Του Διαμαντή Αξιώτη
Μνήμη Ελένης Ιορδάνου
Ευτύχησα να υπάρξω σταθερό μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Υπόστεγο, με εξίσου σταθερούς συνοδοιπόρους την Ελένη Ιορδάνου και τον Κοσμά Χαρπαντίδη. Αυτό κόντρα στα πολυπληθή μέλη των πρώτων επιτροπών, που σύντομα άρχισαν να φυλλοροούν.
Το «φαινόμενο» της πιστότητας και επιμονής μου, εξηγεί την ανάγκη που με οδήγησε στην επιθυμία της έκδοσης ενός περιοδικού Λόγου και Τέχνης, και μάλιστα σε μια μικρή πόλη όπως η Καβάλα. Προσθέτοντας, ως κινητήρια δύναμη, την ορμή εκείνων των χρόνων, την ώθηση, την απαραίτητη φιλοδοξία, την ευλογημένη άγνοια κινδύνου.
Ωστόσο οι τρεις, εκ των έντεκα των συντακτικών επιτροπών, φίλοι του περιοδικού, νωρίς είχαμε συνειδητοποιήσει, μέσα από τα ενδιαφέροντά μας, τη μέγιστη σημαντικότητα παρόμοιων περιοδικών στη λογοτεχνία: αφενός δίνουν την ευκαιρία σε μη αναγνωρισμένους συγγραφείς –που αργότερα διαπρέπουν– να αναδειχθούν μέσα από τις σελίδες τους, αφετέρου η στάση τους σε σημαντικά ζητήματα κρίνει την πορεία αυτών των ζητημάτων, μεταφέροντας τον άνεμο και τον παλμό των νέων ρευμάτων δημιουργίας.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η ύλη τους επηρεάστηκε από τα ενδιαφέροντα των ιδρυτών ή των μελών των συντακτικών επιτροπών τους. Τα περιοδικά όχι μόνο στέγασαν μερικές από τις πιο σημαντικές «φωνές» της εποχής τους, αλλά και τις συσπείρωσαν, συντείνοντας έτσι στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού και φιλολογικού περιβάλλοντος για την υποδοχή του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Κείμενα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων –μέσω μεταφράσεων–, καθώς και κριτική βιβλίου, αποτύπωσαν τη λογοτεχνική κίνηση της χώρας. Τα περιοδικά Λόγου και Έκφρασης απευθύνονται σε μια μειονότητα του αναγνωστικού κοινού που αναζητά το διαφορετικό, το ιδιαίτερο, το εκλεπτυσμένο. Το εάν καταφέρνουν να πετύχουν ή όχι τον αρχικό στόχο τους είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση που εξαρτάται -αναφέρομαι στα του Κέντρου- από τη σχέση τους με εκδοτικούς οίκους, την προβολή των συγγραφέων που φιλοξενούν και των βιβλίων αυτών.
Το Υπόστεγο έμεινε μακριά από παρόμοιες σχέσεις και εξαρτήσεις, παραμένοντας μέχρι τέλους, επί αυτού του θέματος, ένα έντυπο επαρχιώτικο έως… αγνότητος!
Όπως και να έχει, και ανεξάρτητα από τη δυναμική του καθενός, παρόμοια περιοδικά, είναι απαραίτητο οξυγόνο στις συνθήκες πνευματικής ασφυξίας της εποχής μας. Καλύπτουν ένα κενό που οι εφημερίδες και τα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας δεν μπαίνουν καν στον κόπο να καλύψουν. Κάποια από αυτά συνεχίζουν την ηρωική πορεία τους επί σειρά ετών, άλλα την διέκοψαν για λόγους οικονομικούς και όχι μόνο, προσφέροντας πλούσιο παρασκήνιο στους αναγνώστες τους.
Την εποχή που εμφανίστηκε το Υπόστεγο (Ιανουάριος 1987) – 37 χρόνια πριν! Για σκεφθείτε το… κυκλοφορούσαν πολλά αξιόλογα περιοδικά στον ελλαδικό χώρο. Ο Ντίνος Σιώτης σε άρθρο του είχε κατονομάσει 50! Μπορώ να αναφέρω ορισμένα από αυτά που, παρεμπιπτόντως, φιλοξένησαν δείγματα της συγγραφικής μου έναρξης -σε αυτό προηγήθηκα από τα δύο μέλη της τριάδας του Υπόστεγου, λόγω… ηλικίας: Αθήνα: Αντί (Χρήστος Παπουτσάκης), Δέντρο (Πατίλης-Γκανάς-Μαυρουδής), Διαβάζω (Ηρακλής Παπαλέξης), Λέξη (Αντώνης Φωστιέρης-Θανάσης Νιάρχος), Οδός Πανός (Γιώργος Χρονάς), Χάρτης (Δημήτρης Καλοκύρης) κ.α. Θεσσαλονίκη: Διαγώνιος (Ντίνος Χριστιανόπουλος), Τραμ (Γιώργος Κάτος) κ.ά.
Όμως παρόλη την αίγλη που συνεχίζει να προκαλεί μέχρι τις μέρες μας η ιστορία και ο σεβασμός των τόσων καταξιωμένων ονομάτων των γραμμάτων μας, δεν στηρίξαμε τη δομή και την κατεύθυνση του Υποστέγου σε κανένα από αυτά. Τουλάχιστον συνειδητά.
Για την ιστορία επιβάλλεται για την ιστορία, μια αναφορά στα πολιτιστικά περιοδικά της Καβάλας: Νέοι (Γ. Στογιαννίδης, 1934), Εννέα οδοί (Έκδοση Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών, 1958-1960), Ημερολόγιο (1962), Σκαπτή ύλη α’ περιόδου (Σ.Φ.Γ.Τ. 1965-1974). Σκαπτή ύλη β΄ περιόδου (Σ.Φ.Γ.Τ. 1978-1985), Υπόστεγο α΄ περιόδου διάρκεια έντεκα ετών (Σ.Φ.Γ.Τ. 1987-1998), Υπόστεγο β΄ περιόδου, μετά από δέκα έτη, ένα τεύχος (Σ.Φ.Γ.Τ. φθινόπωρο 2009), Νέο Υπόστεγο, μετά από άλλα δώδεκα έτη -σταθερές, όπως βλέπετε, οι χρονολογικές αποστάσεις- 2021 εν εξελίξει με τέσσερα τεύχη στο ενεργητικό του. Με την ευχή να μακροημερεύσει ώστε να μην εμφανιστεί γ΄ δ΄ και πάει λέγοντας άλλη περίοδο. Αρκετά εξαντλήθηκαν οι παραλλαγές του!
Με την ευκαιρία επιθυμώ να αναφερθώ, σχετικά με το Νέο Υπόστεγο, στη σθεναρή παρουσία και συνεισφορά τής φιλολόγου Θεοπούλας Τσαπάνη, που για δικούς της προσωπικούς λόγους έχει παραιτηθεί από την Συντακτική Επιτροπή αυτού. Αλλά η εκτενής αναφορά στην τρίτη περίοδο του περιοδικού, κυρίως στην μακρά ή όχι πορεία αυτού, εύχομαι να είναι μία αποκλειστική παρουσίαση του μέλλοντος.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στα περιοδικά της Καβάλας, συνεχίζω με: Ορφέας (Σύλλογος Καβαλιωτών Ν. Υόρκη «Φίλιπποι», 1984-1985), ΠεριΩδικό της Πόλης, πρωτότυπο, ανατρεπτικό, αξιόλογο στην ποικιλία της ύλης του, (Alpha media Group, 1997-2012.
Παρόλη την πλούσια τοπική παρουσία, θελήσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό τού να ακολουθήσουμε κάποιο από αυτά, ιδίως την πετυχημένη, δική μας Σκαπτή ύλη, θεωρώντας το περιεχόμενο και το στήσιμό της παρωχημένο. Για το Υπόστεγο θρέφαμε τις προσδοκίες του πρωτότυπου, του εξελιγμένου, του πρωτοποριακού.
1987, λοιπόν, και η ιδέα δημιουργίας ενός περιοδικού Λόγου και Τέχνης, υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας, παίρνει σάρκα και οστά. Τολμούμε να ζητήσουμε συνεργασίες από τα πλέον ηχηρά ονόματα σύγχρονων ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και κριτικών της χώρας. Η ανταπόκριση συγκινητική, η εκτίμηση και εμπιστοσύνη προς τα πρόσωπά μας βεβαία. Μεταξύ αυτών ο, ήδη φίλος μας, κορυφαίος του αστικού μυθιστορήματος, συγγραφέας μιας ολόκληρης εποχής και χρονογράφος μιας Ελλάδας που ωρίμασε μέσα από αποτυχίες Μένης Κουμανταρέας. Ο οποίος μας εμπιστεύεται για την ύλη του πρώτου τεύχους! -κι αυτό έχει την ιδιαίτερη αξία του- κατόπιν παραγγελίας μας, το πολυσέλιδο, Το ημερολόγιο της “Φανέλας με το εννιά”. Εμπιστοσύνη και γενναιοδωρία από την μία πλευρά, επιτυχία και καύχημα από την άλλη. Η πανελλήνια θύελλα που προκλήθηκε αναπόφευκτη. Φίλοι του συγγραφείς του Κέντρου τον κάκισαν για την… απερισκεψία! «Γιατί να χαραμίσεις το Ημερολόγιο για την Καβάλα», τον μάλωσαν, «και δεν το δίνεις κάπου εδώ στην Αθήνα να πιάσει τόπο!» Στην πορεία ακολούθησαν παρόμοιες αξιόλογες συμπεριφορές προσφοράς από σημαντικούς βραβευμένους συγγραφείς, προεξάρχοντος του μέγιστου Γιώργου Χειμωνά.
Τώρα, με την πάροδο του χρόνου και στρέφοντας το βλέμμα πίσω, νομίζω πως, εν πολλοίς, πετύχαμε τον αρχικό μας στόχο και γι’ αυτό αισθάνομαι δικαιωμένος και υπερήφανος. Φυσικά αναφέρομαι, αποκλειστικά και μόνο, στα δέκα –κατ’ αριθμόν, εννέα στην ουσία– τεύχη της Α’ περιόδου. Από ‘κει κι ύστερα, η υπόθεση… στράβωσε.
Από το πρώτο κιόλας τεύχος είχαμε καταφέρει να καταργήσουμε αυτό που ονομάζεται «δίπολο Κέντρου-επαρχίας». Η έκδοση του Υποστέγου ήταν μια απόπειρα να αρθεί εκ του αποτελέσματος αυτό το δίπολο, μια προσπάθεια απόδειξης ότι η «επαρχία» έχει εξίσου δυνατή φωνή και γνώση των λογοτεχνικών κυρίως πραγμάτων. Ισότιμα μας ακολούθησαν με κείμενά τους οι πλέον καταξιωμένοι του χώρου. Τα θέματα που προτείναμε προς ανάπτυξη άπτονταν των φλεγόντων ζητημάτων της εποχής τους. Τις μόνιμες στήλες που δημιουργήσαμε τις εμπιστευτήκαμε στους πλέον ειδικούς των θεμάτων. Όσο για την «προσπάθεια απόδειξης», δεν χρειάστηκε να καταβάλουμε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια, να επιδείξουμε καμιά απόδειξη για τη δύναμη της φωνής μας. Όλοι, με την πρώτη επαφή μαζί μας, υπογράμμιζαν την ενημέρωση, τις γνώσεις μας, τη φλόγα που έκαιγε τα σωθικά μας. Αυτό δίχως ίχνος κομπασμού.
Ίσως στα συντακτικά σημειώματα εκάστου τεύχους να μοιάζει –όπως κατηγορηθήκαμε από τον τοπικό Τύπο– πως προσπαθήσαμε να κατευθύνουμε το κοινό μας, ίσως και να το διαμορφώσουμε a priori. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καμία παρόμοια επιδίωξη κατεύθυνσης, κανενός περιορισμένου αναγνωστικού κοινού. Εάν συνέβη στο ελάχιστον κάτι παρόμοιο, αυτό μπορούμε να το χρεώσουμε στα υπόγεια ρεύματα της ευγενούς επικοινωνίας μαζί τους.
Στο βλέμμα ενός επαρκούς αναγνώστη ίσως να μοιάζει πως από το τεύχος 5 το Υπόστεγο φαίνεται να αλλάζει φυσιογνωμία. Η επικαιρότητα δεν μας απασχολεί με την ίδια βαρύτητα των τευχών που έχουν προηγηθεί, η πόλη φιλτράρεται λογοτεχνικά, τα ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας πυκνώνουν. Δημιουργείται η εντύπωση ότι οι αρχικές προγραμματικές δηλώσεις αναδιπλώνονται σε μια συνθήκη που απαιτεί πιο εξειδικευμένους αναγνώστες ή που επιχειρεί να οικοδομήσει λογοτεχνική παίδευση. Φυσικά η όποια «αλλαγή φυσιογνωμίας» της ύλης του περιοδικού, προέκυψε από την ίδια την πορεία του. Επ’ αυτού μας επηρέασαν τα κείμενα σημαντικών συνεργατών, τα γραπτά ή προφορικά σχόλια των αναγνωστών μας. Κατά πολύ τα δικά μας ενδιαφέροντα, οι στόχοι και οι φιλοδοξίες μας στόχευαν κυρίως στη λογοτεχνία. Η όποια εξειδίκευση και λογοτεχνική παίδευση τροφοδοτούσαν με πολύτιμο, επιπρόσθετο υλικό που ενέδρευε στο υπάρχον οπλοστάσιο της συσσωρευμένης ύλης της αναμονής.
Οι πέριξ του περιοδικού διοικητικά υπεύθυνοι -όσο και πεισματικά αμέτοχοι- του Συνδέσμου, σύντομα αντελήφθησαν την πενιχρή εμπορική διάθεση αυτού. Σχεδόν κανένας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τον αριθμό πώλησης των αντιτύπων. Κατά πολύ περισσότερο το γεωγραφικό εύρος της διάθεσής του. Εμείς, της τριανδρίας, εξ αρχής τοποθετηθήκαμε υπεράνω παρόμοιων …ευτελών ζητημάτων! Κατόπιν επιλογής και απαίτησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου -εφόσον το περιοδικό χρήστικε τμήμα των δραστηριοτήτων του, τουτέστιν «κτήμα» του- τόσο η οικονομική διαχείριση όσο και η διακίνηση αυτού κατοχυρώθηκε ως αποκλειστική υπόθεση πρωτοβουλίας, ικανοτήτων και ελιγμών των διοικούντων. Όχι ότι αδιαφορήσαμε παντελώς επί του θέματος, απλώς αφεθήκαμε, μιας και το οικονομικό ζήτημα δρομολογούνταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ικανοποιητικά. Ευρισκόμενοι σε παρόμοιο κλίμα, αναγκαστήκαμε να λειτουργήσουμε με το ένστικτο! Αυτό μέχρι κάποια στιγμή. Κατόπιν το πήρε και το σήκωσε ο άνεμος της στέρησης και η ασθένεια του διαμελισμού! Ωστόσο αξίζει να αναφέρω μια χαρακτηριστική περίπτωση της αφέλειας και του εφησυχασμού μας.
ΥΠΌΣΤΕΓΟ τεύχος 7, Άνοιξη 1995, ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Βασίλη Βασιλικό. Πλημμυρισμένες οι 184 σελίδες του από παρουσιάσεις, σχολιασμούς, τοποθετήσεις, εγκώμια από τα πλέον ηχηρά ονόματα Ελλήνων και ξένων διανοουμένων: Marguerite Duras, Jacgues Lacarrire, Regis Debray, Max Gallo, Gisele Jeanperin κ.α. μεταξύ των ξένων. Αλέξης Ζήρας, Παναγιώτης Μουλάς, Κώστας Γαβράς, Μάρω Δούκα, Μαρία Κυρτζάκη, Γιάννης Κοντός, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Γιώργος Αριστινός, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Χρήστος Χωμενίδης, Αντώνης Σαμαράκης, Νατάσα Χατζηδάκη κ.α. μεταξύ των Ελλήνων, τριάντα δύο τον αριθμό! Υπερήφανοι εμείς για το επίτευγμα, διπλά ικανοποιημένος ο τιμώμενος συγγραφέας. Τόσο που ανέθεσε τη διακίνηση του αφιερωματικού τεύχους στις εκδόσεις Νέα Σύνορα–Λιβάνης, με τις οποίες συνεργαζόταν εκδοτικά εκείνη την περίοδο. Πόνταρε στην πανελλήνια εμβέλεια και διακίνηση του περιοδικού του. Να μην περιοριστεί εντός των τειχών της Ανατολικής Μακεδονίας. Και οι υπεύθυνοι του γνωστότατου εκδοτικού οίκου των Αθηνών, για αδιευκρίνιστους μέχρι σήμερα λόγους, το χαντάκωσαν. Καμία προβολή, καμιά διακίνηση, ποτέ και πουθενά. Ποιος ξέρει σε τι υγρές αποθήκες σάπισε ή εξακολουθεί να σαπίζει! «Εάν στο μεταξύ δεν το πολτοποίησαν εγκαίρως, χρίζοντάς το “ασύμφορο και επιζήμιο φορολογικά υλικό”», θλίβεται ο διεθνής Βασίλης Βασιλικός. Εμείς, άτολμοι της επαρχίας, αποδεχόμενοι τη θλιβερή μοίρα του, ποιήσαμε την νήσσαν και σιωπήσαμε!
Άλλη μια ιδιαίτερη περίπτωση του Υποστέγου είναι εκείνη του Γιώργου Χειμωνά. Πυκνή όσο και σημαντική η παρουσία τού Ποιητή, από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού με λογοτεχνικές καταθέσεις, θεωρητικές προσεγγίσεις της Λογοτεχνίας και εξομολογητικές συνεντεύξεις. Πλήθος φωτογραφικών τεκμηρίων δείχνουν ότι η σχέση μας με τον ιδιαίτερο Λογοτέχνη είχε ξεπεράσει τα όρια της απλής συνεργασίας και εξελίχθηκε σε πολύτιμη φιλία. Ευλογία και χάρη για το Υπόστεγο, ισάξια -μπορεί και περισσότερο- για τους τρεις φίλους της Συντακτικής Επιτροπής. Είναι η εποχή που ο Γιώργος Χειμωνάς «επιστρέφει» στην Καβάλα. Εδώ θέλει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Για τίποτα άλλο άξιος δεν είναι για τίποτα ικανός. Επιθυμεί να τελειώσει εδώ, να μην ακουστεί η φωνή του από κανέναν. Παρά μόνο από τους καινούργιους φίλους του σ’ αυτή την πόλη, που τους πίστεψε απ’ την αρχή: τον Διαμαντή, την Ελένη, τον Κοσμά, όπως έλεγε συχνά ο ίδιος. Μέσα απ’ αυτή την πίστη επιθυμεί να τον θαυμάσουμε έως παροξυσμού, να τον ερωτευθούμε μέχρις αφανισμού. Ζητιανεύει την αγάπη μας. Φλέγεται να μας αφηγηθεί τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής: την Φαντασμαγορία, το Φόβο, τον Έρωτα, τον Κλέφτη.
– Από την Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, αρχίζει να μας ιστορεί την περιπέτεια της ζωής του. …Το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Αισθανόμουν την διαρκή, ατελείωτη ηδονή που ρουφούσαν από την θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχθούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες.
Όλα άρχισαν τον Φεβρουάριο του 1989. Όταν οι σημαντικότεροι των Γραμμάτων αφίχθηκαν -για ένα γόνιμο, όσο και απολαυστικό τριήμερο- στην πόλη μας: Πέτρος Αμπατζόγλου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μένης Κουμανταρέας, Βαγγέλης Ραπτόπουλος και ο Γιατρός Ινεότης, Γιώργος Χειμωνάς. Συνδετικός κρίκος αυτών ο κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής Αλέξης Ζήρας. Τους συνοδεύουν η διευθύντρια της Διεύθυνσης Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, Άλκηστις Σουλογιάννη και η εκδότρια του τότε λαμπρού εκδοτικού οίκου Κέδρος Κάτια Λεμπέση. Από εκεί άρχισε η τακτική συνεργασία με όλους. Όμως του Χειμωνά είχε προηγηθεί προ ετών. Όταν το 1985 ολοκλήρωσα την ανθολόγηση και επιμέλεια της Ανθολογίας «Καβαλιώτες Πεζογράφοι», ο Γιώργος Χειμωνάς λάμπρυνε τον τόμο καταθέτοντας δύο κείμενα: Ο εγκέφαλος κινείται και Το σύνδρομο του Balint. Σε ό,τι αφορά τη σχέση του με το Υπόστεγο, αυτή αρχίζει από το τχ. 3 του 1988. Μέχρι το Φθινόπωρο του 1997 όταν του αφιερώσαμε το διπλό τεύχος 8-9. Σιώπησε τον Φεβρουάριο του 2000, με τον πρόωρο όσο και άδοξο θάνατό του στο Παρίσι.
Στο Υπόστεγο βαρύνουσα θέση είχε η μετάφραση, την οποία θέση προσέδιδαν στο περιοδικό τα μεταφρασμένα κείμενα-προτάσεις που μας κατατίθενταν. Αυτές, με τη σειρά τους, τις καθόριζε η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ ημών και των καταξιωμένων μεταφραστών. Με δεδομένο ότι η μετάφραση παρόμοιων κειμένων είναι μια πράξη πολιτιστικής και λογοτεχνικής διαμεσολάβησης, αυτή η σχέση επιτεύκτηκε μέσω της εμπιστοσύνης από πλευράς τους και σεβασμού από τη δική μας πλευρά. Εκτιμώντας την προσφορά τους, τους παραχωρήσαμε την ευρυχωρία που τους έπρεπε. Αποτέλεσμα της αγάπης και του σεβασμού απέναντι στη δουλειά τους ήταν η παρουσία πρωτότυπων κειμένων μη μεταφρασμένων εις την ελληνικήν.
Θέμα που προκάλεσε ποικίλες εκδηλώσεις και οργισμένες αντιδράσεις, ήταν η ύπαρξη ή μη της «Λογοτεχνικής Σχολής Καβάλας». Ένα αίτημα του Βασίλη Βασιλικού, με θεωρητικό υπόστρωμα του Νάσου Βαγενά. Ο Ευριπίδης Γαραντούδης, παρά την άρση των επιχειρημάτων περί «Σχολής Καβάλας», άφησε μία ρωγμή στην επιχειρηματολογία του, αναφερόμενος στο περιοδικό Υπόστεγο, «του οποίου η αξία δεν είχε ακόμη αποτιμηθεί», καθώς βρισκόταν εν εξελίξει κατά την περίοδο της σχετικής συζήτησης. Ο Παναγιώτης Μουλλάς, αντιπροτείνοντας τον όρο στο τεύχος 7, μιλά για «εποχή» Υποστέγου.
Επινοητής, όπως ανέφερα, και ένθερμος υποστηρικτής ύπαρξης της Σχολής Καβάλας, υπήρξε ο δικός μας Θάσιος, γεννημένος στην Καβάλα, Βασίλης Βασιλικός. Της οποίας Σχολής –κατά τις εκτιμήσεις πάντα του ιδίου– ο ένας πόλος είναι ο Γιώργος Χειμωνάς και ο άλλος ο ίδιος, ο Βασίλης Βασιλικός∙ οι υπόλοιποι της γραφής εντός του κύκλου! Με την άποψή του έσπευσε να συμφωνήσει και ο τότε νεοφερμένος στην γενέτειρά του Καβάλα Κρίτων Χουρμουζιάδης. Μας ήρθε από το Αμβούργο με σπουδές Φιλολογίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Ρίπον και του Γέιλ. Με γνώμονα τα περιεχόμενα των τευχών του Υποστέγου, διέκρινε -όπως κατέθεσε αργότερα εγγράφως σε άρθρο του- στα κείμενα των συγγραφέων της Καβάλας «ιδιαίτερη περισυλλογή και εσωστρέφεια. Κοινές τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες απαιτούσαν τη λεπτομερή λογοτεχνική τους καταγραφή. Εσωτερικούς μονολόγους, έλλειψη πλοκής και χαρακτήρων, που εκφράζουν την περιπέτεια του εσωτερικού τους κόσμου». Εμείς αγαπάμε τον πολύτιμο φίλο Κρίτωνα, σεβόμαστε την άποψή του και δεν του αποκαλύπτουμε το επτασφράγιστο μυστικό μας: πέραν των δύο-τριών συνεργατών, που για δικούς τους υποκειμενικούς λόγους, επέλεξαν την ανωνυμία, εμείς οι τρεις διάκονοι του περιοδικού, σε περίπτωση έλλειψης επαρκών συμμετοχών και για να συμπληρωθεί η ύλη του εκάστοτε τεύχους, καταφεύγουμε σε μικρές απάτες. Καταθέτουμε κείμενά μας από τα φυλαγμένα του συρταριού: τολμηρά, απαγορευμένα, αποκαλυπτικά, απορριπτέα αθησαύριστα, φορώντας τη μάσκα των ψευδώνυμων∙ της μετονομασίας. Ονόματα κατασκευασμένα-μυθοπλαστικά, ενίοτε αληθινά υπαρκτών προσώπων που οι κτήτορες δεν θα εισέπρατταν ποτέ την… γενναιοδωρία του δώρου μας. Και δεν την εισέπραξαν. Εμείς, από την πλευρά μας, απολαμβάνουμε, με φιλοπαίγμονα διάθεση, την ελευθερία των ευφάνταστων ονομάτων που χρησιμοποιούμε. Εγώ και τα λογοτεχνικά μου φαντάσματα που ακόμη με ακολουθούν. Η Ελένη Ιορδάνου και τα κατάλοιπα του «Οικισμού» της. Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης και οι άλλοι ανεξερεύνητοι εαυτοί του. Γράφουμε και χαιρόμαστε κρυφά την ιδιωτική ζαβολιά μας. Το «Θεωρητικό υπόστρωμα» του Νάσου Βαγενά, η «ρωγμή» του επίσης Καβαλιώτη Ευριπίδη Γαραντούδη και η «Εποχή Υποστέγου» του Π. Μουλά ακολούθησαν.
Με ειλικρινή θλίψη όλων, η πρώτη εκδοτική περίοδος του Υποστέγου λήγει στο τεύχος 10, Φθινόπωρο 1998. Κατά μια ευεργετική διάταξη του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος, οι υπεύθυνοι των λογοτεχνικών περιοδικών της επαρχίας αναλάμβαναν να καλέσουν έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα του Κέντρου στην πόλη τους, να διοργανώσουν μια εκδήλωση-αναφορά στο έργο του και να του αφιερώσουν σελίδες του περιοδικού τους, ώστε να λάβουν το σεβαστό ποσό-ενίσχυση προς ευχέρεια της συνέχισης του εντύπου τους. Υπ’ όψιν είχαν προηγηθεί παρόμοια αφιερώματα: Βασίλης Βασιλικός, τχ. 7, Άνοιξη 1995 και Γιώργος Χειμωνάς, τχ. 8-9, Φθινόπωρο 1997. Στη συνέχεια αυτών, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το τεύχος 10 στον συγγραφέα των Βραδιών μπαλέτου, της Ζαΐδας και της Μεγάλης πομπής Αλέξη Πανσέληνο. Το υλικό του οποίου ολοκληρώθηκε μετά κόπων και βασάνων: αναβολές, χρονοτριβή, επιφυλάξεις… Κύριος οίδε ποια κωλυσιεργία, ποιου η αναβλητικότητα μας διεκπεραίωσης των γραφειοκρατικών υποθέσεων, μας έβγαλε έξω από το πρόγραμμα, με συνέπεια το περιοδικό να πέσει στην οικονομική ανέχεια και τον μαρασμό. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να γραφεί στη συνέχεια το θλιβερό ΤΕΛΟΣ της τόσο γόνιμης πορείας του.
Υπόστεγο β΄ περιόδου, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2009. Ένα και μόνο τεύχος που σηματοδοτεί τη δεύτερη περίοδο έκδοσης του περιοδικού αλλά και τη λήξη, κατ’ ουσία, της εκδοτικής του ζωής. Ο τοπικός Τύπος της εποχής αποκαλύπτει μια σκληρή σύγκρουση ανάμεσα στον εκδοτικό φορέα και τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού, και το τεύχος αποσύρεται από την κυκλοφορία.
Η συντακτική επιτροπή -με συνδετικό κρίκο της πρώτης περιόδου με τη δεύτερη τον Κοσμά Χαρπαντίδη- πλαισιώνεται από γνωστά αξιόλογα ονόματα, δοκιμασμένα επιτυχώς σε παρόμοιες απόπειρες, που συμμετέχουν σε διάφορες αρμοδιότητες: υπεύθυνοι έκδοσης, επιμέλεια, διορθώσεις κ.α. εγγύηση μιας φιλόδοξης, πετυχημένης συνέχειας. Στην ενδεχόμενη επιτυχία συνηγορούν οι, με ειδικό βάρος, υπογραφές των συνεργατών του τεύχους: Μαίρη Μικέ, Ευριπίδης Γαραντούδης, Βασίλης Κυριλλίδης, Γρηγόρης Πεντζίκης, Μαρία Σαββίδου, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δημήτρης Λεοντζάκος, Βασίλης Αμανατίδης, Χάρης Μιχαλόπουλος κ. α. Αφιερώματα σε Γ. Χειμωνά, Ο. Ελύτη, Μ. Θεοδωράκη… Υλικό στο σύνολό του που θα ζήλευαν έντυπα του Κέντρου. Το τι συνέβη στη διαδρομή μέχρι την εκτύπωση, ώστε να βγει ένα τεύχος με ακατάστατη αρχιτεκτονική πρόταση, μαυρισμένο έως μουτζούρας, κείμενα με ελλιπείς σελίδες …! δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Ωστόσο, σύντομα έγινε γνωστό, μέσω του τοπικού Τύπου, πως η κυκλοφορία τού συγκεκριμένου τεύχους απαγορεύτηκε από την πλευρά της Συντακτικής Επιτροπής με εξώδικη επιστολή προς την Διοίκηση του Συνδέσμου. Κρίμα!
Γιώργος Χειμωνάς, Κρίτων Χουρμουζιάδης, Βασίλης Βασιλικός, Μένης Κουμανταρέας, Αλέξης Ζήρας, Πέτρος Αμπατζόγλου, Μαρία Κυρτζάκη, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Ελένη Ιορδάνου, Κοσμάς Χαρπαντίδης, Ευριπίδης Γαραντούδης υπήρξαν εκτός από φίλοι και συν-δημιουργοί ζυμώσεων που αποτυπώνονταν στο Υπόστεγο. Μπορώ να μιλήσω για ένα δίκτυο πνευματικών ανθρώπων που καθόρισαν με τις επαφές τους και τις εκλεκτικές τους συγγένειες την ταυτότητα του περιοδικού.
Είναι ευτύχημα εάν στην πορεία σου συμπλεύσεις με ανθρώπους που, μέσω των γνώσεών τους επάνω σε θέματα που σε αφορούν, μιλάς την ίδια γλώσσα. Εάν συμφωνείς με τις απόψεις τους, αν διαφωνείς με αυτές δημιουργικά, αν είστε διατεθειμένοι να ακολουθήσετε την ίδια πλεύση ώστε να χτίσετε ένα στέρεο οικοδόμημα. Κοινά –κατά κάποιον τρόπο– τα διαβάσματα, οι προτιμήσεις των θεαμάτων, οι επιλογές των αποδράσεων. Από την πρώτη εμφάνιση του περιοδικού, περισσότερο στην πορεία του, οι συνοδοιπόροι, προς μεγάλη έκπληξη και ικανοποίηση, αυξάνονταν. Με αποτέλεσμα οι φίλοι να μετατραπούν, με ιδιαίτερη θέρμη, σε συν-δημιουργοί όλων των θεμάτων. Επαληθεύοντας επ’ ακριβώς τον στίχο του τραγουδοποιού Νιόνιου: Κι είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιά[ξαμε] άλλο γαλαξία.
Με την πάροδο του χρόνου, και αξιολογώντας από απόσταση πλέον εκείνη την περίοδο, τη βλέπω ως κολοφώνα των δραστηριοτήτων επί της προσφοράς μου στα πολιτιστικά γίγνεσθαι της πόλης μου, και όχι μόνο. Τολμώ να προσθέσω και τον συγγραφικό μου τομέα εκείνης της περιόδου, μιας και οι δύο οδοί εξελίσσονταν παράλληλα, το ίδιο δραστήρια: συλλογές διηγημάτων, πολυσέλιδα ιστορικά μυθιστορήματα, ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας. Τα συστατικά αυτών των δραστηριοτήτων: θέρμη, παλμός, ορμή, δημιουργία, επιβραβεύσεις και δικαίωση. Φιλίες, ζεστασιά, ανταλλαγή απόψεων και κειμένων, εμπιστοσύνη και εξομολογήσεις. Τώρα, η αχλή εκείνου του φωτοστέφανου φέρει πικρή γεύση, θλίψη, απογοήτευση, απομάκρυνση, αισχρά προδοσία. Τι κρίμα μια παρόμοια αντάξια αντιστροφή!
Ως κλείσιμο της εισήγησής μου θέλω να απευθύνω θερμές ευχαριστίες στην Ευδοκία Φανερωμένου που, με αφορμή την πολύχρονη όσο και επίπονη εργασία της με αντικείμενο το Υπόστεγο, με ταξίδεψε σε εύφορους λειμώνες της νεότητός μου. Που με βύθισε σε πελαγίσια ύδατα του νου, εκεί που η θύμηση βυθίζεται σταδιακά έως αφανισμού.
Ευχαριστώ για την επιλογή της να αγαπήσει και να εξερευνήσει δημιουργικά τα 10 τεύχη του περιοδικού μας. Ευχή να δούμε σύντομα την εργασία της εκτυπωμένη.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση με τίτλο «Το περιοδικό Υπόστεγο (1987-1998 και 2009)» σε συνεργασία με το Εργαστήριο Έρευνας για τη Νεοελληνική και Συγκριτική Φιλολογία του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ, 29 Μαρτίου 2024, ΣΦΓΤ.