Ο Διαμαντής Αξιώτης «συνομιλεί» με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων για το 2024

Το «σιαμαίο κακό» του Καβαλιώτη συγγραφέα και μέλους της Εταιρείας απέναντι σε «μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη»

Με τίτλο έναν στίχο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, «για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη» κυκλοφορεί φέτος, από τις Εκδόσεις «Σοκόλη» και με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, το λογοτεχνικό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων για το 2024, με κείμενα μελών της Εταιρείας.

Στο φετινό ημερολόγιο, 72 λογοτέχνες-μέλη της Εταιρείας «συνομιλούν» με τον στίχο του σημαντικού ποιητή.

Η έκδοση του Ημερολογίου της Εταιρείας Συγγραφέων για το 2024, συνέπεσε φέτος με μία θλιβερή όσο και αποτρόπαια συνθήκη. Την αναζωπύρωση των συγκρούσεων στον ευαίσθητο χώρο της Μέσης Ανατολής με τη σφαγή αθώων αμάχων πολιτών και παιδιών.

Για να ζούμε μια ζωή «δίχως φόβο και χλεύη» πρώτιστη και αναγκαία συνθήκη αποτελεί η ειρήνη, η εξάλειψη του ρατσισμού και της ρητορικής μίσους. Η μόνη επίλυση των διαφορών οφείλει να γίνεται στο πλαίσιο των ειρηνικών διαπραγματεύσεων, όπως ορίζουν οι διεθνείς συνθήκες.

Εξάλλου η λογοτεχνία αποτελεί διαχρονικά έναν πανανθρώπινο λόγο που ξεπερνά πολιτισμικές ή άλλου είδους διαφορές και κατορθώνει μέσα από την αποτύπωση της ανθρώπινης περιπέτειας να μιλήσει για όλους και όλες μας.

«Η συμπερίληψη» δε νοείται χωρίς την αλληλέγγυα στάση, ιδίως απέναντι σε ευάλωτες ομάδες είτε λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας είτε λόγω φυλής, αναπηρίας, θρησκευτικών πεποιθήσεων, εθνοτικής καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης, χαρακτηριστικών φύλου ή οικογενειακής κατάστασης κ.λπ. Χωρίς την κοινή προσπάθεια για έναν κόσμο όπου θα ζούμε όλοι και όλες δίχως φόβο και χλεύη, για μια ζωή με ελευθερία και αλληλοκατανόηση.

Η συμμετοχή του μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων Διαμαντή Αξιώτη

Σιαμαίο κακό #10

Οι νεκροί είναι εκεί, λες και δείχνεις ένα μαύρο σημάδι∙ αν σηκώσεις εκείνο το σκέπασμα, θα δεις να γυαλίζουν τα χρυσαφικά που φορούσαν όταν τους παράχωναν. Στον πατέρα σου αφήσαμε το μάλαμα στα δόντια. Τη βέρα την τράβηξα από βραδύς, έσταξε δυο σταγόνες αίμα. Τις έγλειψα με τη γλώσσα και πέρασα το χρυσικό σ’ αυτό το δάχτυλο, τον παράμεσο, πάνω απ’ τη δικιά μου.

Γιατί ήρθες πάλι στον ύπνο μου; τη μαλώνω. Γιατί σηκώθηκες νωρίς, χωρίς φως; Τέτοιες ώρες μονάχα το χνώτο σου μπορείς να διακρίνεις κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Το δωμάτιο ασπρίζει στην ομίχλη και την υγρασία της πόρτας. Κοίτα, λες, η μνήμη του πατέρα σου σκαρφαλώνει από τοίχο σε τοίχο. Ανοίγεις το ανατολικό παράθυρο να πεις τι βλέπεις. Δυο βλέπω, που έρχονται απ’ τη Θράκη.

Έχουν δυο κεφάλια στεφανωμένα με μαλλιά σγουρά, μακριά το ένα απ’ το άλλο. Τέσσερα πόδια μ’ όλα τους τα δάχτυλα χωρισμένα. Δυο χέρια: Ένα δεξιά, ένα αριστερά, δύο. Είναι σιαμαίοι. Δυο δίδυμοι σιαμαίοι, σ’ ένα άθροισμα. Ο ερχομός τους γίνεται γνωστός στο μαζεμένο πλήθος, με την επιθυμία του διαχωρισμού.

Οι γυναίκες σκεπάζουν τα παιδιά τους που βαλαντώνουν στο κλάμα και μανταλώνουν τις πόρτες από μέσα. Οι άντρες τραβιούνται στις γωνίες, αναρωτιούνται ποιος θα είναι εκείνος που θα αναλάβει να χωρίσει την κατάρα. Εγώ, λέω, και σηκώνω το τσεκούρι. Χαλασμός! φωνάζει η μάνα μου και τραβάει τις κουρτίνες να μη φανεί το κακό.

Εσύ τους χάλασες, λέει και σκουπίζει το αίμα απ’ το ρούχο μου. Δαιμονικό, ολοφύρεται, δαιμονικό! Καλά έπραξες, γιε μου, ήρθαν να μας κάψουν. Ρίχνει το φονικό όργανο στο πηγάδι, να το τραβήξουν τα νερά και να χαθεί στον μαύρο Πόντο. Έπρεπε να πεθάνουν, λέει, και τη βλέπω να σηκώνεται νωρίς, χωρίς φως, μονάχα το χνώτο κάτω απ’ τα σκεπάσματα.

*Από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων, Της νύχτας και του Ερέβους