Μικρή «απολογία»

Δεν έχω κανένα «θέμα» με τον Πέτρο Τατσόπουλο και τον «κάθε» Τατσόπουλο και ποσώς με ενδιαφέρει η καταγωγή του καθενός. Εκείνο που λέω (και επιμένω) είναι ότι εκ του ρόλου της και μόνο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη υποχρεούται να θέτει «πνευματικά όρια» και προτεραιότητες...


 

Του Μπάμπη Γαμβρέλη

 


Στις μέρες που οι διαδικτυακές ταχύτητες κατακρεουργούν σκέψεις και απόψεις, μοιραίο και αναπόφευκτο να παρατηρούνται συχνά φαινόμενα βιαστικών ερμηνειών συνοδεία εύκολων συμπερασμάτων. Η τάση να «μεταφράζουμε» τις γνώμες των άλλων κατά πώς μας βολεύει και μας εξυπηρετεί και να τις «καλουπώνουμε» επάνω στις προσωπικές μας ιδιοτέλειες (ιδεολογικές και μη) αποκτά πια χαρακτηριστικά… επιδημίας. Χειρισμοί που στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός από ανασφάλεια, υποκρύπτουν και μία αγωνία αυτοεπιβεβαίωσης. Δυστυχώς, από αυτόν τον «επικοινωνιακό κανόνα» δεν κατάφερε να ξεφύγει ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος ο οποίος «ερμήνευσε» ένα κείμενό μου (διαβάστε το εδώ) με το παρακάτω σχόλιο:

H Καβάλα στους Καβαλιώτες, η Χίος στους Χιώτες και η Μύκονος στους Μυκονιάτες… Χάθηκαν οι ντόπιοι και κουβαλάμε τους ξένους; Ανταπόκριση του Μπάμπη Γαμβρέλη από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2017 μετά Χριστόν. Με την αγάπη μου.

Πριν «απολογηθώ», οφείλω να επισημάνω το γεγονός ότι προς τιμήν του ο Πέτρος Τατσόπουλος αναδημοσίευσε στην προσωπική του σελίδα στο facebook ολόκληρο το κείμενο που (εμμέσως) τον αφορούσε. Δείγμα ότι δεν «εφαρμόζει» την πρακτική των κοινοποιήσεων μόνο όταν αυτές τον «θωπεύουν» και τον εξυμνούν (διαβάστε, για παράδειγμα, εδώ).

Ας έρθουμε όμως στα περί «συνόρων» και «ξένων». Ειλικρινά, αν από τα «συμφραζόμενα» του κειμένου μου εξάγεται το συμπέρασμα ότι πρόθεση και πρότασή μου είναι οι εκδηλώσεις της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (γιατί περί αυτής –και μόνον– ο λόγος) να περιορίζονται στους «εγχώριους» συγγραφείς, να το αποσύρω πάραυτα και να ζητήσω και συγνώμη για τη σύγχυση που δημιούργησε.

Όμως είναι έτσι; Μπορεί τα (πέρα ως πέρα ενδεικτικά) «παραδείγματα» του Διαμαντή Αξιώτη και του Γιάννη Ατζακά να θεωρηθούν ως πρόταση «γεωγραφικής περιχαράκωσης» και «επαρχιακής ανακύκλωσης»; Μπορεί η αναφορά των έργων τους να αντιμετωπιστεί ως «υπεράσπιση της εντοπιότητας»; Δεν θα επικαλεστώ τη μακροχρόνια «θητεία» μου στον πολιτισμό για να αποδείξω την αντίθεσή μου –ενίοτε και την απέχθειά μου– σε πρακτικές πνευματικής απομόνωσης. Θα προέτρεπα μόνο σε προσεκτικότερες αναγνώσεις πριν φτάσουμε στο σημείο να ξιφουλκήσουμε με ατάκες και συνθήματα του… ποδαριού!

Για να μην το «κουράζω»: δεν έχω κανένα «θέμα» με τον Πέτρο Τατσόπουλο και τον «κάθε» Τατσόπουλο. Και ποσώς με ενδιαφέρει η καταγωγή του καθενός. Εκείνο που λέω (και επιμένω) είναι ότι εκ του ρόλου της και μόνο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη υποχρεούται να θέτει «πνευματικά όρια» και προτεραιότητες. Όσο ελιτίστικο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο και όσο… αυστηρό! Γιατί, κακά τα ψέματα, μόνο έτσι ένας πνευματικός φορέας «κατοχυρώνει» το κύρος και την ποιότητά του. Μόνο όταν έχει «μέτρο» και «κανόνες». Όταν «ορίζει» αντί να «ορίζεται». Αυτά όλα όμως απαιτούν άσκηση, γνώση και παιδεία. Ειδάλλως… την αγάπη μου!