In Memoriam Γιάννη Παναγιωτόπουλου [1934-2024]

Ο Γ.Χ. Χατζηδανδής καταγράφει αναμνήσεις μιας πορείας, αντί μνημοσύνου


Του Γ.Χ. Χατζηδανδή

Το έτος 1934 γεννήθηκε στην Καβάλα ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος. Ήταν απόγονος και μέλος πολιτικής οικογένειας. Ο πατέρας του βουλευτής, Γενικός Διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο αδελφός του βουλευτής και υπουργός. Μετέπειτα και ο γιός του βουλευτής και Υπουργός.

Τελείωσε την υποχρεωτική και μέση εκπαίδευση στην Καβάλα. Συνέχισε στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Καβάλας του 1961.

Στις 2 Ιανουαρίου 2024 έφυγε από τη ζωή.

Αποχώρησε από το επάγγελμα το 2008, μετά από σαράντα οκτώ χρόνια δικηγορίας. Στο επάγγελμα ήταν δικηγόρος. Στη ζωή ήταν υπηρέτης ιδεών, αρχών και αξιών. Στο επάγγελμα τίμησε την επιστήμη της νομικής την οποία επέλεξε να υπηρετήσει. Προήγαγε το νομικό πολιτισμό. Στη ζωή υπηρέτησε τις ιδέες της Δικαιοσύνης, της Συνεργασίας και της Αλληλεγγύης. Είχε την άποψη ότι αυτές οι έννοιες έπρεπε καθημερινά να πιστοποιούνται με πράξεις. Αυτό και έκανε στη ζωή του.

Δεν υπηρέτησε αξιώματα. Αρνήθηκε θέσεις και αξιώματα εκτός του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας, του οποίου υπήρξε Πρόεδρος από το 1978 μέχρι το 1996. Για δέκα οκτώ συνεχόμενα χρόνια. Οι συνάδελφοί του τον τίμησαν και τον εξέλεξαν Πρόεδρο, χωρίς διακοπή, για έξι συνεχόμενες θητείες. Δεν υπήρξε καμία αποδοκιμασία στο πρόσωπό του. Αποχώρησε ο ίδιος για να δώσει χώρο στους νέους Συναδέλφους του. Προσωπικά, δεν συνυπήρξα μαζί του απ’ αρχής της ζωής.

Αρχές Δεκεμβρίου 1971 απευθύνθηκα για την άσκησή μου στον Γιάννη Παναγιωτόπουλο. Συναντηθήκαμε και συνδεθήκαμε. Συνεργασθήκαμε επαγγελματικά για δώδεκα χρόνια. Τα δύσκολα χρόνια. Και μετά την διακοπή όμως της επαγγελματικής μας συνεργασίας, συνεχίσθηκε η επικοινωνία και επαφή μας σε προσωπικό επίπεδο μέχρι τέλους. Όσο περνούσε ο καιρός αυτή ισχυροποιείτο. Τη θεωρούσαμε αναγκαία. Αναγνωρίζω ότι η έλλειψή του είναι μεγάλη για το γιό του και τους συγγενείς του.

Υπήρξε σύζυγος και πατέρας άριστος. Συμπαραστάτης στοργικός. Σύμβουλος με σωφροσύνη. Ήταν σημαντικός για όλους τους. Το γνωρίζουν οι ίδιοι. Ήταν όμως εξίσου σημαντικός για τον τόπο του, για την κοινωνία, τον κόσμο, τον άνθρωπο. Εδώ θέλω να εστιάσω. Όχι από καθήκον, αλλά γιατί δεν μπορώ να προσπεράσω τον θάνατό του, χωρίς να γραφούν αυτά που αρμόζουν στο πρόσωπό του.

Αντί για επαινετικούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι μπορεί να είναι υποκειμενικοί, θα καταθέσω και γεγονότα και συμπεριφορές από τη διαδρομή του στο επάγγελμα, από την καθημερινότητά του, από αυτά που συνέβησαν σε ανύποπτο χρόνο, σε διάφορες καμπές της ζωής του.

Λίγες ημέρες μετά την ημέρα που αρχίσαμε να συνυπάρχουμε, έγινα κοινωνός γεγονότος. Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος μαζί με ακόμα δεκαπέντε Συναδέλφους του Δικηγόρους από την Καβάλα, τέλη Δεκεμβρίου 1971, συνέταξαν και υπέγραψαν μία δήλωση. Τη δημοσίευσαν τις πρώτες ημέρες του 1972 στον ημερήσιο τύπο των Αθηνών. Με τη δήλωσή τους ζητούσαν να χορηγηθεί αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους. Ζητούσαν αμνηστία από ένα στρατιωτικό καθεστώς, το οποίο είχε επιβληθεί με τη δύναμη των όπλων, ήταν εδραιωμένο, ήλεγχε την κατάσταση και επικρατούσε η σκιά της φοβέρας. Η ενόχληση του καθεστώτος συνεπαγόταν συνέπειες. Και ενόχλησαν. Ο ίδιος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι διώχθηκαν και βρίσκονταν στη φυλακή άνθρωποι, γιατί είχαν διαφορετική πολιτική αντίληψη. Δεν έμεινε ουδέτερος. Αντέδρασε. Απέδειξε ότι ήταν δημοκράτης με απόλυτη συνείδηση.

Ακολούθησε το διάστημα μέχρι το καλοκαίρι του 1974, κατά το οποίο άσκησε την δικηγορία. Δεν υπολόγιζε το χρόνο και το μόχθο. Μελετούσε. Υπερασπίζονταν τους ανθρώπους για πταίσματα, για πλημμελήματα, για κακουργήματα και για στρατιωτικά αδικήματα, με την ίδια υψηλή συναίσθηση καθήκοντος. Οι δίκες διεξάγονταν πρώτα στο γραφείο του και έπειτα στα Δικαστήρια. Το γραφείο του ήταν ο ναός και το καταφύγιό του. Εκεί μελετούσε και διαλογιζόταν. Διακρινόταν για την εντιμότητα, την σοβαρότητα, την επιστημοσύνη και την άψογη συμπεριφορά του απέναντι στους Δικαστές, στους Συναδέλφους του και τους αντιδίκους του. Σέβονταν τον αντίδικο και δεν τον υποτιμούσε. Επιβλητικός με την παρουσία, ήρεμος στο λόγο, σκληρός στα επιχειρήματά του. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα επιχειρήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς η εγκατάσταση ατμοηλεκτρικού σταθμού στα Τενάγη Φιλίππων, με δικαιολογία την αξιοποίηση του υπογείου πλούτου της τύρφης. Οι αγρότες έχαναν τη γη τους. Υπήρξε και πάλι υπερασπιστής των δικαιωμάτων τους.

Το καλοκαίρι του 1974 βρίσκεται μπροστά σε νέα καμπή στη διαδρομή του. Ήλθε η μεταπολίτευση. Ο αδελφός του υπουργοποιήθηκε. Επόμενο ήταν με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η νέα Κυβέρνηση να κάνει αλλαγές στα πρόσωπα, στα αξιώματα, στις διοικήσεις και να διορίσει επιστήμονες σε σημαίνουσες θέσεις με απολαβές. Δεν δέχθηκε ούτε αξιώματα, ούτε προνόμια, ούτε απολαβές. Από χαρακτήρα ανέλαβε το βάρος να προσφέρει στον άνθρωπο και στην κοινωνία μέσα από τη δικηγορία και μέσα από την πολιτική με την ευρεία της έννοια. Τον τράβηξε η κοινωνία των πολιτών και όχι ο κόσμος της πολιτικής.

Η εργασία του στο Γραφείο άρχιζε πριν να βγει ο ήλιος. Τελείωνε, τις περισσότερες ημέρες, όχι με τη δύση του ηλίου, αλλά με την αλλαγή της ημέρας. Το Σάββατο τότε ήταν εργάσιμη ημέρα. Η εργασία του επεκτάθηκε και την Κυριακή. Στήριζε την πολιτική σταδιοδρομία του αδελφού του και μέσα από αυτή τη στήριξη, στήριζε την κοινωνία και τους απλούς ανθρώπους. Όσοι με το στρατιωτικό καθεστώς είχαν θιγεί σε οποιοδήποτε πεδίο, κατέφευγαν στον υπερασπιστή τους. Περνούσαν από το Γραφείο του φίλοι και αντίπαλοι. Τους δεχόταν όλους. Ήταν προσηνής. Ποτέ δεν αναφέρθηκε σε πρόσωπα. Ενδιαφέρονταν για τα μεγάλα συλλογικά ζητήματα αλλά και τα ατομικά -προσωπικά, ίσως πολλές φορές ασήμαντα στους πολλούς, σημαντικά για τους ανθρώπους που τα είχαν. Είχε και κρατούσε όμως αρχές. Η έγνοιά του και η αγωνία του ήταν να μην αδικηθεί άνθρωπος, κυρίως από τις παρεμβάσεις που είχε τη δυνατότητα να κάνει.

Οφείλω να καταγράψω την συμπεριφορά του ανθρώπου και τις αρχές του πολιτικού γραφείου, το οποίο ουσιαστικά αυτός διηύθυνε. Στη μνήμη μου είναι ζωηρά αποτυπωμένη η θέση του στα πράγματα εκείνης της εποχής. «Να τοποθετηθούν στα αξιώματα και στις θέσεις των υπηρεσιών Συνάδελφοί του Δικηγόροι που έχουν κατάρτιση και να διευκολυνθούν επαγγελματικά οι αρχαιότεροι και αυτοί που έχουν ανάγκες». Δεν προώθησε συγγενείς, φίλους, γνωστούς, συνεργάτες και ομοϊδεάτες του. Δίδαξε με την στάση του στην εποχή της παντοδυναμίας του. Άλλοι Συνάδελφοί του δέχθηκαν, άλλοι όχι. Σημασία έχει η συμπεριφορά του ανθρώπου Γιάννη Παναγιωτόπουλου. Την ίδια περίοδο έπρεπε να συνταχθεί για τη χώρα νέο Σύνταγμα. Δεν κατείχε δημόσια θέση, είχε όμως διαύλους επικοινωνίας ώστε η γνώμη του να φθάνει ψηλά. Σωματικά ήταν στην Καβάλα. Η σπάνια όμως ενημέρωσή του, οι ευρηματικές διεισδύσεις στο χώρο του δικαίου και η μελέτη του, επέτρεψαν στο πνεύμα του να φθάνει στα αυτιά των διαμορφωτών του κειμένου του Συντάγματος. Τον αναγνώριζαν.

Ο μόχθος και η δουλειά του δεν είχαν διακοπή. Και επειδή όπως έλεγε ο ίδιος, όλα πρέπει να πιστοποιούνται, ανέτρεξα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Καβάλας και ενδεικτικά στο έτος 1978, στο Μονομελές Πρωτοδικείο, στην τακτική διαδικασία και διαπίστωσα ότι από τις τριακόσιες τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν, στις σαράντα τρεις αποφάσεις είχε συμμετοχή το Γραφείο του. Με μία αναγωγή για τα άλλα δικαστήρια και για τις άλλες διαδικασίες, εύκολα γίνεται αντιληπτός ο μόχθος και κόπος. Η θέση του: «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γιατί δεν γίνεται ισομερής κατανομή του έργου». Ένδειξη ότι ενδιαφερόταν για όλα. Οι δίκες εκείνα τα χρόνια, κυρίως οι ποινικές, συνεχιζόταν όλη τη μέρα και συνήθως ξεπερνούσαν τα μεσάνυχτα.

Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος ταυτίζονταν με τα πρόσωπα που υπερασπίζονταν και τις υποθέσεις τους. Αξίζει να αναφέρω το παρακάτω γεγονός. Μία ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, γύρισε από το Δικαστήριο στην Κομοτηνή. Ανέβηκε στο Γραφείο στην Πλατεία Αγίου Νικολάου 3, στον τρίτο όροφο. Έξω δεν κυκλοφορούσε κανείς. Γύρισε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε. Η εικόνα του, έδειχνε άνθρωπο ταλαιπωρημένο και προβληματισμένο. Όμως η πρώτη φράση που απηύθυνε, ήταν «εδώ είσαι και εσύ;» λέγοντας το όνομά μου. Αυτό λέγεται και είναι έγνοια. Αφού πήρε μία ανάσα, κάλεσε να συζητήσουμε για τις υποθέσεις της μέρας που ξημέρωνε. Πριν συζητήσουμε, η δεύτερη φράση του ήταν: «Σήμερα, (λέγοντας πάλι το όνομά μου) εισέπραξα επτά μήνες φυλακή» και ανάλυσε την κάθε υπόθεση που χειρίσθηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Πλήρης ταύτιση με τους ανθρώπους που υπερασπίσθηκε. Ερχόταν η καινούργια μέρα και το μυαλό του ήταν στους ανθρώπους που υπερασπίσθηκε την προηγούμενη μέρα. Ένιωθε σαν να επιβλήθηκε η ποινή στον ίδιο. Όχι ότι στην καθημερινότητά του δεν υπήρξαν εντάσεις με τους υπαλλήλους και τους υπεύθυνους του πολιτικού γραφείου, το οποίο υπήρχε στην ίδια οικοδομή. Τέτοιες υπήρξαν. Κατά παράδοξο τρόπο όμως κανείς δεν θύμωνε μαζί του και κανείς δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει.

Εξέπεμπε μήνυμα ασφάλειας. Ήταν ευσυνείδητος. Στο πρόσωπό του συνέτρεχε εκείνη την εποχή πολιτική δύναμη. Έρχεται στη μνήμη μου περιστατικό, χαρακτηριστικό παράδειγμα τήρησης αρχών και αξιών. Μπαίνει στο Γραφείο του πολίτης, υποστηρικτής της ίδιας πολιτικής παράταξης. Το Γραφείο γεμάτο κόσμο. Με υψηλό τόνο φωνής απαιτεί να μετακινηθεί Υπηρεσιακό Όργανο, γιατί έγινε μεταξύ τους επεισόδιο στο λιμάνι. Όλοι όσοι άκουγαν περίμεναν ότι θα σηκωθεί, θα αστράψει και θα δείξει τη δύναμή του. Αντίθετα εκείνος απαντά σχεδόν με τρόπο επιπληκτικό στον ομοϊδεάτη: «Πες μου να βοηθήσω πέντε άτομα, μη ζητάς να κυνηγήσω υπάλληλο». Ακολούθησε σιωπή. Μίλησε ο άνθρωπος Γιάννης Παναγιωτόπουλος. Με τις παρεμβάσεις και την ενεργητικότητά του συνέδραμε να αποκτήσει η Καβάλα Βιομηχανική Περιοχή. Με την διεκδικητικότητά του και τις παρεμβάσεις του συνέδραμε να αποκτήσει η περιοχή νέο Αεροδρόμιο.

Τον Μάρτιο του 1978 απευθύνεται στους Συναδέλφους του και εκλέγεται Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας. Συμμετείχε στα κοινά όχι γιατί απέβλεπε σε ατομικές επιδιώξεις, αλλά γιατί είχε ενδιαφέρον για τα κοινά. Συνελάμβανε τα μηνύματα των νέων καιρών, όσο και αν αυτά καμιά φορά τον ξένιζαν. Τη δική του πρόοδο την έθετε στην υπηρεσία των συναδέλφων του και της επιστήμης.

Μέχρι την αποχώρησή του το 1996, η προσφορά του στο Δικηγορικό Σύλλογο Καβάλας ήταν μεγάλη. Κατ’ αρχήν υπήρξε Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας του Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Επί των ημερών του συνεστήθη το Κοινό Ταμείο Απαλλοτριώσεων. Απέκτησε ο Δικηγορικός Σύλλογος ιδιόκτητα Γραφεία στην Καβάλα. Με τις προσπάθειές του απέκτησε η Καβάλα Δικαστικό Μέγαρο. Άκουγε τους Συναδέλφους του και έδινε απλόχερα ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε, ηθικό και υλικό. Τήρησε τους Κανόνες της Δεοντολογίας, γραφτούς και άγραφους.

Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος δεν ήταν μόνο βαθύς μελετητής του Δικαίου. Ήταν εξ ίσου βαθύς μελετητής των γραμμάτων και των τεχνών γενικότερα. Μελετούσε τα πάντα μέχρι τέλους της ζωής του. Γι’ αυτό και αντιμετώπιζε τα παράξενα και τα απροσδόκητα αυτού του κόσμου, άλλοτε συγκαταβατικά με ένα χαμόγελο και άλλοτε πάλι με σοφία. Εκτός από την καθαρά νομική βιβλιοθήκη του, είχε βιβλιοθήκη με πάνω από χίλια βιβλία με οποιοδήποτε περιεχόμενο και αντικείμενο μπορεί να φαντασθεί κανείς. Όλα διαβασμένα.

Γνώριζε ότι ξεκίνησα από την Αβραμυλιά, ότι εκεί διαμορφώθηκα κατά το μεγαλύτερο μέρος. Γνώριζε από τις συζητήσεις μας ότι εκεί ανήκω και εκεί θα επιστρέψω. Πολλές φορές βρεθήκαμε και εκεί. Συζητούσαμε διαρκώς. Αποφάσισε να προσφέρει στην Αβραμυλιά αυτή την βιβλιοθήκη του. Αποδεχθήκαμε την προσφορά του.

Αν ισχύει αυτό που έχει λεχθεί, ότι οι νεκροί πεθαίνουν όταν τους λησμονούμε, εμείς εκείνο που μπορούμε να δεχθούμε είναι ότι ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος έφυγε από τη ζωή, αλλά δεν έφυγε από κοντά μας και ότι θα τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη και θα κρατάμε τη μνήμη του ζωντανή.

Αυτά διατυπώνω με συγκίνηση ως αναμνήσεις της πορείας μας και αντί μνημοσύνου.