Η ποιητική νοημοσύνη του Λευτέρη Ξανθόπουλου

Μιλώ γι’ αυτό τον άνθρωπο που με σπάνια γαλήνη εξέφρασε, ή μάλλον καλύτερα, διατύπωσε με τους όρους της ιδιοπροσωπίας του, το ποιητικό αίτημα του ανθρώπου


 

Tου Κώστα Καναβούρη

 


Είναι η δεύτερη φορά που εδώ στην Καβάλα μιλώ για τον αγαπημένο μου φίλο, τον ποιητή και σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο που τόσο ξαφνικά μας άφησε στις 19 Ιουνίου 2020. Πάνε 20 χρόνια από την πρώτη φορά.

Ήταν, τότε, Δευτέρα 22 Μαΐου 2000 απόγευμα, στο Ιμαρέτ πριν γίνει όπως είναι σήμερα, που μιλούσαμε για το έξοχο βιβλίο του Λευτέρη «Ο άγγελος των πρώτων ημερών», ένα βιβλίο απίστευτης γλυκύτητας για τα παιδικά καλοκαίρια στην Καβάλα την πατρίδα και μητρίδα των γονιών του, εκεί στα μέσα και προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ήταν κι άλλη μια φορά, αρχές δεκαετίας του ’80 που διαβάσαμε ποιήματά μας στη Στέγη.

Σ’ αυτή όμως τη δεύτερη φορά ο Λευτέρης δεν είναι εδώ. Δεν μου είναι εύκολο και παρακαλώ να συγχωρήσετε την αμηχανία μου από το σάστισμα που μου προκάλεσε ο θάνατός του. Θυμάμαι τότε στο Ιμαρέτ, επειδή ο «Άγγελος των πρώτων ημερών» είναι ένας αλγεσίδωρος ύμνος στην απουσία, εκτός όλων των άλλων, είχα ζητήσει από το κοινό – ήταν καφέ τότε το Ιμαρέτ – μέσα στο πλάγιο φως του απογεύματος, να κάνει ησυχία για ένα δευτερόλεπτο και σ’ αυτό το δευτερόλεπτο να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους όλοι μαζί, «στην μνήμη των αποθαμένων μας». Έγινε. Και ήταν ένας από τους ωραιότερους ήχους της σιωπής που άκουσα ποτέ στη ζωή μου. Και και να που τώρα ο Λευτέρης φτερούγισε και δεν είναι εδώ. «Μονάχα ένας άνθρωπος λείπει και είναι σα να άδειασε ολόκληρος ο κόσμος» λέει ο ποιητής. Αν είχαμε ποτήρια το ίδιο θα σας ζητούσα να κάνουμε, αυτή τη φορά στη μνήμη του. Μοιάζει απίστευτο, σε μένα, ότι λείπει. Και μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να μιλώ γι’ αυτό τον άνθρωπο που με σπάνια γαλήνη εξέφρασε, ή μάλλον καλύτερα, διατύπωσε με τους όρους της ιδιοπροσωπίας του, το ποιητικό αίτημα του ανθρώπου. Αυτό ήταν το μεγάλο που κουβαλούσε. Η τιμή και η αξία του: Το ότι είτε με την ποίηση την γραφόμενη, είτε με την εικόνα, είτε με την χειρονομία της καθημερινότητας, την σύζευξη επίσης της απόλυτης ενότητας ετεροτήτων που είναι η σύζευξη του ατομικού με το καθολικό, ώστε να αναφανεί το Είναι, ο Λευτέρης υπήρξε ένας δημιουργός που βεβαίωσε την ρήση του Έκχαρτ πως «ο Θεός μάς έχει περισσότερη ανάγκη απ’ όσο εμείς εκείνον».

Γιατί ο Θεός χαρίζει, ο ποιητής χαρίζεται. Αυτό είναι το χάρισμα τού να μπορείς να μορφοποιήσεις με έργο το ποιητικό αίτημα. Δεν είναι το ποίημα, δεν είναι το δημιούργημα που σε δικαιώνει, είναι η προθετική εντιμότητα να κρατήσεις με χάρη και ακρίβεια το εμβρυουλκό που λέγεται χάος ώστε να διευρύνεις το σύμπαν. Είναι τόσο ωραία αυτή η ομορφιά. Και τόσο κρίμα να λείπει αυτός που την εκφράζει. «Φθινόπωρο θα έρθει με σαλιγκάρια, σταφύλια ομίχλης, όρη ανταριασμένα και θα ‘σαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα» λέει ο Λόρκα (διηγούμαι τους στίχους δεν τους θυμάμαι ακριβώς) στον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Κι εγώ θυμάμαι να κατεβαίνω την Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα, με το ταξί κι όπως υπάρχει μποτιλιάρισμα βλέπω δίπλα να περνάει ο Λευτέρης. Μόνος του. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, πάντως μειδιούσε με τέτοια πληρότητα που ντράπηκα να τον διακόψω. Έφυγα. Νομίζω, αντιστρέφοντας τον Νίκο Καρούζο, ότι κάπου στο μέλλον κέρδισε ο πολιτισμός.

Όπως νομίζω ότι με τον θάνατο του Λευτέρη έχασε μια μάχη ο πολιτισμός. Δεν έχασε τον πόλεμο γιατί το έργο του θα δίνει πάντοτε μάχες όπου άλλες θα κερδίζει κι άλλες θα χάνει, αλλά αυτό ακριβώς είναι το ποιητικό αίτημα: η μάχη της δημιουργίας με το α-σχημο, η μάχη της α-λήθειας με την λήθη που δεν έχει κενά, κενά έχει η μνήμη, ο έρωτας κι ο πόλεμος. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος το ήξερε. Και έπραξε αναλόγως. Αυτό, αλλιώς, λέγεται ποιητική νοημοσύνη. Μια νοημοσύνη που κάνει την λέξη ποίημα και την εικόνα εικόνισμα του μέσα κόσμου και του κάτω ουρανού.

Ο Λευτέρης πήγε και λίγο παραπέρα: είδε το βλέμμα του και κοίταξε αλλιώς τον κόσμο. Παρέταξε λοιπόν τις άπειρες ακινησίες τη μια δίπλα στην άλλη και τις έκανε κίνηση. Είδαμε ποίηση και διαβάσαμε εικόνες. Αυτό σημαίνει αγάπη στην παρασημαντική της σιωπής και στην παρασημαντική της αρμονικής συχνότητας του χρόνου. Αγάπη στα άδηλα υλικά της κίνησης, της όλης Ιστορίας δηλαδή. Νομίζω ότι αυτό αγάπησε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος. Την φωτογραφία ενός χρόνου απελευθερωμένου από την στιγμή και στην ουσία απελευθερωμένου από τον θάνατο.

Νά, έτσι θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν. Ως ένα άνθρωπο απελευθερωμένο από τον θάνατο. Αυτό είναι το ποιητικό αίτημα και η θεμελιώδης έκφραση του ανθρώπου ως παρηγορητικού όντος: να σε απελευθερώνει από τον χρόνο και να σε εντάσσει στο αέναο της θνητής αθανασίας. Οι φωτογραφίες που τόσο αγάπησε ο Λευτέρης είναι ένα ωραίο όχημα. Έχω μια τέτοια κάτω από το τζάμι του γραφείου μου, τραβηγμένη αρχές του 30 μπροστά από το γνωστό λιοντάρι της πόλης κι από το σημερινό δημαρχείο. Μια παρέα νεαρών, είναι δεν είναι εικοσάρηδες, χαμογελαστοί, σ’ ένα ανεξάντλητο ενεστώτα. Πρώτος από αριστερά ένα ψηλός, ο πιο ψηλός απ’ όλους, «ψηλός » και το παρατσούκλι του. Κώστας τ’ όνομά του. Κώστας Ξανθόπουλος. Ο πατέρας του Λευτέρη. Τρίτος από αριστερά ο Παναγιώτης Καναβούρης. Ο πατέρας μου. Καρδιακοί φίλοι οι δυο τους. Έπαιζαν πόλο. Στον σύλλογο της γειτονιάς της Αγίας Βαρβάρας, ο «Άτλας Κεραυνός». Ατλοκεραυνό τον έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Φουνταριστός ο πατέρας, τερματοφύλακας ο ψηλός. Έχω κι άλλες φωτογραφίες. Πάντα κοντά – κοντά οι δυο τους. Στα βράχια του νοσοκομείου, μπροστά στις καπναποθήκες που τότε ήταν ακρογιαλιά, εκεί που σήμερα είναι η Ερυθρού Σταυρού, στο κατάστρωμα του «Άρη», «Άρεως» σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες της εποχής, του εκπαιδευτικού πλοίου ναυτικών δοκίμων του πολεμικού ναυτικού ύστερα από αγώνα πόλο με τους επίλεκτους της Καβάλας, και άλλες και άλλες…

Ύστερα από χρόνια ο Λευτέρης θα γράψει στον «Άγγελο των πρώτων ημερών» για τον πατέρα μου: «ο πατέρας του ποιητή σήμερα Κώστα Καναβούρη που έγραψε τον περίφημο στίχο ‘’οι φωτογραφίες γέμισαν σκιές’’ νομίζω ειδικά γι’ αυτό το βιβλίο». Και τώρα λείπει. Και οι φωτογραφίες γεμίζουν κι άλλες σκιές. Μεγάλος χρόνος, μικρός χρόνος. Μεγάλη ιστορία, μικρή ιστορία. Ανθρωπότητα, άνθρωπος. Ποιητικό αίτημα. Αν είσαι άξιος το εκφράζεις. Λευτέρης Ξανθόπουλος. Το είπε. Το είπε και το έκανε. Είχε όλες τις προϋποθέσεις εμποδίων ώστε να μην το πει, αλλά όχι. Επιμονή, επιλογή, επιμήκη επιλογή θα έλεγα κοιτάζοντας το πολύμορφο έργο του και επιμήκη θέληση. Γι’ αυτό μίλησε με την φωνή εκείνων που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Και μίλησε με αγάπη. Όχι με την χαμέρπεια της έπαρσης.

Γιος προσφύγων. Όπως κι εγώ. Αναμέτρηση με την Ιστορία. Άκου από την μια μεριά την «Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης» του, τον πόνο και τον κρυμμένο χρόνο της που εκρήγνυται μέσα στο βλέμμα του Λευτέρη κι άκου από την άλλη αυτό το πελώριο ιστορικό γεγονός: την μεγάλη προσφυγιά των Γερμανόφωνων, που είναι ο καθ΄όλου χρόνος των ανθρώπων. Δεν φαίνεται, δεν υπάρχει, είναι.

Θέλω να πω ότι ο χρόνος που καίρια απασχολεί τον Λευτέρη Ξανθόπουλο σε όλο του το έργο μοιάζει να είναι ένας χρόνος που περνάει ανάμεσα από δύο φράσεις. Η μία είναι του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. «Η πληγή είναι πηγή» λέει ο Πεντζίκης για να ακουστεί ως αντίλαλος ο στίχος του Επαμεινώνδα Γονατά: «Υπομονή, θα πήξει το δάκρυ θα γίνει νησί». Πάνω σ’ ευτό το άδηλο νησί ταξίδεψε και φυσικά δεν θα σταματήσει να ταξιδεύει ο Λευτέρης, στις μέσα κι έξω προσφυγιές.

Κι όταν αγαπάς τις προσφυγιές τις περιλαμβάνεις στη σιωπή του βλέμματος που φτιάχνει την ιστορία του τρελού λαγού, την ιστορία του ποιητικού ανθρώπου. Σας έλεγα, ας πούμε, για την μεγάλη προσφυγιά των γερμανόφωνων. Πόσοι γνωρίζουμε αυτό το πελώριο δάκρυ της Ιστορίας; Δέκα εκατομμύρια Γερμανόφωνοι μετακινήθηκαν αναγκαστικά, ύστερα από συμφωνίες των μεγάλων δυνάμεων μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, προς την Γερμανία, από τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία κυρίως και την Τσεχοσλοβακία. Εκατοντάδες χιλιάδες ίσως μέχρι 2 εκατομμύρια τα θύματα κατά την διάρκεια της μετακίνησης. Πολίτες β κατηγορίας στην Δυτική Γερμανία, Πολίτες, γ κατηγορίας στην Ανατολική. Βλέπετε, οι φωτογραφίες είναι πάντα γεμάτες σκιές. Η κίνηση της ιστορίας είναι γεμάτη σκιές. Την σκιά της Ιστορίας φωτογραφίζει ο Λευτέρης για να φτιάξει το φως. Την σκιά από τα φτερά ενός αγγέλου. Του αγγέλου των πρώτων ημερών. Στην Αγία Βαρβάρα, στα Καλαφατιά, στην Καβάλα, στην προσφυγιά.

Δεν είναι νοσταλγία, την κατάλληλη λέξη την βρήκα πρόσφατα –άλλωστε η λέξη νοσταλγία είναι κατασκευασμένη λέξη του ευρωπαϊκού λογιοτατισμού, ιδιαίτερα του γερμανικού, του 18-19 αιώνα, δεν υπάρχει στα ελληνικά,, εκεί υπάρχει ο νόστος– την βρήκα στο επίμετρο του μυθιστορήματος της Τζένης Έρπενμπεργκ «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» και η κατάλληλη λέξη είναι «ostalgie». «Ost» στα γερμανικά θα πει ανατολή. Και «ostalgie» σημαίνει τον πόνο από την επιθυμία για επιστροφή σε μια «ανατολή», σε μια ανατολική Γερμανία, σε μια πατρίδα των παιδικών χρόνων, στην οποία έχει δικαίωμα ο καθένας η οποία όμως δεν υπάρχει. Είναι λοιπόν ο πόνος της αφαίρεσης του δικαιώματος επιστροφής. Όσοι μεγαλώσαμε με το αφήγημα μιας πατρίδας του κάποτε που δεν υπάρχει πια, το καταλαβαίνουμε. Και γι’ αυτό νιώθουμε το φτερούγισμα του Αγγέλου των πρώτων ημερών, τόσο δυνατά. Τίποτε άλλο δεν έχουμε παρά μονάχα τούτο το μαστορηλίκι να φτιάχνεις χρόνο με το τίποτα, εικόνα από σκιά και θάνατο από αγάπη. Είπα άγγελο και θυμήθηκα τον Γιώργη Παυλόπουλο που ήξερε τα «Αντικλείδια» του χαμού και μ’ αυτά μαστόρευε.

Γι’ αυτό στην μνήμη του Λευτέρη και για τον «Άγγελο των πρώτων ημερών», επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Οι μαστόροι»:

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
Σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
Τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας ‘Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε
να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
Κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.

Και ούτε που θα ρωτήσουμε ποτέ, Λευτέρη.

Μένουμε με την ελπίδα, επειδή στην πόλη μας ο ήλιος ανατέλλει από το μέρος των νεκρών, ένας δρόμος φορτωμένος με ναπάλμ, όπως θα έλεγαν και οι «Χειμερινοί Κολυμβητές», μένουμε με την ελπίδα ότι η λύπη δεν είπε ακόμα την τελευταία της λέξη κι ούτε θα την πει. Και ότι «Ostalgie», ο πόνος για την ανατολή, είναι ο νόστος για την καινούργια μέρα. Απώλεια κι ελπίδα. Καινούργιοι ποιητές γεννιούνται Λευτέρη. Σήκωσε το κεφάλι σου. Καληνύχτα. Απόψε θα ‘χουμε καλή βραδιά για «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων». Και όπως είπεστην καταληκτική του φράση ο πρίγκιπας Άμλετ, αυτός ο πρόγονος του πρίγκιπα Μίσκιν που μαζί φτιάχνουν την εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης:

«The rest is silence».


Το κείμενο διαβάστηκε την Κυριακή 2 Αυγούστου 2020 στον θερινό κινηματογράφο «Ζέφυρο» στην Καβάλα, στο πλαίσιο του διήμερου αφιερώματος «Λευτέρης Ξανθόπουλος. Επιστρέφοντας στην Καβάλα» που διοργάνωσε ο Δήμος Καβάλας σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων & Τεχνών Καβάλας