Αντί επικηδείου

«Ως ανεξιχνίαστοι αι οδοί του Κυρίου»!

Εσαββάτισε μεταβιώσας προς την Ζωήν ένας εκλεκτός Ιεράρχης, αξιοπαρατήρητος στην ακακία του και στο εκκλησιαστικό του φρόνημα. Πορεύεται προσμετρώμενος με την Εκκλησία των απογεγραμμένων εν ουρανοίς. Η σύνοψη της ζωής του θυμίζει το Παύλειο «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος» (Φιλ. 4, 8).

Και η περίληψη της ποιμαντορίας του από το 1974 μέχρι σήμερα, δικαιώνει εκείνη την Παύλεια αγωνία «επί τη κοινωνία (των πιστών) εις το ευαγγέλιον από πρώτης ημέρας άχρι του νυν, …, ότι ο εναρξάμενος εν υμίν έργον αγαθόν επιτελέσει άχρις ημέρας Ιησού Χριστού» (πρβλ. Φιλ. 1, 5-6).

Στάθηκε πολλαχώς, για όλο το κληρικολαϊκό εκκλησιαστικό σώμα της αποστολικής Μητροπόλεώς σας επί 43 έτη, οδοδείκτης εκκλησιαστικής ταυτοσημίας, εκκλησιαστικής υπευθυνότητος και συνέπειας, άνθρωπος με γνώμονα την ακεραιότητα στη θυσιαστική πιστότητα και στην εμβιωμένη συνεχή προσφορά, και κατά τούτο “όλος ιερωμένος Θεώ”.

Εσείς τον γνωρίσατε νεότατο στην ηλικία Προεστώτα της εκκλησιαστικής σας υπόστασης, Επίσκοπο της εκκλησιαστικής σας ταυτοποίησης, Μητροπολίτη της ιστορικής σας εκκλησιαστικής μαρτυρίας. Τότε σας πρωτογνώρισα κι εγώ, καθώς ανέβηκα από την Κόρινθο στην πανέμορφη παραθαλάσσια πόλη σας, για να μετάσχω στην κοινή πλέον χαρά σας. Και μάλιστα θέλησα να σχεδιάσω με ειλικρίνεια τη δεοντολογία της εκείθεν συμπορεύσεώς σας μαζί του, με ένα άρθρο μου στις τοπικές εφημερίδες υπό τον τίτλο “Ευλογημένος ο ερχόμενος”.

Με την αμφισημία του εκείνο το ψαλμικό μήνυμα, ενεικόνιζε κυριολεκτούμενο τον Σωτήρα και όσα βιβλικά σημαίνονταν, όταν ειπώθηκε μετά βαΐων προ της μυσταγωγίας της Σταυρ-Αναστάσεως. Πάντως, προέτρεπε υποσυνείδητα όλους εσάς τους αποδέκτες του στο απαραίτητο εκκλησιολογικό ύφος και ήθος της υποδοχής και συνεργασίας με τον τότε νέο Ποιμενάρχη σας.

Για μένα ήταν από ικανών ετών γνωστός και προσφιλής. Τον γνώριζα από Διάκονο-ιεροκήρυκα της Κορίνθου και Καθηγητή της εκεί πολύ σπουδαίας Εκκλησιαστικής Σχολής. Και θυμούμαι πολλά χαρακτηριστικά δείγματα του εξαιρέτου ήθους του μακαριστού Δεσπότη σας. Τέσσερα θα επισημειώσω.

Έζησα τον αβάστακτο πόνο του όταν η μονάκριβη αδελφή του Ειρήνη, νεαροτάτη στην ηλικία, έχασε τον άνδρα της. Η ευαίσθητη ψυχή του κονταροκτυπιόταν νυχτημερόν και με το ανηλεές μαστίγωμα της δικής του ορφάνιας, αλλά κυρίως και κατ’ εξοχήν με την ορφάνια των αγαπητών του ανηψιών Μιχαήλ και Νικολάου, που κι εκείνα στερήθηκαν όπως κι αυτός την αγάπη και την στοργή του πατέρα τους. Ο ψυχικός του κόσμος τραυματιζόταν αφάνταστα όταν έβλεμε την μητέρα του Μαριάνθη να κλαίει γοερώς και να λιώνει από τον πόνο του χαμού του άνδρα της και του γαμπρού της.

Από Διάκονος διέτρεχε την Κορινθία ως ιεροκήρυκας. Τον ενθυμούμαι συγκοπιάζοντα για την οικοδομή του λαού, μεταξύ τιμίων συγκληρικών του. Διέθετε ικανή θεολογική παιδεία, διδακτική ευγλωττία και μεθοδική επιχειρηματολογία για να ενισχύει την πίστη εις Χριστόν και την Εκκλησία και να διατρανώνει το εύρος της εκκλησιολογίας. Για κείνα τα χρόνια ήταν άθλημα ολίγων η μαρτυρία του λόγου του Θεού, κατήχηση στο εκκλησιαστικό μυστήριο της σωτηρίας. Και μεταξύ των ολίγων ήταν ο Ιεροκήρυκας-Διάκονος Προκόπιος στην κομβική εκείνη δικαιοδοσία, με τις πολλαπλές ανάγκες.

Τη μέρα που ο μακαριστός Καλαβρύτων κυρός Γεώργιος (Τοποτηρητής της Ι. Μητροπόλεως Κορινθίας) θα τον χειροτονούσε πρεσβύτερο, μου ανέθεσε να φροντίσω για τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας. Μερίμνησα και τα προσκόμισα, μαζί με το χρηματικό υπόλοιπο. “Κράτησε τα υπόλοιπα εσύ”, μου αποκρίθηκε με μια νησιώτικη ευαισθησία περίσσιας ανθρωπιάς. Δεν του περίσσευαν τα χρήματα, και ήταν σημαντικό το υπόλοιπο, όμως του περίσσευαν οι παλμοί μιας χρυσής καρδιάς. Κι αυτό ήταν ένα περισπούδαστο “κήρυγμα” για μένα, εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια μου.

Σε ανύποπτο πάλι χρόνο με υποστήριξε κατηγορηματικά ενάντια στη φαρισαϊκή ζηλοτυπία τινων, εξάγων από την ιερατική του αυτοσυνειδησία. Το εκκλησιαστικό του ήθος δεν ήταν υποκρισία εμφάνισης, αλλά διάκριση καρδιάς και νοός, με μιαν ευθυκρισία λόγου.

Εκείνος με έκειρε Μοναχό στην Ι. Μονή του Αγίου Σίλα, με χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο στο Μητροπολιτικό σας Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Το 1989 με εψήφισε και με συγχειροτόνησε εις Επίσκοπον. Μου προσέφερε και τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.

Η κοπιώδης του ποιμαντορία επί (43) χρόνια κατεπλούτισε την τοπική σας Εκκλησία με περισπούδαστο έργο ποιμαντικής παρουσίας, με εξοπλισμένες τις δομές της Μητροπόλεως, με άρτιες υποδομές κοινωνικής προσφοράς, με αποθεματικά καλής μαρτυρίας. Δημιούργησε, δεν απόλαυσε. Για την οικοδομή του λαού του Θεού, για να συνδοξολογείτε μαζί του τον ζώντα Κύριό μας.

Και δεν ήταν μόνον η Μητρόπολή σας. Όπου κι αν επιστρατεύθηκε στις κεντρικές Συνοδικές Υπηρεσίες (προπαντός στην εποπτική διοίκηση της Οικονομικής Υπηρεσίας), προσαναλώθηκε με μιαν αποδοτική εντιμότητα, “εν μηδενί λειπόμενος”. Τον διέκρινε η ακεραιότητα της επισκοπικής του δεοντολογίας, μία ακεραιότητα που ενίοτε φάνταζε απόλυτη, όμως κατά βάθος διέσωζε την πιστότητα και πληρότητα απέναντι στο ιερό, στο ιερότατο χρέος.

Ο Δημιουργός και Προνοητής και Σωτήρας και Κύριός μας ―κατά την ευδοκία του θελήματός Του― τον προσέλαβε μόλις πριν την εορτή του αποστόλου Σίλα, στην Ιερά Μονή του οποίου θα αναπαυθεί το σεπτό σκήνωμά του.

Συγκλαίοντες “μετά πάντων των αγαπώντων τον Κύριον εν αληθεία”, υποκλινόμενοι στο τιμιότατο ιεραρχικό του σκήνωμα, καθικετεύουμε από τα μύχια της καρδιάς μας τους Αποστόλους Παύλο και Σίλα, φροντιστές της εκδημίας του, δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και των διαλαμψάντων Αγίων της Εκκλησίας Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου να είναι οι αρωγοί της μακαρίας οδού του αγαπημένου μας και μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Προκοπίου προς τον Αναστάντα Κύριό μας.

†Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος