Το Ιμαρέτ [Μέρος Α’]

Το ενδιαφέρον του Βαλή της Αιγύπτου για την τύχη του Ιδρύματος Του στην Καβάλα


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


Οπάμπλουτος Πασάς παράλληλα με τις στρατιωτικές του επιτυχίες και την οργάνωση του κράτους του δεν ξεχνούσε τη γενέθλια του πόλη… Το 1824 στην Αίγυπτο τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 400.000 πουγκιά από 13.000, του 1805. Ο δε φόρος που έστειλε στην Κωνσταντινούπολη έφτασε τα 12 000 πουγκιά [KARAL Enver Ziya age sah. 127.] (Σημ. 1 πουγκί = 500 γρόσια)

Μεχμέτ Αλή, Βαλής της Αιγύπτου. Υδατογραφία του Leander Russ, 1842. Μουσείο της Αλμπερτίνα, Βιέννη (Koschatzky 1991, σ. 72, εικ. 225 σ. 76, αρ. 225). Έργο βασισμένο σε σχέδιο του ίδιου το 1833 όταν συνόδευσε στην περιοδεία του στην Αίγυπτο τον κόμητα Anton Prokesch von Osten (μετέπειτα πρώτο πρεσβευτή της Αυστροουγγαρίας στην Ελλάδα) ως μεσολαβητή για την επίτευξη συνθήκης ειρήνης μεταξύ του Μεχμέτ Αλή και του σουλτάνου Μαχμούντ Β΄ συμφώνως προς τις επιθυμίες του Μέτερνιχ (Mayr-Oehring 1997, σ. 34).

Στη συνοικία του Χουσεΐν μπέη με το ομώνυμο τζαμί (απέναντι από την άλλη πλευρά του δρόμου,) το Ιμαρέτ εντυπωσιάζει με τις αίθουσες διδασκαλίας, τον μεντρεσέ το οικοτροφείο και τα γραφεία της διοίκησης. Στη γωνία το τζαμί του Χαλήλ Μπέη (που στέγασε αργότερα τη φιλαρμονική, του Δήμου  Καβάλας γνωστά σαν τζαμί της “μουσικής”):

Η  επιστολή που ακολουθεί υποβλήθηκε στις 30 Μαρτίου 1813 από τον Mehmed Ali Paşa οθωμανό Κυβερνήτη της Αιγύπτου, στον κυρίαρχο και κύριο του, τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη:

Όπου Εκφράζει την Εκτίμηση του για την Παραχώρηση των Εσόδων από το Νησί της Θάσου (Taşöz) Υπέρ του Ευαγούς του Ιδρύματος στην Καβάλα.

[Ημερομηνία: 27 Rebiülevvel 1228].

Σε αυτήν εκφράζει τις ευχαριστίες του γιατί του δόθηκε ένα Mülknâme-i Hümâyûn (επιστολή ιδιοκτησίας) για τα έσοδα του νησιού της Θάσου για να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα έξοδα και να συντηρήσει  vakıf (ευαγές ίδρυμα) που είχε ιδρύσει για το medrese , του οποίου την κατασκευή είχε προσφάτως ολοκληρώσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του Καβάλα.

Εκφράζει επίσης την ευγνωμοσύνη του πως αυτή η χορηγία είχε επικυρωθεί με την παραλαβή ενός αντιγράφου ενός Hatt-ı Hümâyûn (Αυτοκρατορικού Διατάγματος του Σουλτάνου στο Μεγάλο Βεζίρη για την εφαρμογή του).

Από το γεγονός πως έχουμε την ελληνική μετάφραση ενός αντιγράφου του Mülknâme-i Hümâyûn (επιστολής ιδιοκτησίας) που εκδόθηκε για αυτό από το σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ [Βλ.: Παράρτημα II], γνωρίζουμε πως είχε ζητήσει νωρίτερα τις φορολογικές προσόδους του νησιού, και με ισχύ τις 30 Μαρτίου 1813 είχε λάβει θετική απάντηση στο αίτημα του.

Από αυτή την ημερομηνία  και μετά τα φορολογικά έσοδα της Θάσου – εκτός του cizye (κεφαλικού φόρου)—αποκόπηκαν υπέρ του ευαγούς του ιδρύματος.

Για την ακρίβεια του παραχωρήθηκε το mukataa (εκχώρηση των φορολογικών εσόδων) του νησιού με τη μορφή μιας

Παραχώρησης Αυτοκρατορικής Ιδιοκτησίας (Mülknâ-me-i Hümâyûn), δηλαδή φαίνεται πως του παραχωρήθηκε η ιδιοκτησία του ίδιου του νησιού, με τη μόνη εξαίρεση των εσόδων από τον κεφαλικό φόρο  που κατέβαλαν οι κάτοικοι.

Αυτή η παραχώρηση, όπως αναφέρει στην επιστολή του, ήταν ειδικά σχεδιασμένη για να καλύψει τα έξοδα του külliye στην Καβάλα.

Αυτό το έγγραφο παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, και η σημαντικότερη από αυτές είναι πως επιβεβαιώνει πως ο Mehmed Ali Paşa είχε ήδη κτίσει το medrese στην Καβάλα πριν τη χρονική στιγμή κατά την οποία του παραχωρήθηκαν τα φορολογικά έσοδα από τη Θάσο.

Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, αυτή η επιστολή αποτέλει ένα terminus a quo για την ολοκλήρωση του τμήματος του medrese στο külliye της Καβάλας, πως δηλαδή η κατασκευή του ολοκληρώθηκε πριν τις 30 Μαρτίου 1813 [W. Lowry & I. E. Erünsal: σ. 241]

30/3/1813. Μεράφραση στα Ελληνικά:
[Γραμμές 1-6] Σημείωση:
Στο περιθώριο αναγνωρίζοντας την παραλαβή της επιστολής:
[Γραμμή 1 στην αρχή της σελίδας]
Στο όνομα του Θεού, του Συμπονετικού, του Ελεήμονος.
[Γραμμή 2: πάνω δεξιά της σελίδας]
Την έχει δει (Σημείωση: Αυτή είναι η απάντηση του Σουλτάνου).
[Γραμμές 3-6: στο επάνω αριστερό μέρος της σελίδας].
Το γράμμα που είχε φτάσει από τους υπηρέτες του Διοικητή της Αιγύπτου είναι μια ευχαριστήρια επιστολή αναγνωρίζοντας την παύση των φοροεισπράξεων της Θάσου για λογαριασμό του ευσεβούς ιδρύματός του, και επίσης περιελάμβανε ευχαριστίες για την παραλαβή του αυτοκρατορικού διατάγματος που είχε χορηγηθεί για αυτό το ζήτημα με εντολή του Σουλτάνου.
Τι πρέπει να γίνει για το θέμα αυτό;
[Γραμμές 7-14] Κρατάμε στα χέρια μας το Αυτοκρατορικό Διάταγμα Ιδιοκτησίας που δόθηκε από τον πιο Εξαίρετο, Πανάγαθο, Φιλάνθρωπο, την Αυτού Εξοχότητα, τον Μονάρχης μας, τον Σουλτάνος μας, με το οποίο χορηγεί, από την ευγένεια και την εύνοιά του, την παύση των εισπράξεων (mukataa) της Θάσου, η οποία εκτός από το κεφαλικό φόρο απαλλάσσεται από κάθε άλλη κρατική φορολογία.
Και το Αυτοκρατορικό Διάταγμα που επιβεβαιώνει την παραπάνω χορηγία δηλώνει:
«Λαμβάνοντας υπόψη τις προσπάθειες και τις υπηρεσίες για τη θρησκεία και το κράτος που ο Μεχμέτ Αλή Πασά έχει παράσχει, και με βάση τις προσπάθειες και την αφοσίωσή του, τόσο όσο αφορά τους πόρους και τα μέσα αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τις όσες περικοπές εισπράξεων (mukataa) σαν της Θάσου του δοθούν, εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής ως ανταπόδοση για το μεγάλο ύψος των κεφαλαίων που δαπανήθηκαν για την περίπτωση του Hicaz ( εκστρατεία της Χετζάζ) και μόνο, τα οποία (κεφάλαια Hicaz) είναι ακόμα μεγαλύτερα από το ύψος των προαναφερθέντων φοροεισπράξεων (mukataa).»
[Γραμμές 15-29] Και καθώς, το Αυτοκρατορικό Διάταγμα (Padisah fermani) στο οποίο είναι γραμμένα όλα τα παραπάνω έφτασε στον υπηρέτη σας (δηλαδή εμένα τον Μεχμέτ Αλή) μέσω του εντολοδόχου του (του Σουλτάνου), και ενώ ευχόμουν να ήμουν αντάξιος ανάμεσά σας, το γεγονός ότι κρίθηκα άξιος της εύνοιας του Ηγεμόνα μας φαίνεται στο ότι η συγκεκριμένη (εύνοια)  δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να δοθεί σε κανέναν άλλον ως τώρα.
Και ότι δαπάνησα δικά μου ποσά για το ζήτημα του Hicaz δεν έχει σημασία μιας και ως ταπεινός υπηρέτης σας δεν είμαι παρά μια προέκταση του θησαυροφυλακίου σας.
Αυτό το δώρο είναι περισσότερο από επαρκές για να καλύψει τα έξοδα του Μεντρεσέ (Ιεροδιδασκαλείου) που έχω ιδρύσει στην γενέτειρά μου, για να παρέχει εκπαιδευτικές ανάγκες προκειμένου οι μαθητές να προσφέρουν δεήσεις εξ ονόματός σας.
Εκτός των άλλων αισθάνομαι τιμή, που ο Κυρίαρχός μου επέτρεψε να επιτευχθεί αυτή η καλοπροαίρετη πράξη απονέμοντας την παύση των εισπράξεων της ευσεβούς θεολογικής σχολής.
[Γραμμές 30-39] Δεν έχω καμία άλλη φιλοδοξία από το να παρέχω υπηρεσίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με κάθε δοθείσα ευκαιρία, και να θεωρούμε ένας από τους υπηρέτες του Ηγεμόνα μας, οι οποίοι λαμβάνουν την εύνοιά του.
Έχω γράψει αυτήν την αναφορά  εκφράζοντας το γεγονός ότι είμαι στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είμαι πάντα στην ανάγκη της εύνοιας και χάρη σας, 30 Μαρτίου 1813.
Μεχμέτ Αλή. [H. W. Lowry & I. E. Erünsal: σ.242-246 (Απόδοση από τα αγγλικά Αντ. Καράλης 2015).]

Η κατασκευή του ευαγούς Ιδρύματος στην πόλη της Καβάλας άρχισε νωρίς και το αρχικό Medrese είχε αποπερατωθεί το 1813, όπως αποδεικνύουν  οι ανωτέρω ερευνητές.

Το Külliye  κτίστηκε σὲ δύο φάσεις, ἐνῶ σὲ μιὰ Τρίτη ἒγιναν οἱ μεταγενέστερες συμπληρώσεις τῶν γραφείων καὶ τοῦ δευτέρου μεστίτζ.

Ὁ χρόνος ἀνοικοδόμησης τῶν κτισμάτων τῶν δύο πρώτων φάσεων ἀναγράφεται στὶς τέσσερες κτητορικὲς ἐπιγραφὲς, ποὺ εἶναι ἐντιχισμένες πάνω ἀπὸ τὶς κύριες εἰσόδους τους.

Τά κείμενα τῶν ἐπιγραφῶν εἶναι ποιήματα συντεταγμένα σὲ στοίχους (μέσα σε ορθογώνια τμήματα), μὲ μέτρο καὶ μὲ ἀνάγλυφα καλλιγραφικά στοιχεῖα. Περιέχουν ἐγγκώμια γιὰ τὀν ἱδρυτὴ.

Ἐπαινεῖται δὲ τὸ κάλλος, καὶ ἡ ἀξία τῆς εὐεργεσίας του μὲ ὂλων τῶν εἰδῶν τὰ κοσμητικά ἐπὶθετα καὶ μὲ συνεχεῖς ὑπερθεματισμοὺς.

[Αιμιλία Στεφανίδου Φωτιάδου, Ιμαρέτ, σ. 215.]

ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟ

23/3/1825. Νο. 140: Satis Kaydi ve Vakfiyey Zeyl  23 Mart 1825 Tarihli.  [Σελ. 284: Στίχοι 1-6]

Hafiz Mustafa

Δικαστής της πόλεως Καβάλας.

Η παρακάτω ελεύθερη μαρτυρία μου δόθηκε από τον εκπρόσωπο της χήρας και κληρονόμο Rukiye κόρη του Ahmed, του πρόσφατα εκλιπόντος κατοίκου της Καβάλας, Αλή Molla γιου του Μουσταφά, δηλαδή (μου δόθηκε) από τον Χατζή Χασάν, γιό του Αλή*. Και από τον εκπρόσωπο της Leyla κόρης του Μουσταφά, που ήταν ο Οσμάν, γιός του Μεχμέτ. Και επίσης υπό την παρουσία του εκπροσώπου του διοικητή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή Πασά, αναπληρωτή κυβερνήτη και φοροεισπράκτορα (mütesellim) της Καβάλας, Χατζή Αχμέτ Αγά. Οι εκπρόσωποι των δυο γυναικών άρχισαν δηλώνοντας ότι έχουν έρθει σε συμφωνία (και με τον εκπρόσωπο του Μεχμέτ Αλή) για να πουλήσουν το σπίτι που κληρονόμησαν, στην συνοικία  Huseyin Bey, που αποτελείτο από: μια θύρα [εξώθυρα;], δύο δωμάτια, ένα κελάρι και ένα σαλόνι. Το σπίτι περιβάλλεται στις τέσσερις πλευρές του από: την μια μεριά το σπίτι του Χατζή Μεχμέτ Topuzzade Αγά, από την άλλη πλευρά το κενό οικόπεδο των γιών του Χατζή Χαλήλ Αγά Osmanzade, από την τρίτη πλευρά το κενό οικόπεδο των γιών του Kapictbast Χαλίλ Αγά, και τέλος από την τέταρτη μεριά από ένα κενό περιφραγμένο οικόπεδο. Το συμφωνηθέν ποσό ήταν 3000 γκουρούς, και τα χρήματα τα κατέβαλε ο ίδιος ο  Χατζή Αχμέτ Αγά, και έτσι η κυριότητα αυτής της ιδιοκτησίας μεταφέρθηκε στην αυτού Εξοχότητα Μεχμέτ Αλή Πασά, την τρίτη ημέρα του μήνα Saban το έτος 1240, [23/3/1825].

Μάρτυρες της συναλλαγής: Seyidi  Sabanh Hasan Aga,  Ibis Aga, Adbulkerim Bey, Haci Rustem Aga, Haci Ali Aga, Haci Hafiz Efendi

Σημείωση: Επισυνάπτεται των ανωτέρω, στις 27 Sevval, 1240 [14 του Ιουνίου 1825]

Αντιπρόσωπος του Μεχμέτ Αλή Πασά, κατέθεσε ότι ο κυβερνήτης της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή Πασά, ο οποίος είναι ο εργοδότης του, θέλησε να αγοράσει το σπίτι για λογαριασμό του Χατζή Χουσεΐν Efendi, που ήταν ο Δεύτερος Ιεροκήρυκας του μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο), το οποίο είχε κατασκευαστεί στην Καβάλα. Ως εκ τούτου, αγοράστηκε, και αυτή η συναλλαγή θα έπρεπε να  προστεθεί στον (κωδίκελλο) του ευσεβούς θεμέλιου καταστατικού χάρτη με λογιστική καταχώριση. Κατόπιν αυτής της μαρτυρίας έγινε ξεκάθαρο ότι το προαναφερθέν σπίτι, σύμφωνα με τους όρους του φιρμανιού του Σουλτάνου (αυτοκρατορικό διάταγμα), 27 Sevval, 1240 [14/6/1825] προστέθηκε στον θεμέλιο καταστατικό χάρτη του ιεροδιδασκαλείου (μεντρεσέ) καταχωρηθέν υπό του λογιστού της Ανατολίας. Αυτά καταγράφηκαν και το έγγραφο δόθηκε σε αυτόν. [W. Lowry & I. E. Erünsal : σ. 216. (Απόδοση από τα αγγλικά Αντ. Καράλης 2015).]

Το τεκμήριο αυτό (o Κοδίκελλος 140 στο αρχικό Καταστατικό του Ιδρύματος), αφορά την αγορά κατοικίας στη συνοικία του Χουσεΐν Μπέη και δίνει ονόματα κατοίκων.

Οι τρεις μουσουλμανικές συνοικίες της Παναγίας του 18ου αιώνα ήταν του Χουσεΐν μπέη, του Χαλίλ μπέη και του Καδή Αχμέτ εφέντη.

Τα ονόματα των συνοικιών, που προέρχονται από το όνομα του δωρητή του τεμένους τους, τα βρίσκουμε σε αρκετές πηγές των τελευταίων δεκαετιών της τουρκοκρατίας.

Η συνοικία Χουσεΐν μπέη βρισκόταν στη δυτική πλευρά της χερσονήσου, κατά μήκος της “αυτοκρατορικής οδού” ή ΄”Οδού βαρός” (σημερινής Θ. Πουλίδου) και εκτεινόταν ανατολικά μέχρι την πύλη της ακρόπολης και νότια μέχρι τη σημερινή πλατεία του Φάρου. Στα τέλη της τουρκοκρατίας περιλάμβανε ένα σύνολο 190 κτισμάτων.

Κέντρο της συνοικίας ήταν το ομώνυμο μικρό τζαμί (παλαιότερο του 1800), στη  συμβολή των οδών Μεχμέτ Αλή και Θ. Πουλίδου, απέναντι από το Ιμαρέτ, κατεδαφίστηκε περί το 1925 πρώτα ο μιναρές και αργότερα το κτίσμα.