ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ: Από τη σκλαβιά στον ουρανό

Λίγες σκέψεις για το νέο βιβλίο του Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Χαράλαμπου Στεργιούλη


 

Του Δημήτρη Αποστολίδη

 


Νεομάρτυρες: Από τη σκλαβιά στον ουρανό. Ίσως, ο ακούραστος σκαπανέας της ιστορικής και φιλολογικής αναζήτησης, ο καλός φίλος και συνοδοιπόρος στους πνευματικούς μου προβληματισμούς, Δρ. της Βυζαντινής Φιλολογίας Χαράλαμπος Στεργιούλης δεν θα μπορούσε να επινοήσει πιο ευρηματικό τίτλο για να χαρτογραφήσει τη διαδρομή των μαρτύρων της πίστης μας από τη βασανιστική και ασφυκτική δυσανεξία της οθωμανικής τέφρας στην επουράνια και ανόρια ελευθερία της ένθεης και άληκτης ζωής. Κι αν ο Απ. Παύλος πλημμύριζε από ευτυχία και πανηγύριζε κι ένιωθε ασφαλής καθώς θωρούσε το περικείμενον νέφος μαρτύρων και παρότρυνε τους Χριστιανούς να τον μιμηθούν παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτούς και να αποδιώξουν από πάνω τους τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν[1], δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πανηγυρικής και παρηγορητικής διάθεσης του Πρώτου των Αποστόλων, αν θα είχε υπ’ όψη του τα φρικτά μαρτύρια των Χριστιανών στους επόμενους και ύστερους καιρούς.

Στην ιστορία της Εκκλησίας δεν υπάρχει περίοδος χωρίς μάρτυρες. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει αλλιώς, αφού οι μάρτυρες συνιστούν πολύτιμα και ανεκτίμητα στολίσματα της Εκκλησίας μας. Πόσο σκοτεινός και βαθύς κι αγριεμένος είναι ο ουρανός, όταν πάνω στον θόλο του δεν λάμπουν τα αστέρια; Αυτοί λοιπόν είναι οι μάρτυρες. Τα λαμπερά στολίσματα του έναστρου στερεώματος. Ανάμεσά τους κι αυτοί που πρόσφεραν με το μαρτύριό τους στη θηριωδία της οθωμανικής βαρβαρότητας την ένσαρκη ζωή τους και στόλισαν τον πνευματικό ουρανό μετά την άλωση της Πόλης. Τους αποκαλούμε νεομάρτυρες. Κι όσο διαβαίνει ο καιρός, όλο και πιο πολύ βαθαίνουν οι μορφές τους στα κύτταρα της εκκλησιαστικής και της κοινωνικής συνείδησης. Πόσοι νάναι άραγε; Ποιος ξέρει! Γνωρίζουμε λιγοστούς, μα είναι χιλιάδες. Απλώς, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς χάθηκαν στην ανωνυμία μιας και δεν έτυχε να βιογραφηθούν απ’ την ανθρώπινη γραφίδα[2]. Έτσι είναι στ’ αλήθεια. Μονάχα στην Κωνσταντινούπολη, ως θύματα αντιποίνων για την έναρξη της Επανάστασης,  δεκασχίλιοι Χριστιανοί εθυσιάσθησαν, κι αυτό γιατί, ενώ παρορμῶντο ν’ ἀρνηθῶσι τόν Χριστόν πρός διαφύλαξιν τῆς ζωῆς καί ἀπόλαυσιν πολλῶν ἄλλων ἐπιγείων ἀγαθῶν, ὅλοι μέχρις ἑνός ἐπροτίμησαν τάς βασάνους καί τόν θάνατον [3].

Ο ερευνητής της ιστορίας της Οθωμανικής περιόδου έχει υπ’ όψη του δύο πράγματα. Γνωρίζει πως οι Οθωμανοί  δεν προέβησαν σε μαζικές διώξεις σφαγών ή βίαιων εξισλαμισμών των Χριστιανών, εκτός αν αυτές αφορούσαν σε λόγους αντεκδίκησης, όπως αυτή της σφαγής των Χριστιανών της Πόλης. Γνωρίζει ακόμη πως οι Οθωμανοί διακήρυτταν την ανοχή στη θρησκευτική διαφορετικότητα. Όπως ορθά όμως έχει παρατηρηθεί[4], η ανοχή απέναντι στο δικαίωμα της ελεύθερης θρησκευτικής συνείδησης δεν ταυτίζεται καθόλου με την ανεξιθρησκία. Η κυρίαρχη οθωμανική αντίληψη ήταν πως το Ισλάμ υπερείχε και όποιος ήθελε να είναι έξω απ’ αυτό, ήταν άπιστος (gâvur) και άρα καταδικασμένος να ζει σε καθεστώς σκληρής δουλείας. Παρά το γεγονός πως ο Σουλτάνος είχε το δικαίωμα να επιβάλει το Ισλάμ σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν το έκανε ποτέ. Ο λόγος είναι προφανής. Οι φόροι που ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν οι Χριστιανοί στην Πύλη, απλώς για να έχουν το δικαίωμα να διατηρούν τη δική τους θρησκευτική ταυτότητα, αποτελούσαν σημαντικότατη πηγή εσόδων για τους Οθωμανούς και συνεπώς οι τελευταίοι είχαν κάθε λόγο να θέλουν η φορολογική δεξαμενή να είναι πάντα σε πληρότητα.

Η εξουσιαστική ανοχή λοιπόν βρισκόταν πολύ μακριά από την ανεξιθρησκία και ακόμη μακρύτερα από τον σεβασμό της συνειδησιακής διαφορετικότητας. Οι δεύτερης διαλογής υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, αυτούς που οι Οθωμανοί εντελώς περιφρονητικά και εκχυδαϊστικά αποκαλούσαν Γκιαούρηδες, βρέθηκαν πάμπολλες φορές εκτεθειμένοι είτε μπροστά στη βία των τοπικών ηγεμόνων (Πασάδων) είτε μπροστά στη σκληρότητα της αφόρητης κοινωνικής καταπίεσης[5]. Όσοι τολμούσαν να αντιτάξουν ισχυρό και αμετάθετο φρόνημα πίστης στον Χριστό, κατά νομοτελειακή συνέπεια, βρίσκονταν αντιμέτωποι με την τουρκική θηριωδία. Η συνέχεια ήταν απόλυτα προβλέψιμη: Απίθανης έμπνευσης βασανιστήρια κι ένα φρικτό τέλος επίγειας ζωής. Οι μάρτυρες της περιόδου αυτής έχοντας πάντα στη συνείδησή τους προτυπωμένες  τις φωτεινές όψεις των αρχαίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας, ακολούθησαν και κράτησαν το δικό τους μονοπάτι ως ασφαλή δείκτη πορείας ζωής και θυσιαστικής ομολογίας. Ηχούσε ζωντανά στη σκέψη τους ο λόγος του Κυρίου, πᾶς ὅστις ὁμολογήσει με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς[6]. Μέσα στην απλότητά τους, οι μάρτυρες είχαν κατανοήσει τον κεντρικό πυρήνα της πίστης μας που δεν είναι κανένας άλλος παρά η βιωματική ομολογία, έστω κι αν αυτή οδηγούσε στο βάπτισμα του αίματος. Οι μάρτυρες τούτο το βάπτισμα το κατανόησαν ως βάπτισμα σωτηρίας. Δεν έχει  παρά να μελετήσει κανείς τον βίο του πρώτου κατά αλφαβητική σειρά νεομάρτυρα, του Αγγελή, με τον οποίο ο Χαράλαμπος Στεργιούλης μάς εισάγει στο πανηγύρι της δόξας του Κυρίου. Πριν το μαρτύριό του, ξεκαθαρίζει στη γυναίκα του το πλαίσιο αρχών της ζωής του, όταν η τελευταία τον εκλιπαρεί να ενδώσει στη βία και να αποφύγει το μαρτύριο: «Γυναίκα, ας είναι και για σένα και για μένα, πάνω απ’ όλα ο Χριστός. Σ’ εκείνον, για χάρη του οποίου υπομένω με χαρά τον μαρτυρικό θάνατο, παραδίνω σήμερα και σένα και τα παιδιά σου. Για χάρη του Χριστού λοιπόν, να υπομείνεις κι εσύ τη στέρησή μου, έτσι ώστε στην φρικτή και ένδοξη παρουσία Του να κοιταχτούμε μεταξύ μας και να νιώσουμε την αιώνια ευτυχία. Αλήθεια, ποιο θα είναι το όφελος από τούτη την προσωρινή ένωση και ζωή, από την οποία έτσι κι αλλιώς πάλι σε κάποια στιγμή θα χωριστούμε; Κι ακόμη, ποιο θα είναι το κέρδος μας αν πάρουμε κάτι απ’ αυτά που προκαλούν χαρά στον κόσμο αυτό, αν είναι να χάσουμε τις ψυχές μας; Φύγε από εδώ ειρηνικά λοιπόν πολυαγαπημένη μου ψυχή. Κι εγώ όσο πιο γρήγορα γίνεται θα πάω στον αγαπημένο μου Χριστό. Σε λίγο θα έρθεις κι εσύ για να απολαύσουμε μαζί την αιώνια μακαριότητα». Η διαλεκτική αυτή δεν αποτελούσε φυσικά προσωπικό εύρημα του νεομάρτυρα Αγγελή. Αντίθετα, αποτελούσε το αποτύπωμα μιας αδιασάλευτης προσήλωσης στις ευαγγελικές επιταγές, αφού ο άγιος είχε πάντοτε κατά νου τις κατευθυντήριες ρήτρες του ευαγγελικού λόγου, ότι δηλαδή ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Άλλωστε, του δινόταν μία και μοναδική ευκαιρία. Ποια; Μια ποια άλλη: Το ὑπέρ Χριστοῦ πάσχειν[7]. Δεν είχε κανένα λόγο να φανεί ανακόλουθος της αγάπης του Κυρίου, ο οποίος μας διαβεβαιώνει, ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω ἡμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καί παραλείψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, καί ἡμεῖς ἦτε[8].

Αν και γίνεται ομόφωνα δεκτό από τη σχετική φιλολογία πως ο όρος «νεομάρτυρες» προσδιορίζει απλώς και μόνο τη χρονική περίοδο του μαρτυρίου τους και πως ουσιαστικά δεν διαφέρουν σε τίποτε από τούς μάρτυρες των πρώτων αιώνων, αλλά και όλους αυτούς που κατέθεσαν την ομολογιακή τους παρρησία στους επιγενόμενους χρόνους, ας μου επιτραπούν δύο επισημάνσεις. Παρά το γεγονός πως η διάκριση ανάμεσα στον νεομάρτυρα και τον εθνομάρτυρα είναι σαφής και προφανής, εν τούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως οι νεομάρτυρες συνιστούν μία σύνθεση πνευματικής και εθνικής ιστορίας. Ναι μεν οδηγούνται στη θηριωδία του δημίου εξ αιτίας της αγάπης του Χριστού και της άρνησής τους να τον αρνηθούν έστω και ρηματικά, όμως ταυτόχρονα αποτελούν ενεργά μέλη μιας υποδουλωμένης εθνικής συνείδησης είτε αυτή είναι ελληνική ή αρμενική ή βουλγαρική κλπ. Ο Χριστιανός δεν αισθάνθηκε ποτέ εθνικά ταυτόσημος με τον επικυρίαρχο Οθωμανό και πέρα από τη διαφορετικότητα στη θρησκευτική αναφορά, η γλώσσα και το γένος, ως συνθετικά της ετερότητας, παραμένουν υπόδουλα. Στην ιστορική συνείδηση έχει παγιωθεί η αντίληψη του υπόδουλου γένους το οποίο αγωνίζεται για να μην ξεθωριάσουν τα κυρίαρχα γνωρίσματά του, δηλαδή η πίστη του στον Χριστό και η εθνική του συνείδηση. Δεν είναι καθόλου τυχαία η διακήρυξη πως ο αγώνας του γένους έχει ένα διπλό ερέθισμα ζωής: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Η δεύτερη επισήμανση που θα ήθελα από τη θέση αυτή να καταθέσω, αφορά στη χρονική εγγύτητα που μας συνδέει με τους νεομάρτυρες. Κι αυτό, γιατί οι μάρτυρες της πίστης του Χριστού στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν είναι μορφές χαμένες στα βάθη των αιώνων που πολλές φορές η ζωή τους  και τα έργο τους έχει προσλάβει μυθικό και υπερφυσικό χαρακτήρα μέσα από τη βιογραφική υπερβολή των βιογράφων. Αντίθετα, είναι άνθρωποι του ιστορικού χθες που με το μαρτύριό τους απέδειξαν πως ο θυσιαστικός, κατά Χριστό, ηρωισμός δεν αποτελεί φαινόμενο απώτερων εποχών χαμένων στην ιστορική ομίχλη, αλλά είναι η επιβεβαίωση της ιστορικής συνέχειας της Εκκλησίας που σε μας τους νεώτερους αφήνει «πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου, ο οποίος αγκαλιάζει με τον δικό του αυθεντικό λόγο το συγγραφικό εγχείρημα του αγαπημένου φίλου Χαράλαμπου Στεργιούλη.

Το βιβλίο του Χαράλαμπου όμως είναι άξιο ειδικής αναφοράς για ένα πρόσθετο λόγο. Το καθήκον να αναδείξουμε την προσφορά των νεομαρτύρων στην ιστορία του γένους παρίσταται αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε. Δεν υπάρχει τόπος, δεν υπάρχει περιοχή δεν υπάρχει γωνιά της πατρίδας μας που να μην έχει ποτιστεί από το θυσιαστικό αίμα κάποιου νεομάρτυρα. Κι όταν η γη ποτίζεται με το αίμα της αγάπης του Χριστού, αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί για μας ένα επιτακτικό καθήκον τιμής, αλλά και μίμησης. Όχι φυσικά γιατί οι άγιοι έχουν ανάγκη κοσμικής προβολής, αλλά γιατί εμείς έχουμε ανάγκη της δικής τους μεσιτείας. Κι αν η πνευματική μας ισχνότητα δεν μας επιτρέπει να τους μιμηθούμε, έχουμε όλη την άνεση να τους αγαπήσουμε και να τους τιμήσουμε. Ο Αγγελής, ο Τριαντάφυλλος, ο Δήμος, η Λυγερή, ο Σταμάτιος, ο Ιωάννης ο Θάσιος, ο Χρήστος ο Κηπουρός, ο Ζαχαρίας, ο Θεόδωρος Βυζάντιος, ο Μιχαήλ Μαυρουδής, ο Γεώργιος Ιωαννίνων  και τόσοι άλλοι μας αγγίζουν και μας προσφέρουν απλόχερα την παρηγορητική θαλπωρή που τόσο πολύ χρειαζόμαστε στις δοκιμασίες της εποχής μας.

Καθώς μελετά κανείς τον βίο τους μέσα από τις γόνιμες σελίδες που γέμισε με την πείσμονα υπομονή και την ερευνητική σοφία του ο Χαράλαμπος, κατανοεί πως οι νεομάρτυρες είναι μεταξύ τόσο ίδιοι, όμως και τόσο διαφορετικοί. Τους χρειαζόμαστε όλους. Στολίσματα λάμψης του έναστρου ουρανού. Καύχημα δόξας  της Εκκλησίας μας. Πλούτος μη μετρήσιμος της ιστορίας μας. Πιστοί μέχρι τέλους μαθητές του Κυρίου μας. Πολύτιμοι δάσκαλοι και ισχυροί παραστάτες στη δική μας ευόλισθη ζωή. Μακάριοι οικήτορες του ουρανού. Ασφαλείς οδηγοί της ψυχής μας.

Αν και η εποχή μας κυριαρχείται από την αρχή της απόλυτης ελευθερίας τόσο στη διαμόρφωση όσο και στην έκφραση της προσωπικής συνείδησης του καθενός μας και η θρησκευτική μας ταυτότητα θεμελιώνεται στην ατομική μας προαίρεσή[9], το θυσιαστικό πρότυπο των νεομαρτύρων παραμένει αμετάκλητα επίκαιρο. Κι αυτό, γιατί, όπως δεν νοείται ουρανός άνεφος και θάλασσα ακύμαντη, έτσι δεν νοείται και ζωή μη πειρασμική. Οι σύγχρονες περιστάσεις  δεν μας καλούν ενώπιον του δημίου, αλλά αποζητούν την εξακολουθητική υπομονή, την αποφυγή της πομπώδους φλυαρίας και της θεολογικής (;) αδολεσχίας, και κυρίως τη σεμνοπρέπειά μας σε μια εποχή εκφαυλισμένης και άμετρης εγωπάθειας. Πάσχει ο σύγχρονος άνθρωπος και «κρώζει σαν τρομαγμένο πουλί στον ερχομό της καταιγίδας», γιατί πολύ απλά έχασε τις πνευματικές του συντεταγμένες και κινείται ασύντακτα, χωρίς αφετηρία, χωρίς προορισμό και χωρίς χαραγμένο οδοιπορικό. Όλα, ή σχεδόν όλα, δορυφορούνται γύρω από τον ελκτικό πυρήνα άλλοτε της απροκάλυπτης και άλλοτε της συγκαλυμμένης ιδιοτέλειας. Σε μια εποχή οικονομικών ανταγωνισμών μέχρις εξοντώσεως, εμπορευματοποιήθηκαν τα πάντα,  ακόμη κι αυτό που ιστορικά διαχώριζε τον άνθρωπο από τα άλλα είδη ζωής: Το χαμόγελο. Όταν κάποιος σε καλεί στο τηλέφωνο ευγενικά, το βέβαιο είναι πως είτε αποζητά κάποια εκδούλευση είτε προσφέρει μια υπηρεσία ή ένα αγαθό σε πώληση. Η αρετή της ευγένειας στον βωμό του marketing. Η προσδοκία του υλικού κέρδους και μόνον αυτού μας έχει καταστήσει παθητικά ηλιοτρόπια στον ήλιο της κυρίαρχης ματαιοδοξίας. Η απογοήτευση με την οποία εκφράστηκε ο Δαυΐδ χιλιάδες χρόνια πριν πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός[10] κι αν σήμερα δεν καταγράφει με απόλυτη πιστότητα την πραγματικότητα, το βέβαιο είναι πως την προσδιορίζει ως στοιχείο έντονου προβληματισμού.

Με αυτές τις σκέψεις και κρατώντας στα χέρια μου με δέος το έργο του Χαράλαμπου Στεργιούλη, ως ανεκτίμητη καταφυγή παρηγορητικής και διδακτικής αναζήτησης, εκφράζω ενθουσιαστικά και με εκθυμία  ψυχής τις ευχαριστίες μου σε όλους τους συντελεστές της δημιουργίας αυτού του πνευματικού κοσμήματος. Η θριαμβική και αναστάσιμη διαδρομή από τη δουλική σκλαβιά στον ελεύθερο ουρανό είναι και δική μας προσωπική υπόθεση.-


[1]Προς Εβραίους, 12.2.

[2] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Α΄ Αρχές και Διαμόρφωσή του, Θεσσαλονίκη, 1961.141.

[3] Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Α΄.93, Αθήνα, 1968.93.

[4] Ελένη Γκαρά – Γιώργος Τζεδόπουλος, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, 1915.24

[5] Steven Runciman, «Ρουμ. Μιλέτι», Οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς σουλτάνους, Η Βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, Αθήνα, 1994.14.

[6] Κατά Ματθαίο, 12.32.

[7] Προς Φιλιππησίους, 1.29.

[8] Κατά Ἰωάννη, 14.3.

[9] Η διακήρυξη του Μ. Κωνσταντίνου, μετά την υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων, Μηδείς τόν ἕτερον παρενοχλείτω, ἕκαστος ὅπερ ἡ ψυχή βούλεται κατεχέτω, Εὐσέβιος, Β΄ Λόγος, (P.G 20.1033 – II.60).

[10] Ψαλμοί, 52.4.


Ο Δημήτρης Αποστολίδης είναι δικηγόρος