«Γιατί να πληρώσω»;

Γιατί να πληρώσει κάποιος ένα υπέρογκο, για τα δεδομένα της εποχής μας, ποσό σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρους όταν δεν υπάρχει η ελάχιστη ποιοτική ανταπόδοση;


Του Παναγιώτη Μαμτσαδέλη

 


Ούτε οι «Αγανακτισμένοι» ούτε το κίνημα «Δεν πληρώνω» αλλά και κάθε παρεμφερής κίνηση με έβρισκε σύμφωνο. Ήταν σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενα, χρονικά επικίνδυνα και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου.

Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν θα πρέπει να δεχόμαστε «ελαφρά τη καρδία» κάθε άδικο μέτρο και κάθε περιστολή των ατομικών μας δικαιωμάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να ξεπερνάμε τα όρια. Αν έπρεπε, λοιπόν, να δημιουργηθεί σήμερα ένα «κίνημα» πολιτών, αυτό θα μπορούσε να είναι το «Γιατί να πληρώσω;», καθώς θα ήταν το μόνο που θα είχε μια αρχικά λογική βάση.

Διαμορφώνεται, πλέον, μια κατάσταση, ελέω της μνημονιακής πολιτικής των Συριζανελ, που μας οδηγεί και πάλι στον γκρεμό· είναι καταστροφική, παράλογη, αδιέξοδη και γεννά εύλογες αντιρρήσεις. Δεν είναι απλό πράγμα, να σου επιβάλλουν τον ΕΦΚΑ ως συνέταιρο της επιχείρησής σου και να σου ζητούν να καταβάλλεις συνεχώς περισσότερα χρήματα και μάλιστα χωρίς κανένα αιτιολογημένο σκεπτικό. Είναι άξιο αναφοράς, πως το ποσό που πρέπει να καταβάλλει ο ασφαλισμένος για την υγειονομική του περίθαλψη, προκύπτει ως ποσοστό από το εισόδημά του, θαρρείς και αν αρρωστήσει κάποιος χαμηλοεισοδηματίας και κάποιος μεγαλοεισοδηματίας, θα είναι διαφορετική η ιατροφαρμακευτική δαπάνη.

Γιατί, λοιπόν, να πληρώσει κάποιος, που από τότε που ξέσπασε η κρίση παλεύει να ανταπεξέλθει και καταφέρνει οριακά να είναι εντάξει με τις υποχρεώσεις του, όταν όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει δει καμία πρόοδο στην πραγματική οικονομία και τουναντίον η ίδια η κυβέρνηση  δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας, διακινώντας και συντηρώντας ακόμα και σήμερα σενάρια επιστροφής στη δραχμή;

Γιατί να είμαστε, πάλι, εμείς αυτοί που θα σώσουμε τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες, αν και το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί για την κατάρρευσή τους είναι ελάχιστο και ενώ δεν υπάρχει κανένα στοιχειοθετημένο σχέδιο βιωσιμότητάς τους. Ενδεικτικά αναφέρω πως η υποτιθέμενη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου στο ασφαλιστικό, δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν τεχνικά κακό και ασύμφορο τρόπο να εξοικονομείται ένα μέρος των συντάξεων από τις εισφορές με βραχυπρόθεσμη δυναμική, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν πως οι ασφαλισμένοι συνεχώς μειώνονται ενώ οι συνταξιούχοι αυξάνονται με την αναλογία εργαζομένων (ιδιωτικοί υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες) –συνταξιούχων από 3,66 :1 το 1975, να μειώνεται στο 1,7 : 1 το 2009 για να καταλήξει σήμερα στο 1,06 :1 περίπου.

Γιατί να συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε μια αργή και κατεστραμμένη κρατική μηχανή, ενώ δεν υπάρχει καμία διάθεση πραγματικής αλλαγής τόσο από τα κόμματα όσο και από τους πολίτες. Ακόμα δεν έχουμε αντιληφθεί πως χωρίς ουσιαστικό περιορισμό δαπανών στον Δημόσιο τομέα, κίνητρα στην επιχειρηματικότητα και στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσουμε να τα καταφέρουμε αλλά αντίθετα αναζητούμε τον νέο Τσίπρα, στο πρόσωπο του κάθε Σώρρα.

Γιατί, τέλος, να πληρώσει κάποιος ένα υπέρογκο, για τα δεδομένα της εποχής μας, ποσό σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρους όταν δεν υπάρχει η ελάχιστη ποιοτική ανταπόδοση. Έχουμε ένα από τα πιο προβληματικά συστήματα δημόσιας υγείας, ένα σύστημα Παιδείας, που εδώ και χρόνια υπολειτουργεί, αφήνοντας την παραπαιδεία να μεγαλουργεί και καμία ασφάλεια πως οι συντάξεις, τόσο οι υπάρχουσες όσο και οι μελλοντικές, είναι εγγυημένες και θα ανταποκρίνονται, έστω σε ένα μη εξευτελιστικό βαθμό, στις συνολικές εισφορές που κατέβαλλε ή θα καταβάλλει κάποιος πριν συνταξιοδοτηθεί.

Τα επιδιωκόμενα, από τις ασφαλιστικές εισφορές, ποσά φαίνεται πως δεν μπορούν να εισπραχθούν και αυτό σημαίνει πως ενδεχομένως ούτε θα μπορεί να καλυφθεί για χρόνια η ετήσια συνταξιοδοτική δαπάνη και άρα πάλι θα χρειαστούν τεράστιες κρατικές επιχορηγήσεις (μόνο για το 2016 το κράτος εισέφερε περισσότερα από 17 δισ . ευρώ ή το 10% του ΑΕΠ) και ούτε φυσικά θα υπάρξει δυνατότητα κεφαλαιοποίησης και επένδυσης τους από τον ΕΦΚΑ, με συνέπεια να οδηγηθούμε σε ασφαλιστική χρεωκοπία και «θανατηφόρα» οικονομική ασφυξία.

Η λύση δεν είναι ούτε να κηρύξουμε μαζικά στάση πληρωμών απέναντι σε ΕΦΚΑ και εφορία, ούτε όμως να δημιουργήσουμε μια νέα γενιά υπερχρεωμένων ελεύθερων επαγγελματιών. Αναζητείται, λοιπόν, σταθερότητα, ασφάλεια και λογική, αν και έχουμε αποδείξει (βλ. διπλές εθνικές εκλογές 2015) πως σε ένα βαθμό δεν μας αξίζουν.

Ο Παναγιώτης Μαμτσαδέλης είναι δικηγόρος