«Το άκυρο αύριο» του Κοσμά Χαρπαντίδη: Δόμηση και εκφορά τόσο πολύτιμη όσο στα καλύτερα μεταπολεμικά ιστορικά μυθιστορήματα

Κριτική του τελευταίου μυθιστορήματος του συγγραφέα από τον Χρίστο Παπαγεωργίου

Στο παρόν βιβλίο, ο καταγόμενος από την Δράμα, πολιτογραφημένος όμως Καβαλιώτης συγγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης αποφασίζει να βάλει βαθιά το μαχαίρι στην πληγή της νεοελληνικής ιστορικής παρακαταθήκης, ξεκινώντας από τον Εμφύλιο και καταλήγοντας στο σήμερα, όπου το νεοναζιστικό μόρφωμα που ταλαιπωρεί εδώ και κάποια χρόνια τη δημοκρατική μας ευαισθησία έχει κάνει την εμφάνισή του σκορπίζοντας θανάτους, βία, ξυλοδαρμούς και ό,τι άλλο πρόσφορο για τις ιδέες του, όχι όμως για τους νόμους μιας ευνομούμενης πολιτείας.

Τοποθετώντας ο συγγραφέας ως ηρωίδα την κόρη ενός πιστού στον επί σαράντα πέντε χρόνια δήμαρχο μιας μικρής πολιτείας και καπετάνιο της δεξιάς στον Εμφύλιο, η οποία θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα για να εξαγνίσει τη μορφή του πατέρα της και παράλληλα να αναδείξει το βρόμικο παρελθόν και τις βιαιότητες του δημάρχου απέναντι στους ελασίτες, ουσιαστικά ταυτίζεται μαζί του, βάζοντας τη σκέψη του στις αράδες που γράφει και, εν κατακλείδι, γίνεται ένα μαζί του, χωρίς να αποφύγει όμως τον ξυλοδαρμό για τις ανατρεπτικές ιδέες της αλλά και την εν γένει συμπεριφορά της.

Έχουμε, δηλαδή, τον απόλυτο άρχοντα, φανατικό της δεξιάς και φασιστικής ιδεολογίας, ο οποίος έδρασε την περίοδο εκείνη και στη συνέχεια, ως δήμαρχος, έχουμε τον ναζί αστυνομικό, ο οποίος συμπράττει στις πράξεις της παράταξης που φέρνει στη μνήμη όλων τη γερμανική μπότα. Έχουμε τη γυναίκα του, που κυριολεκτικώς ασφυκτιά στον μικρό τόπο. Έχουμε, όπως είπαμε, την κόρη του παρατρεχάμενου του δημάρχου, ο οποίος και σαφώς διαφοροποιείτο, έχουμε την ιδιαιτέρα του δημάρχου, η οποία προσπαθεί να ανακηρυχτεί άγιος ο καπετάνιος, μετά την ηθελημένη απόδρασή του και το μη λιώσιμο του χεριού του, για λόγους που ερμηνεύονται, έχουμε και άλλους δευτερεύοντες ήρωες, οι οποίοι έπαιξαν και παίζουν ρόλο οπισθοδρομικού και συντηρητικού κράτους, τα θεμέλια του οποίου αντανακλαστικά φέρνουν τον κόσμο σε πλήρη εξάρτηση.

Όλα αυτά σε ένα μυθιστόρημα που κινείται στα όρια της ιστορικής παραμέτρου, που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό και το οποίο ξετυλίγει, παρά την ουδετερότητα που η γραφή κριτικά παρουσιάζει, σε ίδια μοίρα με των δημοκρατικών πολιτών τις ενέργειες των ακροδεξιών, αυτής της ιδιαίτερης φυλής, αυτού του καρκινώματος πολιτικής παράταξης, στις τάξεις του οποίου είναι το κλείδωμα κάθε διεκδίκησης, κάθε αγώνα για περισσότερα δικαιώματα, κάθε δημοκρατική κραυγή, ενώ παράλληλα εμφανίζεται και ως υπέρμαχος των φτωχών, τους οποίους και βοηθά όχι από ευαισθησία αλλά απλώς για την αλίευση ψήφων στις επερχόμενες εκλογές.

Γράφοντας ένα μυθιστόρημα με τέτοιο θέμα, ο συγγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης αφενός παίρνει ένα ρίσκο για τον τρόπο που αυτά τα πράγματα θα παρουσιαστούν στο κοινό, καθώς κριτικάρει και καταγγέλλει και την επίσημη δεξιά αλλά και το ακροδεξιό της παρακλάδι –κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας, στον τομέα του ο καθένας, με όσα μικρά εφόδια έχει στην κατοχή του–, αφετέρου παίρνει ένα δύσκολο ρίσκο, καθώς γράφει για κάτι που ακόμα βρίσκεται εν εξελίξει, που δεν τελείωσε και απλώς πέρασε στην Ιστορία, κάτι που έχει ακόμα πολλά κεφάλαια να παρουσιάσει – άρα ίσως, θα έλεγε κανείς, να «βιάστηκε» να μας αποκαλύψει πολύ περισσότερα και πολύ βαθύτερα γεγονότα αυτών που η τηλεόραση δείχνει.

Ο Χαρπαντίδης, πάντως, για να γράψει έτσι, πλησίασε πολύ κοντά στο φαινόμενο, το ερεύνησε, το έμαθε, το περιεργάστηκε, το διευκρίνισε και έτσι το βιβλίο λειτουργεί ως τιμητής της πολυδιαφημισμένης ιστορικής συναίνεσης, πριν τριανταπέντε χρόνια, των ηγετών των δύο παρατάξεων που έδρασαν στον Εμφύλιο, των δεξιών και τον ελασιτών, αποδεικνύοντας πως το μίσος ανάμεσά τους είναι συντριπτικό, πως ποτέ οι μεν δεν αγάπησαν τους δε, πως για τους μεν οι δε είναι άθεοι, και για τους υπόλοιπους συνεργάτες των Γερμανών, τέλος πως αυτή η διαμάχη αποτελεί τη μεγαλύτερη γάγγραινα για το χάλι της χώρας, ευθύνη που φέρνουν τα παλαιά κόμματα και ιδεολογίες, στο επίπεδο του πανικού και του εκβιασμού.

Ο Χαρπαντίδης, λοιπόν, γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, καταθέτει την προσωπική του προοδευτική άποψη, όχι όμως απαρέγκλιτα, όχι φανατικά, αλλά όπως είπαμε με ουδετερότητα, ενώ είναι σίγουρος πως οι ρίζες της κακοδαιμονίας ξεκινά έχοντας βάση τον Εμφύλιο. Τολμά να εγκαλέσει την ελληνική πολιτεία, όχι προς όφελος των πρωταγωνιστών, αλλά του δράματος, επιλέγοντας να δημιουργήσει επιγόνους των δύο αυτών ιδεολογιών, και όχι τους ίδιους που έδρασαν τότε, καθώς η ετυμηγορία του χρόνου είναι απαραβίαστη.

Ας γυρίσουμε και πάλι όμως στο βιβλίο. Κατ’ αρχάς έχουμε ένα κανονικού μεγέθους μυθιστόρημα, όχι ογκώδες, όχι βαρετό, το οποίο βοηθά καλύτερα την ανάγνωση. Καθώς μάλιστα χωρίζεται σε πολλά κεφάλαια λίγων σελίδων –επτά, οχτώ ή δέκα– η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη, υπάρχουν δηλαδή σημαντικές ανάσες και ξεμπούκωμα, μια που το θέμα, βαρύ όσο ποτέ, θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις.

Η γλώσσα και το ύφος –το λέμε για τρίτη φορά– είναι ουδέτερα, δεν δείχνουν την προσωπική του θέση, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται πίσω από κάθε πράξη της ναζιστικής οργάνωσης προκειμένου να την καταγγείλει, να την καυτηριάσει και να δείξει στον κόσμο τη δολοφονική και εγκληματική της υφή. Ατμόσφαιρα με τόσων ειδών διακοπές είναι δύσκολο να δημιουργηθεί, εντούτοις δεν παύει να είναι δραματική και χωρίς καθόλου χιούμορ, όπως αρμόζει σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα.

Τέλος, η δόμηση, η εκφορά είναι τόσο πολύτιμη όσο έχουμε γνωρίσει στα καλύτερα μεταπολεμικά ιστορικά μυθιστορήματα.

Με το δεύτερο μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του ο συγγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης, ο οποίος αρκείτο στη μικρή φόρμα, μας προσφέρει κερδίζοντας και σε ουσία αλλά και σε ποιότητα ένα στοίχημα που βάζει – να ξεμπροστιάσει δηλαδή ένα πολιτικό και στρατιωτικού τύπου καρκίνωμα για την ελληνική κοινωνία, σε όλες του τις διαστάσεις, γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι ρίζες αυτού του φαινομένου εκβάλλουν τόσα χρόνια πριν, όταν αδελφός σκότωνε αδελφό, όταν ο ένας στήριζε σε πασσάλους τα κεφάλια των αντιπάλων του, όταν οι μάχες θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμα, αν οι Αμερικανοί δεν έθεταν σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα, δηλαδή τις βόμβες ναπάλμ.

Στη συνέχεια όλα διαφοροποιήθηκαν, αλλάξαμε τρόπο ζωής, μπήκαμε στον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση, αγοράσαμε σπίτι, αυτοκίνητο, κάναμε εξοχικό, σε καμιά περίπτωση όμως δεν ξεχάστηκε εκείνη η πληγή, η οποία και χαίνει περισσότερο τώρα με τα μνημόνια και την οικονομική κρίση, με τη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, και τέλος με τη δραματική αλλαγή των ηθών, των αξιών, της ηθικής και της αξιοπρέπειας.

Πρώτη δημοσίευση: diastixo.gr

Το άκυρο αύριο
Κοσμάς Χαρπαντίδης
Εκδόσεις Πόλις
288 σελ.
ISBN 978-960-435-523-5
Τιμή: €15,00