Η ζωή κάνει κύκλους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο

Τα πρωινά στην Παναγία, ο κυρ-Βαγγέλης με το κοντομάνικο, το Τεμπελχανείο και μια ενηλικίωση που ήρθε μαζί με μια μαύρη μάλλινη ζακέτα


 

Του Κώστα Μπακιρτζή

 


Με αφορμή την πρακτική που ξεκίνησα στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Πυλαίας θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα γράψει τα ξημερώματα της 16ης Σεπτεμβρίου του 2018 για τα χρόνια που πέρασα στο σχολείο…

Ημητέρα μου ξεκινούσε να με φωνάζει από τις 7 και 34 και εγώ δεν μπορούσα καν να ανοίξω τα μάτια μου. Το πρωινό ξύπνημα ήταν ο εφιάλτης της παιδικής μου ηλικίας. Για κάποιον λόγο το ξυπνητήρι χτυπούσε εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα για χρόνια. Ήταν κάπως παράξενο όπως παράξενα ήταν και τα περισσότερα πράγματα της καθημερινότητας στο σπίτι που μεγάλωσα. Δεν ήταν απαραίτητα κακό αυτό. Για την ακρίβεια, ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Ποτέ μου δεν βαρέθηκα σε αυτό το σπίτι, πάντοτε ανακάλυπτα καινούργια πράγματα για να κάνω και να δω. Όταν η ώρα πλησίαζε οκτώ, μου φώναζε από τον κάτω όροφο πως το γάλα ήταν έτοιμο. Με το που άκουγα την λέξη «γάλα», σηκωνόμουν αστραπιαία από το κρεβάτι. Ήξερα πως είχα ήδη αργήσει. Μερικές φορές το έχυνα στον πάγκο της κουζίνας έτσι άγαρμπα που στηριζόμουν πάνω του. Μου φώναζε πάντα, από το δημοτικό μέχρι και την τελευταία τάξη του λυκείου. Τίποτα δεν άλλαξε. Συνέχισα συχνά να χύνω το γάλα από το ποτήρι.

Όταν τελείωσα το δημοτικό αναγκαστικά περνούσα από το Τεμπελχανείο για να πάω στο Γυμνάσιο. Ο κυρ Βαγγέλης άνοιγε το μαγαζί την ώρα που εμείς ξεκινούσαμε για το σχολείο. Τον πετυχαίναμε να κάθεται στα τραπέζια και να πίνει ελληνικό ή να τακτοποιεί χαρτοπετσέτες στα τραπέζια. Τον χαιρετούσαμε εμείς πρώτοι και αυτός μας χαμογελούσε και μας καλημέριζε. «Καλημέρα παλικάρια», μας έλεγε.

Από τον Δεκέμβριο μέχρι αρχές Μαρτίου, το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό τις πρωινές ώρες στην Καβάλα. Εμείς περιμέναμε πως και πώς να χιονίσει μήπως και κλείσουν τα σχολεία και παίξουμε κανέναν χιονοπόλεμο στη γειτονιά. Κρυώναμε πολύ εκείνα τα πρωινά. Το θυμάμαι καλά που βγαίναμε από την πόρτα και αμέσως αρχίζαμε να τρέμουμε. Κρυώνανε τα χέρια μας, βάζαμε γάντια και σκουφιά για να αντέξουμε τον βοριά που θέριζε τα πρόσωπά μας. Οι μανάδες μας δεν μας αφήνανε να φύγουμε χωρίς να μας βάλουν το φανελάκι μέσα από το παντελόνι. Σε μερικούς το κάνανε μέχρι την Τρίτη λυκείου.

Το Τεμπελχανείο, 2004

Ο Κυρ Βαγγέλης, ή αλλιώς ο «Βαγγέλης από το Τεμπελχανείο», πάντοτε φορούσε κοντομάνικη μπλούζα. Τις παγωμένες μέρες που τα χείλη μας έσκαγαν από το κρύο, εκείνος ατάραχος καθόταν στις καρέκλες της ταβέρνας και μας καλημέριζε. Μας έκανε τόση μεγάλη εντύπωση, το σχολιάζαμε όλες τις χειμωνιάτικες μέρες στον δρόμο για το σχολείο. Τον θαυμάζαμε, ξυπνούσαμε το πρωί και περιμέναμε να ξεκινήσουμε για το σχολείο για να τον δούμε, τον αγαπούσαμε. Ήταν από τους λόγους που ήθελα να ξυπνήσω το πρωί. Ίσως να ήταν και ο μοναδικός. Ήταν κάτι σαν ήρωας για εμάς. Δεν κρύωνε, έμοιαζε ανίκητος, ευτυχισμένος, ήρεμος. Έκρυβε καλά τα προβλήματα του, ίσως να μην είχε, ίσως να είχε τόσα πολλά που να μην άντεχε άλλο. Ποτέ μου δεν έμαθα πόσο χρονών ήταν. Κάπου στα εβδομήντα θαρρώ, μπορεί να είμαι και εντελώς λάθος.

Η ταβέρνα του ήταν το στέκι των μανάδων μας. Γυρνούσαμε από το σχολείο και τις πετυχαίναμε εκεί να πίνουν τσίπουρα και να τρώνε μεζέδες. «Σε περιμένει ο μπαμπάς και ο Νίκος να φάτε» μου έλεγε με χαμόγελο η μαμά και με αγκάλιαζε.

Ήταν σταθμός εκείνο το μέρος, σταθμός της παιδικής μας ηλικίας, σταθμός της ζωής μας. Αγαπημένη ταβέρνα πολλών, φίλων και γνωστών. Ψηλοτάβανος χώρος με πέτρινους τοίχους και εσωτερικά παράθυρα που δεν κατέληγαν πουθενά. Ξεπρόβαλλαν και μερικά βράχια στο πίσω μέρος που είχαν πρασινίσει από το νερό που έβγαινε μέσα από τους τοίχους και είχαν για προορισμό μερικά αυλάκια που υπήρχαν. Είχε και κάτι ξύλινες πλάκες κρεμασμένες με γραμμένα διάφορα στιχάκια με λευκή μπογιά. Το αγαπημένο μου ήταν ένα που έλεγε «Ο ελπίζων μένοντας αποθνήσκει χέζοντας». Πάντοτε χαμογελούσα αυθόρμητα όταν το έβλεπα.




Μου άρεζε πολύ η τουαλέτα που υπήρχε εκεί. Ήταν ψηλά, έπρεπε να ανέβεις πολλά σκαλιά για να φτάσεις. Και όταν έφτανες, ξεχνούσες γιατί ανέβηκες. Άκουγες Τσαουσάκη και Μάρκο από τα ηχεία και παρατηρούσες τους ανθρώπους από ψηλά, και καθόσουν για λίγο, και μετά κατέβαινες. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες επίσης όπως και τα χρόνια. Ο κυρ-Βαγγέλης τους χειμώνες πάντοτε φορούσε κοντομάνικα. Όταν χιόνιζε, όταν έβρεχε, όταν είχε ήλιο, αυτός πάντοτε φορούσε κοντομάνικα. Εμείς κρυώναμε μα όταν τον αντικρίζαμε, ζεσταινόμασταν, λόγω τιμής.

Ο δρόμος μπροστά από το Τεμπελχανείο, 1969

Ήταν Τρίτη λυκείου όταν ξύπνησα ένα παγωμένο πρωινό για να πάω στο σχολείο. Ένιωθα πολύ αδύναμος και δεν είχα καμία όρεξη για να μιλήσω σε κανέναν. Στον δρόμο για το σχολείο συνάντησα τον Γερόπουλο. Περνώντας από το Τεμπελχανείο γυρίσαμε το κεφάλι μας προς το μέρος του. Φορούσε μια μαύρη μάλλινη ζακέτα. Μας χαμογέλασε και μας είπε καλημέρα. Λίγο καιρό μετά, το Τεμπελχανείο έκλεισε.

Εκείνη την ημέρα, όλοι γίναμε δεκαοκτώ. Τότε ενηλικιωθήκαμε.