Κορονοϊός: «Ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα»

Στις μέρες μας, με την ανθρωπότητα να δέχεται το χτύπημα του κορονοϊού, η αδυναμία αποφυγής του αδίκου, δηλαδή η έλλειψη ελευθερία επιλογής του μη αδίκου, πρωταγωνιστεί, με τις γνωστές σε όλους μας τραγικές συνέπειες...


 

Του Σταύρου Α. Καϊτατζή

 


Αφορμή του παρόντος στάθηκαν τα όσα συγκλονιστικά μας καταθέτουν εδώ και μέρες γιατροί από την Ιταλία αλλά και εσχάτως από την Ισπανία,  ειδικότερα δε, οι δηλώσεις ενός Έλληνα γιατρού που εργάζεται σε νοσοκομείο του Μπέργκαμο της Ιταλίας. Συγκρατώντας από τη συνέντευξή του αποσπασματικά τα εξής: Είναι πόλεμος… εφαρμόζουμε πολεμική ιατρική, ιατρική μάχης, όπως γίνεται και στον πόλεμο… Προσπαθούμε να σώσουμε όσους πιο πολλούς μπορούμε. Το σημερινό νούμερο των νεκρών θα ήταν πολλαπλάσιο αν δεν κάναμε όλα αυτά που κάνουμε. Έρχονται οι αναισθησιολόγοι και αποφασίζουν αυτός μπορεί και αυτός δεν μπορεί… Όταν πρέπει ο γιατρός να επιλέξει ποιον θα σώσει και ποιον θα αφήσει, το σύστημα πλέον έχει ξεπεράσει τα όριά του…».

Την ποινική επιστήμη και σε ελάχιστες περιπτώσεις τη νομολογία απασχόλησε η οριακή εκείνη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί οποιοδήποτε άτομο, και εν προκειμένω ένας γιατρός, κατά την οποία καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές, που η μια συνιστά «κακό» για την άλλη. Πρόκειται για το δίλημμα «ζωής ή θανάτου», επί του οποίου καλούνται οι γιατροί υπό το κράτος έντονης ψυχικής πίεσης να επιλέξουν μεταξύ ισάξιων (ισοδύναμων) εννόμων αγαθών, όπως είναι η διάσωση του αγαθού της ζωής του Α έναντι της ζωής του Β.

Στις συγκρούσεις ισοδυνάμων ιατρικών καθηκόντων, η σωτηρία μιας ανθρώπινης ζωής αφενός συνιστά, νομοτελειακά, εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης για τον γιατρό, αφετέρου όμως η θυσία μιας άλλης ζωής προκειμένου να διασωθεί η πρώτη, συνιστά ταυτόχρονα παράβαση αυτής της ίδιας νομικής υποχρέωσής του.  Ο γιατρός είναι αυτός που φέρει το βάρος της ηθικής ευθύνης της επιλογής αυτής. Μιας επιλογής η οποία σε κάθε περίπτωση (είτε επιλέξει να σώσει την ζωή του Α είτε του Β, σίγουρα κάποιος από τους δύο θα πεθάνει) συνεπάγεται τη μη εκπλήρωση ενός νομικού του καθήκοντος και εν τέλει την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής.

Κατά τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) που αποτελεί ένα πλέγμα καθηκόντων, κάθε ιατρός οφείλει να παρέχει κάθε ώρα της ημέρας και της νύχτας τη συνδρομή του η οποία έχει ως μοναδικό στόχο την προστασία, διατήρηση, βελτίωση, αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ιδιαίτερη όμως προσοχή  δίνω στην διάταξη του άρθρου 9, όπου στην § 1 υπό τον τίτλο «Υποχρεώσεις του ιατρού προς τους ασθενείς», ορίζεται ότι «Ο ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενούς», ενώ στην § 2  ορίζεται ότι «Ο ιατρός δεν μπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστημονική του επάρκεια …».

Ομοίως, εξαιρετικής σημασίας είναι η διάταξη του άρθρου 15, όπου προβλέπεται ότι «ο ιατρός, που ευρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή, με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη συνείδησή του στο πλαίσιο των αρχών του άρθρου 2».

Το άρθρο 15 του ως άνω Κώδικα Δεοντολογίας, που θέτει τα κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει να επιλέξει ο γιατρός, δεν επιλύει ωστόσο το δίλημμά του, όταν η ζωή περισσοτέρων ανθρώπων τίθεται σε κίνδυνο. Ο νομοθέτης αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του γιατρού να επιλέξει ποιο από τα καθήκοντα θα εκπληρώσει (το καθήκον διάσωσης του Α ή το καθήκον διάσωσης του Β), επιλογή ωστόσο που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, εάν και εφόσον αχθεί η υπόθεση ενώπιον της δικαιοσύνης.

Κατά τον αείμνηστο Καθηγητή μου Ι. Μανωλεδάκη «Υπάρχουν αντικειμενικές καταστάσεις ανάγκης –και αντίστοιχα υποκειμενικές συγκρούσεις καθηκόντων-  όπου, οποιαδήποτε επιλογή κι αν κάνει ο δράστης, ενεργεί άδικα». Ωστόσο το ζήτημα, πέραν της ψυχικής ταραχής μπροστά στο τραγικό δίλημμα, είναι ότι «…δεν υπάρχει ελευθερία επιλογής του μη αδίκου, οποιαδήποτε ψυχική δύναμη κι αν καταβάλλει ο δράστης. Όταν όμως δεν υπάρχει ελευθερία επιλογής του μη-αδίκου δεν μπορεί να υπάρχει αποδοκιμασία του δράστη για την επιλογή του αδίκου…».

Εν ολίγοις, όταν το μόνο που έχεις να επιλέξεις είναι το άδικο, τότε δεν μπορεί να έχεις ευθύνη για την «άδικη» επιλογή σου.

Η νομική κοινότητα σε όλες αυτές τις οριακές καταστάσεις έδωσε διάφορες ονομασίες, άλλοτε ως «Τραγικό Δίλημμα», άλλοτε ως «Υπέρβαση του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητος» και άλλοτε ως «Σύγκρουση Καθηκόντων». Αυτές με τη σειρά τους οδηγούσαν σε αθώωση του δράστη (είτε λόγω άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης είτε του καταλογισμού). Το κυριότερο όμως ήταν ότι αυτές οι συγκρούσεις καθηκόντων βρισκόταν μέχρι πρότινος εκτός γραπτού δικαίου και αυτό αποτελούσε πρόβλημα για τον εφαρμοστή του (δικαστή).

Ήδη όμως από την 01.07.2019, στον νέο Ποινικό Κώδικα και δη στο άρθρο 33 Π.Κ. που φέρει τον τίτλο «Αδυναμία αποφυγής του αδίκου», οι παραπάνω οριακές καταστάσεις ρυθμίζονται, αποτελώντας πλέον γραπτό δίκαιο. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι «Η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τέλεσε, αν κατά την τέλεσή της αδυνατούσε να συμμορφωθεί προς το δίκαιο λόγω ανυπέρβλητου για τον ίδιο διλήμματος εξαιτίας της σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογα με την προσβολή που απειλήθηκε».




Αναντίρρητα το ιατρικό αλλά και το νοσηλευτικό προσωπικό αντιμετώπισε κι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυστυχώς τέτοιες οριακές καταστάσεις, με αναπόφευκτες συγκρούσεις καθηκόντων, ευρισκόμενο επιπλέον αντιμέτωπο με την έλλειψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού και την έλλειψη επαρκώς εξοπλισμένων χώρων νοσηλείας. Στις μέρες μας, που η ανθρωπότητα δέχεται το χτύπημα του κορονοϊού, η αδυναμία αποφυγής του αδίκου, δηλαδή η έλλειψη ελευθερία επιλογής του μη αδίκου, πρωταγωνιστεί, με τις γνωστές σε όλους μας τραγικές συνέπειες.

Μέσα στην δίνη της παρούσας κατάστασης –που τουλάχιστον η δική μου γενιά δεν έχει ξανασυναντήσει μέχρι σήμερα– οι γιατροί παγκοσμίως αντιμετωπίζονται ως «Θεοί». Δυστυχώς όμως, δεν είναι θεοί και δυστυχώς δεν μπορούν να μας σώσουν όλους. Έτσι λοιπόν, αν ενδεχομένως κληθούν να κριθούν ως τέτοιοι, καλό είναι να έχουμε κατά νου τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου:

«Ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα»
[ impossibilium nulla obligatio est ]

Καλή δύναμη σε όλους μας!


Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ