντας εκ νέου την περίληψη του κόσμου του. Με μιαν ανάσα και έναν έντονο εσωτερικό διαρκές ρυθμό.

Αναγεννησιακός δημιουργός ο Θοδωρής Γκόνης, σκηνοθέτης, στιχουργός, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων αλλά πρωτίστως ποιητής καθ’ όλα, στη ζωή του και συνολικά στο έργο του, στην καινούργια συλλογή με διηγήματα ξαναθυμάται, επινοώντας εκ νέου, τη ζωή και τις αναμνήσεις του.

Μέσα από τα επτά διηγήματα του βιβλίου επιχειρεί και επιτυγχάνει ένα σπάνιο οδοιπορικό στη μνήμη με στέρεα υλικά (ό,τι συνέβη) αλλά με διπλή ματιά, την εφηβική τότε και εκείνη σήμερα του ποιητή.

Με αφηγητή έναν επαίτη που ζει σαν τα πετεινά του ουρανού, κερδίζοντας την κάθε του μέρα, ακτινογραφεί πόλη και ανθρώπινες συμπεριφορές σε βάθος, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα τους, αφαιρώντας ψιμύθια και προφάσεις, σκορπίζοντας άλλοθι και συνήθη ψεύδη καθημερινά. Με «Ένα ποτήρι του νερού κρασί» ενδεχομένως και να συναντά και να ταυτίζεται με τον επαίτη ποιητή σε ένα εσωτερικό μονόλογο, συνεδρία μαζί κι εξομολόγηση που διαρκεί σαράντα σελίδες και παραμένει χωρίς τελεία ανοιχτή σαν ζωή. Ό,τι είναι να αρχίσει έχει ήδη ξεκινήσει προ πολλού και αφού η ζωή συνεχίζεται όλα είναι ανοιχτά σε ένα αδιευκρίνιστο, αξεδιάλυτο ακόμα παρόν.

Στα άλλα έξι διηγήματα του βιβλίου, «Ο λάκκος της σφαγής», «Η κόκκινη Φλορέτα», «Ο Αποστόλης ο μάγειρας», «Το φιλί», «Το μεγάλο ποτάμι» και «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα», ολιγοσέλιδα, σαράντα σελίδες όλα μαζί, το οδοιπορικό στη μνήμη γίνεται καθαρά εσωτερικό, σχεδόν μια εμπειρία υπαρξιακή. Φωτίζοντας εκείνα τα σκοτεινά βάθη του ελάχιστου και ό,τι αφορά τα σημαντικά: ζωή, έρωτα, επανάσταση, θάνατο, ταφή. Με την ίδια σπαρακτικά τρυφερή φωνή.

Κατά συνέπεια έχουμε την ψυχή του τόπου, των ανθρώπων και των πραγμάτων, τα αποστάγματα που πόνεσαν και λαχτάρησαν, έγραψαν την περίληψη του Κόσμου του αφηγητή.

Εξάλλου, όπως θα διαβάσουμε, το αναγνωρίζει:

«εγώ έσκαψα τους τάφους τους εγώ σκάλισα τα ονόματά τους πάνω στην πέτρα και εγώ τους φύτεψα του κόσμου τα άνθη και τα λουλούδια με όλα τα χρώματα, τα άσπρα, τα μαβιά, τα κίτρινα, τα καφετιά και όλα τα μυριστικά, το δυόσμο, τη μέντα , τη λεβάντα, τη μαντζουράνα, το βασιλικό και το δεντρολίβανο, καθόμουν με τις ώρες τα πότιζα, τα πρόσεχα και τραγουδούσα, είχε ανοίξει η φωνή μου και ήρθανε τα λόγια και κυλούσανε σαν το ποτάμι το χειμώνα και έχυνα τα δάκρυα τα κόκκινα και καρτερούσα και περίμενα να βγει εκείνη κοπέλα πίσω από τους θάμνους και τις λυγαριές και πάνω στις σαράντα μέρες εμφανίστηκε κρυμμένη αυτή τη φορά, σκεπασμένη με το μαύρο φόρεμα του κόρακα» (Το μαύρο φόρεμα του κόρακα).

Με σταθερά υλικά, βαθύτατα ανθρώπινα και άκρως ποιητικά -όλα αποτελούν ποίηση- το παρελθόν μεταπλάθεται για να παραμείνει αληθινό και ίδιο. Και οι επτά ιστορίες αποτελούν ένα διαρκώς ανακυκλούμενο σκηνικό. Για τον αναγνώστη που συνειρμικά ξαναζεί τα δικά του, για τον συγγραφέα με όσα έζησε, αναζήτησε, έμαθε, συνεχίζει να αποκωδικοποιεί μέσα στο έργο του συνολικά. Υπογραμμίζοντας το κοινό αίσθημα και την ίδια αισθητική και ηθική με τα τραγούδια του, εφόσον ο Θοδωρής Γκόνης το κέντρο άξονα τον διέθετε εξ αρχής. Συνεπής, ανθρώπινος, με την ίδια κατά βάθος μοναχική διάθεση, χαρμολύπη και συντριβή.

Με υλικά ίδια με εκείνα των μεγάλων ποιητών σε κάθε του δημιουργικό βήμα. Μικρό αντίδωρο:

«άδειασα το γάλα, μαύρο, κατάμαυρο, σαν το κάρβουνο και το κατράμι, το γάλα της ζωής, σε πήρα από την κούνια στην αγκαλιά μου χωρίς να με βλέπει κανείς και σου το έδωσα να το πιεις ολόκληρο και μονορούφι, η φωτιά με τη φωτιά είπα και το φαρμάκι με το φαρμάκι και σε έριξα με την κούνια στο βαθύ στο μεγάλο ποτάμι που βγάζει στη θάλασσα»

Ποιος είπε, εξάλλου, ότι είναι παγωτό χωνάκι η ζωή;

Και λίγα βιογραφικά για τον ποιητή: Ο Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αλωνίσταινα της Αρκαδίας. Γεννήθηκε στην Γκάτζια Ναυπλίας. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Πέλλου Κατσέλη. Σπούδασε οικονομικά. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός μέχρι το 1996 – συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις του Θεατρικού Οργανισμού “Εποχή” του Β. Παπαβασιλείου. Από το 1996 ασχολήθηκε κυρίως με τη σκηνοθεσία. Σκηνοθέτησε έργα των: Μισιτζή, Χουρμούζη, Βιζυηνού, Βυζάντιου, Τερτσέτη, Χόρν, Ξενόπουλου, Παλαμά, Κεχαϊδη, Φάϊς, Γρηγοριάδη, Αναγνωστάκη, Γονατά, Παπαδιαμάντη, Λόρκα, Σαίξπηρ, Αισχύλου κ.α. για το Κ.Θ.Β.Ε., ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου, Πατρών, Β. Αιγαίου, Σερρών, Κομοτηνής ,Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις: Γουσταύος Κλάους σε συνεργασία με τον Ν.Ξυδάκη (“Πάτρα 2006 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης”), Έχω άνθρωπο σε συνεργασία με τον Κ.Λειβαδά (Ζυγός. Αθήνα 2006), Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή σε συνεργασία με τον Γ. Ανδρέου (Μέγαρo Μουσικής Αθηνών, 2007). Την περίοδο 2000 – 2007 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και από το 2008 εως το 2011 του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών. Το 1987 άρχισε τη συνεργασία του ως στιχουργός με τον Νίκο Ξυδάκη (Καϊρο – Ναύπλιο – Χαρτούμ, Κοντά στη Δόξα μια στιγμή, Τένεδος, Βενετσιάνα, Το μέλι των Γκρεμών, Βουή του Μύθου, Ακρωτήριο Ταίναρον, Ένα Τραγούδι για τον Νίκο Γκάτσο κ.α). Ακολούθησαν συνεργασίες του με τον Γιώργο Ανδρέου, Χρήστο Νικολόπουλο, Ορφέα Περίδη, Παντελή Θαλασσινό, Κώστα Λειβαδά, Τάσο Γκρούς, Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, Πέτρο Ταμπούρη, κ.ά. Από τον Απρίλιο του 2009 έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου.

Υπενθυμίζοντας, ανάμεσα στα βιβλία του, και τα: «Ένα τραγούδι για τον Γκάτσο», «Η πύλη της ξηράς», «Τα πορτοκάλια της Παλιάς Επιδαύρου», «Αγρινίου. Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή», «Ο ύπνος της Ανδριανουπόλεως», Εφτά λευκά πουκάμισα» κ.ά.

Πηγή: liberal.gr