Να ’σαι καλά στην αγκαλιά του Χριστού, αγαπημένε μας Γέροντα Επιφάνιε…

Μνήμη αξεθώριαστη στο πέρασμα του χρόνου. Οίνος Επιφανής εις οσμήν ευωδίας πνευματικής...


 

Του Δημήτρη Αποστολίδη

 


Πέρασαν κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν τότε που ο αγαπημένος μου φίλος, συμπολίτης και φίλος του Αγίου Όρους, ο Σωτήρης Νάιδος μού μίλησε για πρώτη φορά για τον π. Επιφάνιο και την ευγενή φιλοδοξία του να ανασυστήσει το ιστορικό κελί του Μυλοποτάμου.

Οι συνεργάτες μου κι εγώ νιώσαμε την αίσθηση του καθήκοντος, ως Σύλλογος Φίλων Αγίου Όρους Καβάλας, να βαραίνει τη δική μας προσωπική και συλλογική ευθύνη συμπαράστασης σε τούτο το δύσκολο εγχείρημα. Δεν χάσαμε χρόνο.

Ο Σωτήρης, μια μικρή ομάδα από τον Σύλλογο κι εγώ επισκεφθήκαμε τον Γέροντα. Μια αγκαλιά χαμόγελα, μια πρωτόγνωρη φιλοξενούσα διάθεση, ένας γλυκύτατος λόγος υποδοχής μάς προσφέρθηκε απλόχερα ως πρόγευση αγάπης μέσα από τη γεροντική του ταπείνωση. Δίπλα του ο υποτακτικός του, ο  π. Ιωακείμ, ένα χαριτωμένο καλογέρι, σπάνιο δείγμα ασκητικής υποταγής. Ο μοσχοβολιστός καφές, το τσιπουράκι κι ύστερα η ξενάγηση. Η περιδιάβαση σ’ ένα κτίσμα φθαρμένο στον χρόνο που ’γειρε στο βάρος της ιστορίας και του ηγετικού εκτοπίσματος που άκουγε στο όνομα Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ που για δώδεκα χρόνια φιλοξενήθηκε στον Μυλοπόταμο. Κάθε γωνιά του και μια φωνή απ’ το χθες, κεντημένη στην πνευματική θαλπωρή της αγιορείτικης αγνάντιας. Ένα μέρος του καθίσματος ο γέροντας Επιφάνιος το είχε ήδη αναπλάσει κρατώντας την αισθητική της αρχιτεκτονικής παράδοσης.

«Σε τι μπορούμε να Σας συνδράμουμε, Γέροντα;» τον ρώτησα ευδιάθετα και μ’ ενθουσιασμό.
Χαμογέλασε και μου απάντησε: «Κάντε την κεντρική θέρμανση».

Φυσικά και δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Σε λίγες μέρες το παγωμένο στον χρόνο και το κρύο αγιορείτικο κάθισμα γέμισε θάλπος τερπνό. Μετά, η επίσκεψη στο οινοποιείο και στον αμπελώνα. Πλημμύρισα από θαυμασμό καθώς  η φωνή του ηχούσε σε άκουσμα ονείρου. Ένας μοναχός με αξιότητα δράσης. Κι ύστερα ήρθε η ώρα του γεύματος. Δεν θυμάμαι τι μαγείρεψε. Εκείνο που ερέθισε τα αισθητήρια της οσμής και της ακοής μου ήταν οι πατατούλες που τσουρούφλιζαν στο τηγάνι. Ώσπου να ’ρθουν στο τραπέζι, τα λεπτά απλώθηκαν στον αιώνα. Μετά την οσμή και την ακοή ήρθε η πρωτόγνωρη γεύση. Γεύση που δεν ξεθώριασε στο πέρασμα του χρόνου.

Έκτοτε ο Γέροντας Επιφάνιος μάς πρόσφερε αβραμιαία φιλοξενία. Κοντά μας σε ό,τι του ζητούσαμε. Κι εμείς με πολύ περηφάνια τον βλέπαμε να δρασκελεύει στης προκοπής τα μονοπάτια σ’ αυτό που με περισσή αγάπη διακονούσε. Αγιορείτης Μοναχός, εύφημος οινοποιός, περιζήτητος μάγειρας, ακούραστα φιλόξενος, πάλεψε αγόγγυστα στα δύσκολα καλέσματα του ένθεου βίου της μοναχικής ζωής.

Και νά που ο Γέροντας Επιφάνιος έγινε μνήμη ιερή κι αγαπημένη. Η ευωδία της θύμησής του θα μας συντροφεύει. Για εμάς τους φιλαγιορείτες θα ’ναι ο δικός μας Μοναχός. Αυτός που αγαπήσαμε και πονέσαμε. Δύσκολο να πεις πως έγινε ανάμνηση. Τον νιώθουμε κοντά μας, ανάμεσά μας, δίπλα μας, μέσα μας. Είναι ο δικός μας άνθρωπος. Μνήμη αξεθώριαστη στο πέρασμα του χρόνου. Οίνος Επιφανής εις οσμήν ευωδίας πνευματικής.

Να ’σαι καλά στην αγκαλιά του Χριστού, αγαπημένε μας Γέροντα Επιφάνιε. Και να μας θυμάσαι…

Ταπεινά,
Δημήτρης Αποστολίδης