Δώρα Στυλιανέση: Η αγάπη πάντα ελπίζει και δεν συμμαχεί ποτέ με τον θάνατο

Πόνος, θάνατος, παρηγοριά, αγάπη, ζωή, κάθαρση: Η ηθοποιός «ακτινογραφεί» την παράσταση «Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη στην οποία πρωταγωνιστεί μαζί με τον Άλκη Ζούπα

Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας παρουσιάζει το Σάββατο 19 και την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου στις 21:00, στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου, την παράσταση «Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, σε σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη, ενώ ερμηνεύουν η Δώρα Στυλιανέση και ο Άλκης Ζούπας [διαβάστε εδώ για την παράσταση].

Η Δώρα μίλησε στο KAVALA POST για το Θέατρο με αφορμή την παράσταση και… αντίστροφα: Μίλησε για την παράσταση με επίκεντρο τις αξίες του Θεάτρου, το οποίο «συνδιαλέγεται» με τις αξίες και τις αναπόφευκτες ρήτρες της ζωής οι οποίες «εγκιβωτίζονται» στην παράσταση, όπως είναι ο πόνος, η απώλεια, η αγάπη, η πίστη, η συμπόνια και η παρηγοριά.

Η ηθοποιός μιλάει, επίσης για τη δύναμη την οποία εκπέμπει το κείμενο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, μια δύναμη που καθορίζει την ταυτότητα της ίδιας της παράστασης, την έκφραση των συντελεστών της και το «κέρδος» των θεατών, ενώ κλείνει και με δύο «ευχές»: Να τελειώσει η πανδημία για να αναρρώσει το Θέατρο και τα ΔΗΠΕΘΕ να λάβουν την αξία και την προσοχή που τους αναλογεί, όχι χαριστικά, αλλά αξιακά.

Ό,τι και να έκανα, η μέρα μου τελείωνε με τη μελέτη του κειμένου, Χριστούγεννα, Πάσχα, δεν υπήρχε αργία…

Δώρα, καλείσαι να παίξεις έναν απαιτητικό ρόλο (λέξη-σύμβαση χάριν διαλόγου, καθώς το Θέατρο είναι γεμάτο απαιτήσεις) ή πιο δόκιμα, να μεταφέρεις στη σκηνή ένα απαιτητικό κείμενο. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό;
Το κείμενο είναι απαιτητικό, επειδή όμως ταυτοχρόνως, είναι και ένας θησαυρός λέξεων  το αίσθημα που έχω είναι μόνο χαρά. Έτσι λοιπόν,  ενώ το κείμενο  είναι αντικειμενικά δύσκολο ποτέ δεν με άγχωσε. Επίσης είχα πολύ χρόνο μελέτης, εκμάθησης και πρόβας, οπότε αυτό διευκόλυνε τα πράγματα. Δεν νομίζω πως γίνεται να παίξει ένας ηθοποιός ένα μεγάλης έκτασης κείμενο μέσα σε δύο μήνες. Ο Περικλής Μουστάκης μου είχε δηλώσει από την πρώτη στιγμή πως θα ξεκινήσουμε πρόβες κανονικές μόνον όταν θα ξέρω το κείμενο απ’ έξω και ανακατωτά. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά εγώ μάθαινα το κείμενο περίπου εννιά μήνες. Ήταν μια περίοδος από τις πιο χαρούμενες της ζωής μου. Ό,τι και να έκανα, η μέρα μου τελείωνε με τη μελέτη του κειμένου, Χριστούγεννα, Πάσχα, δεν υπήρχε αργία, γιατί λάτρευα το κείμενο και αδημονούσα να φτάσω σπίτι μου και να μελετήσω. Κάτι σαν έρωτας. Τέλος πάντων, το έμαθα πραγματικά απ’ έξω και ανακατωτά. Και μετά ξεκίνησε η πρόβα. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτηση, τίποτα δεν είναι δύσκολο όταν συνοδεύεται από δουλειά, υπομονή και χαρά.

Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό κάνει την παράσταση να «φλερτάρει» με το ύφος αναλογίου;
Το κείμενο είναι  μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο αφηγητής είναι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ο οποίος μιλάει για τη νεκρή αδερφή του, τη Γιούλα. Όμως  η ιδέα της παράστασης είναι ότι το κείμενο το λέει η Γιούλα, από το σύμπαν στο οποίο βρίσκεται, το σύμπαν που θα πάμε όλοι κάποια στιγμή. Σαν να διαβάζει το βιβλίο που έγραψε για κείνην ο αδερφός της. Να πούμε ότι στην παράσταση παίζει και ο Άλκης Ζούπας ο οποίος φέρει ένα «άλλο» πρόσωπο στη σκηνή, κάτι αλλόκοτο και δύσκολο να εξηγηθεί. Ένα μεγάλο κομμάτι του κειμένου παίζεται με δύο φωνές και είναι μαγικό όταν αυτές οι δύο φωνές γίνονται μία. Πολλοί θεατές μας έχουν πει ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού βγαίνουν οι φωνές και ότι ένιωθαν σα να ήταν μία φωνή μέσα από δύο σώματα. Ήταν εκπληκτικό. Από μόνο του αυτό σε έβαζε σε ένα άλλο σύμπαν, σε ένα σύμπαν όμως καθόλου φοβιστικό. Γιατί να είναι φοβιστικός ο θάνατος; Η παράσταση δεν φλερτάρει καθόλου με το ύφος αναλογίου.

Ο στόχος είναι να αποδοθεί το ρεαλιστικό νόημα του κειμένου. Η παράσταση, όμως, δεν είναι ρεαλιστική

Για να καταλάβει ο θεατής τι θα δει χωρίς να «προδώσουμε» την ταυτότητα της παράστασης: Υπάρχει ένα μείγμα ρεαλισμού, φαντασίας και υπέρ-ρεαλισμού. Τι υπερισχύει τελικά;
Ο ρεαλισμός είναι η βάση. Ο στόχος είναι να αποδοθεί το ρεαλιστικό νόημα του κειμένου. Η παράσταση, όμως, δεν είναι ρεαλιστική. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι όταν μιλάμε για ένα άλλο σύμπαν; Και όταν η νεκρή μιλάει μέσα από τα λόγια του αδερφού της; Κάτι είναι μετακινημένο. Δεν είναι στη θέση του. Είναι «αλλού». Ας αφήσουμε όμως και την έκπληξη για τον θεατή. Ας μην τα πούμε όλα.

Ο πόνος και τελικά η κάθαρση, η αγάπη και η παρηγοριά είναι τα δομικά στοιχεία του κειμένου. Μπορεί τελικά το Θέατρο και εν προκειμένω η συγκεκριμένη παράσταση θα «θρέψουν» την ψυχή του θεατή χωρίς να γίνει ηθικοπλαστική;
Σε αυτήν την ερώτηση θα απαντήσω με ένα απόσπασμα του βιβλίου: «Δεν πιστεύω διόλου σε όλη αυτή τη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική  λειτουργία του, πιστεύω μόνο ότι όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος. Αυτά τα εγκώμια του πόνου τα κάνουν άνθρωποι που μάλλον δεν έχουν πονέσει όσο λένε».

Διαπραγματεύεστε θεατρικά ένα διαχρονικό -από πλευράς μηνυμάτων- κείμενα και ως εκ τούτου, επίκαιρο. Μπορείς να το δεις αυτό στα μάτια των θεατών, ότι ταυτίζονται με τους ήρωες του κειμένου, ότι προβάλλουν τον προσωπικό τους πόνο σε κάθε σκηνή;
Δεν μπορώ να δω τίποτα την ώρα της παράστασης. Όμως στην Αγγλικανική Εκκλησία που η παράσταση ξεκίνησε αλλά και τη δεύτερη σεζόν που παίχτηκε στο bios αισθανόμουν ότι οι θεατές έχουν όχι μόνο συγκινηθεί αλλά έχουν μπει τόσο πολύ μέσα στην παράσταση που ήταν αδύνατον στο τέλος να φύγουν.  Κάποιος μας είπε ότι δεν ήθελα να φύγω γιατί στην παράσταση αισθανόμουν σαν να είμαι στην κοιλιά της μητέρας μου. Δεν έβλεπα ποτέ τους θεατές όμως πάντα ένιωθα ότι υπήρχε αυτό το αίσθημα, ήταν μέσα, μαζί μας, απόλυτα και ταυτισμένοι.

Ένα τέτοιο κείμενο, δοσμένο θεατρικά με τον ανάλογο τρόπο, είναι αναπόφευκτο να μη δώσει κάτι στον θεατή. Εσείς, όμως, οι ηθοποιοί τι κερδίσατε από το κείμενο, από την πρώτη ανάγνωσή του μέχρι τις πρόβες και τη σκηνή;
Πάρα πολλά. Πρώτα πρώτα κέρδισα πολλά σε σχέση με τον τρόπο δουλειάς με μεγάλα κείμενα, με τις αντοχές μου. Κατάλαβα πόσο αγαπάω το Θέατρο.  Κυρίως όμως αυτή η παράσταση με έκανε να προβληματιστώ σε σχέση με τη θρησκεία, με την πίστη στην οποία πάντα ήμουν με το ένα πόδι και με το ζήτημα της αγάπης, της αδερφικής αγάπης, κυρίως όταν εμένα προσωπικά με έχει βασανίσει πολύ.

Ακόμη και στον θάνατο ελλοχεύει μια λυρικότητα, ειδικά όταν υπάρχει η ρήτρα της έκφρασης, η οποία περισσεύει στην παράσταση. Έχοντας αυτήν την αίσθηση, ποιον εναλλακτικό τίτλο θα έβαζες στην παράσταση;
«Η αγάπη πάντα ελπίζει και δε συμμαχεί ποτέ με τον θάνατο, μα είναι αυτός ο αιώνιος αντίπαλός της»…

Από την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ μέχρι τα χρόνια του κορονοϊού, το Θέατρο πραγματεύεται και διαπραγματεύεται με τον πόνο και την πίστη σε βαθμό αμιγώς υπαρξιακό. Πόσο απέχει αυτή η παράσταση από αυτήν τη «διαπίστωση»;
Αυτό ακριβώς διαπραγματεύεται η παράσταση. Και το πόσο καθορίζει τον άνθρωπο ο πόνος. Ο Ζουμπουλάκης πιστεύει ότι ο πόνος, η αρρώστια για την ακρίβεια είναι το κύριο φιλοσοφικό ερώτημα και ότι θέτει το ζήτημα του νοήματος της ζωής, της σχέσης με τους άλλους, του Θεού, της ευδαιμονίας και της χαράς.

Αν και δεν είμαι λάτρης της στατιτιστικής, πόσα λεπτά σου πήρε να καταλάβεις ότι «ναι, αυτό το κείμενο είναι για μένα» ή το διαπίστωσες στην πορεία;
Από τις πρώτες σελίδες κατάλαβα ότι αυτό το κείμενο είναι για ‘μένα.

Θα ήμουν πολύ χαρούμενη να έμενα σε ένα μέρος όπως η Καβάλα, για παράδειγμα και να μπορούσα να παίζω

Παρεμπιπτόντως, άλλαξαν καθόλου τον τρόπο που αντιμετωπίζεις το θέατρο οι νέες συνθήκες των περιορισμών και των καταναγκασμών;
Δυστυχώς δεν είμαι πολύ αισιόδοξη για το Θέατρο μετά τον κορονοϊό. Το Θέατρο έχασε ένα μεγάλο μέρος του κοινού του με την πανδημία. Το ερώτημα είναι αν θα επιστρέψει αυτό το κοινό. Είναι πολύ στενόχωρο αυτό που συμβαίνει στο Θέατρο, στις χειμερινές αίθουσες, αλλά και στα χειμερινά σινεμά. Μακάρι να περάσει και να ξαναγυρίσουμε στην προ κορονοϊού εποχή.

Τα περιφερειακά θέατρα -εν προκειμένω αυτό της Καβάλας- παλεύουν με δαίμονες για να επιβιώσουν. Οι ηθοποιοί θέλουν, οι θεατές αδημονούν, τελικά ποιοι είναι αυτοί που δεν μπορούν να επενδύσουν στην καλλιτεχνική αποκέντρωση; Εκτός και αν εσείς βλέπετε κάτι διαφορετικό…
Τα ΔΗΠΕΘΕ είναι ένας σπουδαίος θεσμός και η Πολιτεία οφείλει να είναι δίπλα τους. Όλοι παίρνουμε χαρά όταν παίζουμε εκτός Αθηνών και οι καλλιτέχνες και οι θεατές. Προσωπικά, θα ήμουν πολύ χαρούμενη να έμενα σε ένα μέρος όπως η Καβάλα, για παράδειγμα και να μπορούσα να παίζω.

*Η Δώρα Στυλιανέση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Αποφοίτησε από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης το 1995. Έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες Περικλή Μουστάκη, Γιάννη Καραχισαρίδη, Ρούλα Πατεράκη, Μιχαήλ Μαρμαρινό, Σοφία Διονυσοπούλου κ.α.