Ο Νίκος Καραγιαννακίδης «ακτινογραφεί» το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου «Λαμόγια στο χακί»

Ολόκληρη η ομιλία του Καβαλιώτη ιστορικού κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Καβάλα, μέσα από την οποία απαντάει με ιστορικά στοιχεία στο αν είναι υπαρκτό στην Ελλάδα του 2017 ένα σημαντικό ρεύμα νοσταλγίας για την χούντα

Υπάρχουν σήμερα νοσταλγοί της χούντας κι αν ναι, πόσοι είναι και από ποιες «στροφές» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας «τρέφονται»; Αν είχαμε σήμερα νέα επταετία θα ξεχρεώναμε; Έγιναν τελικά έργα κατά την «Επανάσταση» ή είναι ένας ακόμα πολιτικός αστικός μύθος;

Ο Καβαλιώτης ιστορικός Νίκος Καραγιαννακίδης απαντάει σ’ αυτά και σε ακόμα περισσότερα (ρητορικά και μη) ερωτήματα, μέσα από την εκτενή ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Διονύση Ελευθεράτου με τίτλο «Λαμόγια στο χακί: Οικονομικά «θαύματα» και θύματα της Χούντας» που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 28 Απριλίου 2017 στο Στέκι της Νέας Πόλης (διαβάστε αναλυτικά το ρεπορτάζ για την εκδήλωση εδώ).

Το KAVALAPOST φιλοξενεί την εν λόγω ομιλία η οποία βρίθει ιστορικών στοιχείων και τεκμηρίων, πολλά από τα οποία δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό.

Η ομιλία του Νίκου Καραγιαννακίδη

Όλο και συχνότερα όσο περνάει ο καιρός, λαθρακουστής σε συζητήσεις ανθρώπων μιας κάποιας ηλικίας, αλιεύω φράσεις όπως «Ε, ρε, μια χούντα μας χρειάζεται!» ή «Δικτάτορες, ξεδικτάτορες, δεν έκλεβαν τόσο! Αυτοί, τουλάχιστον, βάλανε κι έναν υπουργό τους στη φυλακή επειδή έκλεβε!». Η τελευταία φράση αναφέρεται στη δικαστική δίωξη του Μιχαήλ Μπαλόπουλου, υπουργού Εμπορίου του Παπαδόπουλου, ο οποίος καταδικάστηκε και φυλακίστηκε από τη διάδοχη χούντα του Ιωαννίδη, με σκοπό να δειχθεί η «φαυλότητα» των Παπαδοπουλικών και η «εντιμότητα» των «αδέκαστων» Ιωαννιδικών. Είναι, όμως, υπαρκτό στην Ελλάδα του 2017 ένα σημαντικό ρεύμα νοσταλγίας για την «Επανάσταση»; Ή, για να μεταθέσουμε το κέντρο της συζήτησης σε πιο επιστημονικές ατραπούς, είναι γνωστά (και αποδεκτά) στους σημερινούς Έλληνες τα έργα και οι ημέρες των συνταγματαρχών;

Ζούμε σε μέρες υποχώρησης της «εθνικής μας περηφάνιας» ή αυτού που προ ετών, αναφερόμενος σε μέρες πολύ παλιότερες, ο Γιάννης Γιανουλόπουλος, περιέγραψε ως «η ευγενής μας τύφλωσις». Σε καιρούς που οι εθνικιστικές ρητορείες είναι ισχυρές. Κάποιοι επισημαίνουν πως τέτοιες περίοδοι μπορούν να εκθρέψουν εκ νέου το «αβγό του φιδιού». Άλλοι πάλι, μιλούν για αποϊδεολογικοποιημένους καιρούς, χρόνια του lifestyle και της «αφασίας».

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ένας απαιτητικός αναγνώστης, που θα αναζητήσει ένα βιβλίο που θα του αφηγηθεί με πληρότητα και επάρκεια όσα συνέβησαν στην Ελλάδα ανάμεσα στις 21 Απριλίου 1967 και τις 23 Ιουλίου 1974 θα δυσκολευτεί να το βρει.

Η λογοτεχνία που συνδέεται με περιόδους της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας δεν διέρχεται κρίση γονιμότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με την ιστοριογραφία, μόνο που, αν η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί περιπτωσιολογικά, να αξιοποιεί και να εντάσσει στην πλοκή της αποσπασματικά στοιχεία από την Ιστορία, η ιστοριογραφία είναι επιδεκτική και (κυρίως) χρήζει διαφορετικής προσέγγισης. Δεν της αξίζει να δικάζεται και να κατηγορείται για ραθυμία και ατολμία, αλλά αντίθετα, οι επίμονοι αναγνώστες και οι μελετητές δικαιούνται να είναι απαιτητικοί.

Μα μήπως δεν είναι υψηλού επιπέδου και άριστης ποιότητας η έρευνα για την περίοδο της δικτατορίας; Μέσα στα τελευταία χρόνια υπήρξε μια άνθηση. Το 2009, κυκλοφόρησε η μελέτη της Νένης Πανουργιά, κοινωνικής ανθρωπολόγου-αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, για τις διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών (και) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: από τις εκδόσεις Fordham University Press, το βιβλίο Dangerous Citizens. The Greek Left and the Terror of the State. Την ίδια χρονιά, ένα βιβλίο για τις οικονομικές σχέσεις των Απριλιανών με τις χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού»: το διεξοδικότατο έργο του Σωτήρη Βαλντέν Παράταιροι εταίροι. Ελληνική δικτατορία, κομμουνιστικά καθεστώτα και Βαλκάνια 1967-1974. Στα 2006, η διδακτορική διατριβή του Κωστή Κορνέτη για την αντίσταση των φοιτητών ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς. Στα 2002, η διατριβή, στο πεδίο της Συγκριτικής Λογοτεχνίας, του Δημήτρη Παπανικολάου  και το βιβλίο της Karen Van Dyck Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990.

Υπήρξαν και άλλα βιβλία, γραμμένα στα ελληνικά στις αρχές της περασμένης δεκαετίας: ξεχωρίζει-ως απόπειρα σύνθεσης- το βιβλίο (2001) του καθηγητή Πάνου Καζάκου Ανάμεσα σε κράτος και αγορά-Οικονομία και πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000. Κινούμενοι προς τα πίσω, στα 1999, η Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης εξέδωσε έναν συλλογικό τόμο για τη δικτατορία  και στα 1996 εκδόθηκε η διδακτορική διατριβή του Μελέτη Μελετόπουλου , όπου ο εκδότης Βίκτωρ Παπαζήσης διατύπωνε την προκλητική για συζήτηση απόφανση πως «Την χούντα την έκαναν οι Έλληνες, την ανέχθηκαν οι Έλληνες και την ανέτρεψαν οι Τούρκοι».

Τα τελευταία χρόνια, στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπως με πληροφόρησε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος και στέλεχος των ΑΣΚΙ Βαγγέλης Καραμανωλάκης, εκπονούνται διδακτορικές διατριβές σχετικά με πτυχές της «άλλης» αντίστασης («ανέβασμα» έργων του Berthold Brecht στη διάρκεια της δικτατορίας και άλλα συναφή). Ακόμη, μέσα στο 2009 εγκρίθηκαν από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. η μεταπτυχιακή εργασία της Μαρίας Στυλιανού με θέμα «Πολιτική Ιδεολογία και Προπαγάνδα στην περιοχή της Καβάλας κατά την περίοδο 1960–1974» και από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ιστορία και Τεκμηρίωση» του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου η διπλωματική εργασία της Νίκης Διονυσοπούλου «Η διαχείριση της επανάστασης του 1821 στην ελληνική εκπαίδευση κατά την περίοδο της Απριλιανής Δικτατορίας, 1967–1974». Εικάζω πως ανάλογες εργασίες θα έχουν εκπονηθεί και από άλλους ερευνητές . Όμως, όλη αυτή η ερευνητική παραγωγή και η αναζήτηση δεν παύουν να επιβεβαιώνουν αυτό που επισήμαναν στην «Εισαγωγή» τους στο συλλογικό τόμο για τη «σύντομη» (προώρως διακοπείσα από τους συνταγματάρχες) δεκαετία του 1960 οι Σεραφείμ Σεφεριάδης και Ευάνθης Χατζηβασιλείου: «Φαίνεται πως οι νεότεροι ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες προτιμούν, στη φάση αυτή, να προσανατολιστούν στο διαθέσιμο αρχειακό υλικό… αποφεύγουν μάλλον τη διατύπωση “μεγάλων αφηγήσεων” και συνολικών ερμηνειών… ως ένα από τα χαρακτηριστικά της έρευνας-αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους ιστορικούς-αναδεικνύεται η αποσπασματικότητα και η κατάτμηση, φαινόμενο που δεν θα πρέπει να θεωρείται αφύσικο, ενόψει μιας τόσο ταραγμένης, πολυδιάστατης εποχής, με σημαντικές κληρονομιές και για τις επόμενες περιόδους».

Η εποχή των «μεγάλων αφηγήσεων», των ολιστικών προσεγγίσεων-όπως αυτές έγιναν στις μελέτες του Σπύρου Λιναρδάτου Από τον Εμφύλιο στη Χούντα 1949-1967, του Τάσου Βουρνά Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, του Νίκου Ψυρούκη Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1974) και του  Σόλωνα Ν. Γρηγοριάδη Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974-έχει παρέλθει. Τα έργα αυτά, πολύτιμα και γραμμένα με αυταπάρνηση και σχεδόν ηρωική προσπάθεια, βασισμένα σε απομνημονεύματα, μαρτυρίες πρωταγωνιστών, δημοσιεύματα και πληροφορίες «από πρώτο χέρι», ανήκουν σε άλλες εποχές: οι ανάγκες για τεκμηρίωση έχουν πολλαπλασιαστεί. Δεδομένης της συνεχούς επέκτασης των αρχειακών διαθεσιμοτήτων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είναι ίσως αναγκαίο να υπάρξουν προσπάθειες για συνθέσεις. Όχι μόνο επειδή δεν μπορεί ες αεί να περιορίζεται η ιστοριογραφική παραγωγή σε συλλογικούς τόμους ή άρθρα, αλλά επειδή η σύνθεση μπορεί να αξιοποιήσει καλύτερα αυτές τις νέες αρχειακές πηγές.

Θα αντέτεινε κανείς πως η επιστημονική δεοντολογία απαιτεί λεπτομερή τεκμηρίωση και παρόμοια έργα-«ποταμοί» δεν είναι δυνατόν να γραφτούν σήμερα από ένα συγγραφέα. Οι αράδες που διαβάζετε ας θεωρηθούν ως μια κοινοποιούμενη σε πολλούς ιδιωτική διερώτηση ή μια πρό(σ)κληση για συζήτηση.

Αμφιταλαντευόμουν, λοιπόν, ανάμεσα στην παραδοχή πως «οι συνθέσεις είναι κληρονομιά του παρελθόντος» και στη σκέψη περί αναγκαιότητας των συνθέσεων. Μέχρι που για τις ανάγκες (και) της αποψινής παρουσίασης ξαναδιάβασα το βιβλίο (2015) του Διονύση Ελευθεράτου Λαμόγια στο χακί. Οικονομικά «θαύματα» και θύματα της Χούντας. Είχε προηγηθεί παλιότερα η ανάγνωση τριών άλλων κειμένων, αλλά παρέμεναν ισχυρές στη μνήμη μου, οι επισημάνσεις των συγγραφέων τους, όλων ειδικών. Πρώτος, ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ιστορικός, Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του  Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, που επισήμαινε πως «σε όλα σχεδόν τα γεγονότα που συντελέστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το πεδίο [έρευνας] καλύπτεται περιστασιακά – στην καλύτερη περίπτωση- από τους πολιτικούς επιστήμονες ενώ, ως επί το πλείστον, κυριαρχείται από τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς και τους ακτιβιστές. Αυτή η κατάσταση [δεν] συντελεί στην αναπαραγωγή…μιας ψύχραιμης, στοχαστικής και ευρύτερης έποψης αυτής της περιόδου (έμφαση δική μου, Ν.Κ.), συντηρώντας με τον τρόπο αυτό μια στρεβλή δημόσια συνείδηση». Δεύτερος, ο Γιάννης Βούλγαρης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, που τόνιζε πως «Αυτό που ακόμα δεν ξέρουμε είναι ποια ήταν η Ελλάδα που βγήκε από τη δικτατορία. Στο επίπεδο των συλλογικών αντιλήψεων, των πολιτισμικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού, η δικτατορία παραμένει εν πολλοίς black box. Ξέρουμε πώς μπήκαμε, ξέρουμε πώς γίναμε λίγο αργότερα, αλλά δεν ξέρουμε αρκετά για το πώς ήμασταν μέσα στο κουτί. Ίσως τα καταλληλότερα ερευνητικά εργαλεία να βρίσκονται στην ανάλυση της μαζικής κουλτούρας, και μάλιστα της «υποκουλτούρας». Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις πολιτισμικές αμφισημίες του μεγάλου ρεύματος κοινωνικής ανόδου και εκσυγχρονισμού, που άρχισε στο γύρισμα της δεκαετίας του ΄50 και συνεχίστηκε στο διάστημα τουλάχιστον δύο γενεών». Τρίτος, αλλά όχι έσχατος, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, που σημείωνε πως «Μια βιβλιογραφική παραγωγή, λοιπόν, εστιασμένη στον αντιδικτατορικό αγώνα, στις ασυνέχειες και στις αντιθέσεις, φοβούμαι ότι εκφράζει μια κοινωνία, η οποία 42 χρόνια μετά δεν ενδιαφέρεται να μελετήσει τις διαδρομές, τις συναινέσεις και τις συνέχειες που οδήγησαν στην επιβολή αλλά και στη διατήρηση του καθεστώτος, όσο να αναδείξει την αντίθεσή της προς αυτό, αναπαράγοντας εν πολλοίς στερεότυπα και καθησυχαστικές μυθολογίες».

Ο Αντώνης Λιάκος, ομότιμος τώρα πια καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, διατύπωσε πρόσφατα την άποψη πως η σύγκρουση ανάμεσα στις αλλαγές που γίνονταν στη ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’60 και στο πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής εποχής εμφανίστηκε με τη μορφή της συγκεκριμένης δικτατορίας: «Άρα, το σημαντικό στοιχείο είναι η μεταπολίτευση ως ρήξη με το μετεμφυλιακό καθεστώς στο σύνολό του. Το 1974 δεν είναι η άλλη άκρη του 1967 αλλά η άλλη άκρη της μεταπολεμικής εποχής».

Προσπαθώντας να συμπληρώσω το μωσαϊκό, «παντρεύοντας» τη μελέτη των αρχειακών πηγών με τη μνήμη, παραθέτω την αφήγηση ενός ακόμη και σήμερα ένθερμου ΠΑΣΟΚου, καλού γνώστη (και) της σημερινής ελληνικής πολιτικής σκηνής και μια επισήμανση, αμφότερες συνδεόμενες με τις φράσεις που παρατίθενται στην αρχή αυτού του κειμένου για την «εντιμότητα» των δικτατόρων. Πρώτα η αφήγηση, όπως μου την εμπιστεύθηκε:

Όσα συνέβησαν έγιναν πριν από δεκαεννιά χρόνια, το 1998, όταν η πολιτική δεν είχε απαξιωθεί τόσο όσο σήμερα στα μάτια των πολιτών, όταν δηλαδή το «όλοι είναι το ίδιο» ήταν λιγότερο δημοφιλές, και πιο συγκεκριμένα λίγο καιρό πριν από κρίσιμη και έντονα κομματικοποιημένη εκλογική αναμέτρηση για το δεύτερο βαθμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τότε, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, στελέχη ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα, βλέποντας πως οι πιθανότητες να επικρατήσουν ήταν λιγοστές, σκέφθηκαν να «αξιοποιήσουν» το χουντικό παρελθόν δύο προβεβλημένων στελεχών του αντίπαλου συνδυασμού (συμμετοχή του ενός στη «Συμβουλευτική Επιτροπή», τη «Βουλή» της δικτατορίας, και ενεργότατη προπαγανδιστική δραστηριότητα του άλλου υπέρ της «Επαναστάσεως»). Αποτάθηκαν σε υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματός τους, αρμόδιο για θέματα επικοινωνίας και προπαγάνδας, και έκπληκτοι τον άκουσαν να λέει: «Από τη στιγμή που έστω κι ένας από τους δύο έχει εκλεγεί στο παρελθόν με την ψήφο του λαού, αυτά που έκανε επί Χούντας σβήνονται». Λόγια ενός ανθρώπου, ενός «θείου βρέφους», που σε άλλη περίπτωση κατηγόρησε πολιτικό του αντίπαλο, επί δεκαετίες βουλευτή, πατέρα που-όπως προσφάτως αποκάλυψε ο γιος του-ζει για να δει τον γιο του πρωθυπουργό, αφού η μεγαλύτερη αδελφή του… ελπιδοφόρου απέτυχε να εκλεγεί αρχηγός του ίδιου κόμματος, καταλάβατε πιστεύω σε ποια οικογένεια αναφέρομαι, μη λέμε ονόματα και το…γρουσουζέψουμε, ότι τάχα συνεργάστηκε με τους Ναζί…

Στη συνέχεια, η επισήμανση, όπως την παρέθεσε η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη: «[Η μνήμη] δεν απειλείται μόνο από τη λησμονιά-τον παραδοσιακό της εχθρό-αλλά απειλείται επίσης και από τις εσφαλμένες μνήμες. […] Τα ιδεολογήματα και οι φαντασιώσεις ταράζουν συνέχεια τη μνήμη και, επειδή θέλουμε να πιστεύουμε στην πραγματικότητα του φανταστικού, κάνουμε τελικά το ψέμα μας αλήθεια, πράγμα άλλωστε το οποίο έχει ελάχιστη σημασία, επειδή και τα δύο είναι βιωμένα τόσο προσωπικά» .

Θεωρώ πως η μνήμη, όπως δημιουργείται από τους διάφορους θεσμούς (οικογένεια, σχολείο, στρατός, ομάδες ένταξης και κοινότητες) είναι κομβικό σημείο διαμόρφωσης των όρων του πολιτικού συνανήκειν. Σε καιρούς όπως οι σημερινοί, είναι επιτακτικής σημασίας  να μην γίνει… αρχαία ιστορία και η δικτατορία, καθώς όλο και περισσότερο φαίνεται πως η κληρονομιά της είναι παρούσα και ισχυρή. Τόσο στο χώρο της τρέχουσας πολιτικής, όπου η Ακροδεξιά γίνεται συχνά ελκυστική, όσο και στο χώρο του πολιτιστικού εποικοδομήματος, για τον οποίο θα μου επιτραπεί μια παρατήρηση – έναυσμα για συζήτηση, με τρία σκέλη:

1) Στις 17 Δεκεμβρίου του 1970 το καθεστώς, με τη συνδρομή μεγάλων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, διένειμε 216 δέκτες τηλεόρασης «εις ισαρίθμους κοινότητας της ελληνικής επαρχίας». Άστοχη ενέργεια, άσχετη με το σήμερα;

2) Οι περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονται στις εθνικές επετείους είναι παραγωγές εκείνων των χρόνων, υποστηριγμένες παντοιοτρόπως από τη δικτατορία.

3) Η «σχολή θεάματος» των περισσότερων ιδιωτικών καναλιών σήμερα βασίζεται-σε σημαντικό βαθμό-στην αισθητική του Γιώργου Οικονομίδη και του Νίκου Μαστοράκη (ο οποίος «έστηνε», μέχρι και τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, τα προγράμματα μερικών από τους εν λόγω διαύλους).

Πριν εστιάσω την προσοχή μου στο βιβλίο του Ελευθεράτου, δυο τελευταίες παρατηρήσεις, που ίσως εξηγούν την εμμονή στη μνήμη μέσα από τη γνώση και στις αφηγήσεις που τη δημιουργούν και την ενισχύουν.

Το 2000, αποσπάστηκα στα ΓΑΚ. Έχοντας εργαστεί επί δεκαετία στη Μέση Εκπαίδευση, διαπίστωνα στην αρχή με έκπληξη και στη συνέχεια με… άγνωστο συναίσθημα, πως η πλειοψηφία των συνομηλίκων μου συναδέλφων (γεννήθηκα στα 1966) αγνοούσε την περίοδο 1967-1974, θεωρώντας τους δικτάτορες «γραφικούς τρελούς» και έβλεπε τη «γιορτή» του Πολυτεχνείου ως συμβάν εξίσου μακρινό με το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Όσο για τους πρεσβύτερους, εκτός ολίγων που δάκρυζαν στις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο και μερικών που είχαν το θάρρος (ή θράσος;) να μιλήσουν για «χρόνια ευταξίας και μύθο περί νεκρών του Πολυτεχνείου», οι άλλοι απλώς… ανιούσαν.

Η συμπλήρωση το 2010 μιας δεκαετίας, ως εργαζόμενος σε αρχειακή υπηρεσία, όπου συχνά συναντάμε τεκμήρια της περιόδου της δικτατορίας, μου δημιουργούσε μιαν επιπρόσθετη αμηχανία: Έβλεπα νεότερους (μαθητές, ερευνητές, φοιτητές, συναδέλφους) να αγνοούν πλήρως όσα συνέβαιναν τότε και να αδυνατούν να κατανοήσουν, πολλώ δε μάλλον να εντάξουν σε ιστορικό περιβάλλον και να αξιοποιήσουν τα σχετικά τεκμήρια. Ακόμη, επειδή ζω σε μια επαρχιακή πόλη, όπου όλοι είμαστε γνωστοί, συναντώ τεκμήρια που δείχνουν πως οι «γκρίζες ζώνες» της ανοχής και της «παθητικής αντίστασης» είναι εκτεταμένες. «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;».

Τώρα, πια, που επέστρεψα οριστικά στην Εκπαίδευση, και η μόνη μου ενασχόληση με τη δικτατορία είναι να οργανώνω γιορτές για το Πολυτεχνείο, βάζοντας ανυποψίαστα παιδιά να διαβάζουν κείμενα ανώνυμων για το πόσο καλά περάσανε ως μαθητές, ως φοιτητές, ως εργαζόμενοι ή παιδιά εργαζομένων που στέναζαν και σιωπούσαν ή άκουγαν Deutche Welle, διαπιστώνω πως «ποια χούντα; Ο Ντάνος κι ο Μπο θα μείνουν στο παιχνίδι;». Survivor κι Άγιος ο Θεός!

Δεν είναι το ζητούμενο να αποδοθούν ευθύνες, να βρει κανείς τους «κακούς», τους «συνεργάτες που τη γλίτωσαν». Θεωρώ πως το μεγάλο στοίχημα είναι να εντοπισθούν οι τομές και (κυρίως) οι συνέχειες στη διαδρομή από το 1922 μέχρι το 1981, αυτές που συντέλεσαν στην ιδιότυπη αλλά όχι ανεξήγητη διαδρομή της Ελλάδας μέσα σ’ αυτήν την εξηκονταετία.

Σε αντίθεση με τις πρακτικές της αποσπασματικότητας, η οποία μόνο ασήμαντα αποτελέσματα δεν απέδωσε, ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, έδωσε το 2008 στη δημοσιότητα μια μελέτη που στον Πρόλογό της σημειώνεται: «Η διάθεση αδημοσίευτων αρχειακών πηγών στην έρευνα τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία, συνήθεις πηγές αρχειακής τεκμηρίωσης για τη νεότερη ελληνική ιστοριογραφία, όσο και στην Ελλάδα-αν και στην τελευταία όχι σε ικανοποιητικό βαθμό-επιτρέπει την ανάληψη ευρύτερων συνθετικών προσπαθειών». Αναφέρομαι στο βιβλίο «Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δικτατορία».

Εφτά χρόνια μετά τον Ριζά, το 2015, ο Διονύσης Ελευθεράτος ανατέμνει, σε έξι συν δύο κεφάλαια, Εισαγωγή και Επίλογο καλούμενα, τα «θαύματα» και τα θύματα της χούντας: ένα ύψιλον τα ξεχωρίζει και κάτι… ψιλά: χιλιάδες ανομίες, σκάνδαλα, μίζες, λουφέδες, ρεμούλες, ρουσφέτια και οικονομικά εγκλήματα. Ο Ελευθεράτος έγραψε ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο, με αρκετό χιούμορ και σκωπτική διάθεση. Ξεγυμνώνει την «εθνοσωτήριο» από κάθε μανδύα προσφοράς, προόδου, ευημερίας, βελτίωσης συνθηκών που έχει “ενδυθεί” κατά καιρούς από τους πρωταίτιους, απολογητές, νοσταλγούς, σταγονίδια και λοιπούς καλοθελητές. «Επίκαιρο και χρήσιμο, ειδικά στην εποχή του 6,28% και των 17 βουλευτών» έγραψε ένας διαδικτυακός κριτής του βιβλίου, ο εύστοχος tegos. Μοναδικό αρνητικό, η συχνή παράθεση ποσοστών και εξειδικευμένων οικονομικών δεικτών, κάτι αναμενόμενο βέβαια για βιβλίο που εξετάζει οικονομικά σκάνδαλα. Ο Ελευθεράτος δεν είναι ιστορικός, αλλά ας τον καλοδεχτώ στη συντροφιά μας, αφού κατά τον Βρετανό ιστορικό Norman Hampson, «εάν οι ιστορικοί δεν μπορούν να προσεγγίσουν το ευρύ κοινό, αυτά που λένε ο ένας στον άλλον δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία: η ιστορία έχει σημασία μόνον γι’ αυτούς που δεν είναι ιστορικοί».

Αν και δεν εμποδίστηκε από εξωτερικούς παράγοντες, η δικτατορία δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα: οι πομπώδεις συγκεντρώσεις και υποδοχές στις επαρχιακές πόλεις αποτέλεσαν ένα νέο modus vivendi, μια τεχνική «επιβίωσης στο νέο περιβάλλον». Η νέα κάστα εξουσίας, αποτελούμενη από γόνους οικογενειών χαμηλής κοινωνικής και αγροτικής προέλευσης, που δεν κατείχαν ξένες γλώσσες και στερούνταν γνώσεων για τον κόσμο εκτός της Ελλάδας, ήταν μολαταύτα ικανή να διοικεί και να επιβάλλεται στο εσωτερικό. Όμως, στη διαχείριση μερικών από τις εξωτερικές υποθέσεις η Χούντα απέτυχε (λ.χ. στην κρίση της 29ης Νοεμβρίου 1967, που οδήγησε στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο) και γνώρισε κάποιους εσωτερικούς κλυδωνισμούς.

Το καθεστώς, βέβαια, διέθετε κάποια διορατικότητα: άφησε να εξελιχθεί σε συγκέντρωση η κηδεία του «Γέρου της Δημοκρατίας» στα 1968, ώστε να αποφύγει κλιμάκωση και επέκταση μαζικών αντικαθεστωτικών κινητοποιήσεων, άφησε το Μίκη Θεοδωράκη να φύγει στο εξωτερικό, αλλά απέλυσε την ηγεσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν αυτή δεν «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η κοινωνία ανεχόταν το καθεστώς, αν και αυξάνονταν τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν με πρωταγωνιστές τους «Χουνταίους». Αμερικανοί και καθεστώς διαπίστωναν ότι είχε υιοθετηθεί μια στάση παθητικότητας, στροφής προς την κατανάλωση και το θέαμα και απόλαυσης ενός αστικού «ευ ζην», στηριγμένου στη μέχρι τότε συνεχή ανοδική πορεία της οικονομίας της χώρας . Αυτό συνέβαινε στα αστικά κέντρα κυρίως, αν και η αποδοχή του καθεστώτος από τον πληθυσμό της υπαίθρου, καλύτερα η «απάθεια», ήταν μάλλον μεγαλύτερη. Υπήρχαν λόγοι γι’ αυτό: από τη μια η διαγραφή των αγροτικών χρεών στα 1968–εντυπωσιακό μέτρο, αν και χωρίς ουσία για σημαντικό μέρος των καλλιεργητών, αφού πολλοί τα είχαν εξοφλήσει-, τα πολλά δημόσια έργα και η γενίκευση του εξηλεκτρισμού της υπαίθρου και από την άλλη οι επιβιώσεις αντικομμουνιστικών νοοτροπιών, σε συνδυασμό με την αγροτική κοινωνική προέλευση της ηγεσίας της «Επαναστάσεως». Επιπλέον, η «μεγάλη» πολιτική, το αν δηλαδή θα αντιμετωπιζόταν η πολιτική κατάσταση της χώρας στην κατεύθυνση αποκατάστασης των δημοκρατικών ελευθεριών και του κοινοβουλευτισμού, φαινόταν κάτι μακρινό στην πλειοψηφία των πολιτών. Αυτοί, έχοντας βιώσει μια εικοσαετία διωγμού πράξεων και σκέψεων, ανελευθερίας, παρασκηνίου και εξελίξεων ερήμην τους, θαλασσοδαρμένοι στα νερά μιας «καχεκτικής δημοκρατίας», πώς να θεωρήσουν ότι θα αποφάσιζαν οι ίδιοι για το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ζούσαν;

Αν και υπήρξε το βιβλίο του Πάνου Καζάκου, αν και τα τελευταία 10 χρόνια η οικονομία της περιόδου της επταετίας έχει ερευνηθεί, η κίνηση της οικονομίας και η οικονομική πολιτική της δικτατορίας δεν έχουν ακόμη μετουσιωθεί  σε ένα συνολικό αποκλειστικά ιστορικό έργο, δηλαδή σε μια καθολική και όχι στενά οικονομική μελετητική προσπάθεια. Το βιβλίο που παρουσιάζεται είναι χρήσιμο και από αυτή την άποψη. έχω την αίσθηση πως ο Ελευθεράτος έγραψε ένα βιβλίο που ξεπερνάει σε εμβέλεια το βιβλίο του Καζάκου. Είναι «καταδικασμένο» να είναι πιο ευανάγνωστο!

Η Ελλάδα, στις παραμονές του 1973, έχει αστικοποιηθεί οικονομικά, χωρίς όμως η βιομηχανία να αποτελεί το βασικό παράγοντα αυτής της «μεταμόρφωσης». Πυλώνες της οικονομίας  – κληρονομιά των τελευταίων χρόνων της κοινοβουλευτικής ζωής- είναι ο τουρισμός, η οικοδομή, η βιοτεχνία και ακόμη η γεωργία – έχει όμως εμφανιστεί ήδη πληθωρισμός κοντά στο 7%.

Εδώ, μια σημαντική λεπτομέρεια, από το προαναφερθέν βιβλίο του Ριζά: «[εκτός από την μη πραγματοποίηση αύξησης στις κατώτατες συντάξεις του ΙΚΑ από το 1970 έως το 1973, που και όταν αυξήθηκαν ήταν ανεπαρκείς]…υπήρχε θέμα σχετικά με την αξιοποίηση των αποθεματικών του ΙΚΑ, τα οποία ανέρχονταν σε 1 δισεκατομμύριο και ήταν κατατεθειμένα έναντι συμβολικού επιτοκίου στην Τράπεζα της Ελλάδος» (η υπογράμμιση δική μου, Ν.Κ.). Η κακή (ατελέσφορη ή αρπακτική, όπως έγινε με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο στη δεκαετία του 1980 και πρόσφατα με άλλα ταμεία) πολιτική έχει, λοιπόν, μακρό παρελθόν. Από πού άντλησε αυτά τα στοιχεία ο Ριζάς, αναρωτήθηκα, από αντιδικτατορικό φυλλάδιο;

Η πηγή είναι η έκθεση του Βρετανού Ακολούθου Απασχόλησης στην Αθήνα Τ. Corcoran τον Ιανουάριο του 1974. Ας το συμπεριλάβει ο Διονύσης, όταν ξαναβγάλει το εξαιρετικό βιβλίο του.

Και η Ευρώπη; Η Βρετανία «κατανοούσε» (σε συνομιλία του Υπουργού Εξωτερικών Brown με τον Πιπινέλη) το «πόσο επικίνδυνο» αποτέλεσμα θα είχε μια βίαιη ανατροπή της δικτατορίας ή μια «πρόωρη» επιστροφή στο κοινοβουλευτισμό, αλλά η κυβέρνηση των Εργατικών στα τέλη του 1967 είχε υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη και τις αντίθετες στην «κατανόηση» αυτή αποφάσεις του Συνεδρίου του Εργατικού Κόμματος. Η Ιταλία –διά στόματος του προεδρεύοντος του Συμβουλίου της Ευρώπης Aldo Moro- καταδίκαζε τη Χούντα, αλλά δήλωνε πως: «η καταδίκη της Ελλάδας δε σήμαινε επ’ ουδενί λόγω ότι θα επηρεαζόταν η ελληνική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, καθώς οι σκοποί που εξυπηρετούσαν οι δύο οργανισμοί ήταν εντελώς διαφορετικοί». Θα άξιζε να μελετηθεί καλύτερα η ιστορία των στρατιωτικών προμηθειών και συνεργασιών της δικτατορίας. Έναυσμα μπορεί να αποτελέσει το βιβλίο του Ελευθεράτου.

Και μιας και η Μαρίν απειλεί, ας τους πικράνουμε τους Γάλλους, για ό,τι έκαναν με τους δικούς μας φασίστες. Η Γαλλία, που στάθηκε φιλόξενη αμέσως μετά την 21η Απριλίου 1967 για τους Έλληνες αντιστασιακούς, δεν ήθελε απομόνωση της Ελλάδας από τους συμμάχους της, θέλοντας να αποκτήσει επιρροή στη Μεσόγειο. Η Γαλλία, που παραχώρησε το προεδρικό αεροσκάφος του Valery Giscard d’ Estaing για να μεταφέρει στην Ελλάδα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τις πρώτες πρωινές ώρες της 23ης Ιουλίου 1974, ώστε να αναλάβει την ευθύνη της επιστροφής της χώρας στον κοινοβουλευτισμό, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής οπλικών συστημάτων της Ελλάδας στα χρόνια 1972 -1974.

Ο Ελευθεράτος δεν χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό, αλλά όσα ερευνά συναντιούνται με μια παλιότερη διατύπωση του Γιάννη Βούλγαρη: «Χρειάζεται όμως να υπενθυμίσουμε άλλη μια μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές: τα κλειστά αρχεία, την απουσία οποιωνδήποτε επίσημων κανόνων για τη δημοσιοποίησή τους, την ιδιωτική χρήση δημόσιων αρχείων από τους “υπευθύνους” τους» . Απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πλειάδα αρχείων της περιόδου έχουν προσκτηθεί από την Κεντρική Υπηρεσία και τις περιφερειακές υπηρεσίες των ΓΑΚ. Το Νοέμβριο του 2007, ο Γιάννης Σκαλιδάκης, εργαζόμενος τότε στα ΓΑΚ – Αρχεία Ν. Ευβοίας, παρουσίασε, σε επιστημονικό διήμερο που οργάνωσε το ΑΠΘ, το αρχείο της Υποδιευθύνσεως Ασφαλείας Λειβαδιάς. Άλλες υπηρεσίες των ΓΑΚ έχουν προσκτήσει αρχεία κοινοτήτων και υπηρεσιών: η προαναφερθείσα εργασία της Μαρίας Στυλιανού βασίστηκε στο Αρχείο Εμπιστευτικού Πρωτοκόλλου της Νομαρχίας Καβάλας των ετών 1954–1973. Εκτιμώ πως τα δημόσια αρχεία είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών, επειδή μοιάζουν με κατασκοπευτικό δορυφόρο: περιέχουν πληροφορίες για πολλούς μαζί, ακόμα κι αν αυτοί δεν το γνωρίζουν…

Για να είμαστε, βέβαια, απολύτως ακριβείς, αυτοί που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν δημόσια αρχεία που απόκεινται στα ΓΑΚ πρέπει να γνωρίζουν πως το ζητούμενο δεν είναι το επικαιρικό «λαβράκι» αλλά η επεξεργασία δεδομένων και πληροφοριών με τρόπο που να προωθεί την έρευνα και την επιστημονικότητα, σύμφωνα με νόμους και κανόνες.

Αναφέρθηκα αδρομερώς στο βιβλίο του Διονύση, αλλά πριν την τελική αποτίμηση, θα μου επιτρέψετε να…προσγειώσω τους επαγγελματίες της ιστορικής έρευνας, τουλάχιστον αυτούς που είναι έντιμοι, παθιασμένοι και μακράν της θεσιθηρίας. Βοηθός σ’ αυτήν την προσγείωση, μερικές αράδες από ένα άλλο βιβλίο, λογοτεχνικό, λιγότερο πρόσφατο από τα Λαμόγια στο Χακί, βιβλίο του 2014, «ευπώλητο» (δεν είναι κακό να πουλάνε τα καλά βιβλία), που με εντυπωσίασε, (και) επειδή προσπάθησε να αφηγηθεί μια μεγάλη περίοδο της νεότερης ελληνική ιστορίας, αγγίζοντας κι αυτό – όπως και το βιβλίο που συναντάμε απόψε- «θερμές ζώνες» της πρόσφατης διαδρομής των Ελλήνων και του τόπου. Τίτλος του Απόψε δεν έχουμε φίλους και συγγραφέας του η Σοφία Νικολαΐδου.

Αντί οποιασδήποτε κριτικής, παραθέτω τρία σύντομα αποσπάσματα, με μια μικρή επεξηγηματική προσθήκη στο καθένα:

1) Ο δάσκαλος [Σ.Σ.: ο καθηγητής Ιστορίας στο Α.Π.Θ. στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο εμπνευσμένος θιασώτης του Διαφωτισμού, που υποστήριζε πως οι φοιτητές πρέπει να εισάγονται αμέσως στην έρευνα, αυτός που τέλειωσε τη ζωή του στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης με μια γερμανική σφαίρα στο κεφάλι – καθ’ υπόδειξιν Ελλήνων συνεργατών των Ναζί] τον άκουσε προσεκτικά, σκούπισε τα γυαλιά του και απάντησε: Γράφουμε ό,τι γράφουμε. Αν έχει κάποια απήχηση, καλώς. Αν ασκεί κάποια επιρροή, ακόμη καλύτερα. Αν βοηθά ανθρώπους, υπέροχα. Αλλά δεν μπορείς να ξεκινάς λέγοντας «θα τους ανοίξω το μυαλό». Όταν παράγεις μανιφέστα, παιδί μου, τίποτα από όσα λες δε μετράει. Ο ιστορικός οφείλει να έχει συνείδηση ότι θα ξοδέψει μέρος της ζωής του εξερευνώντας πολύ οδυνηρά πράγματα. Ίσως καταφέρει να φωτίσει τους αναγνώστες του, όπως λες. Αυτό δε θα κρατήσει παρά ελάχιστα. Σε μια εβδομάδα θα έχουν επιστρέψει στη ρουτίνα τους. Λυπάμαι που το λέω, παιδί μου, αλλά ο κόσμος δε θα αλλάξει, ό,τι κι αν πουν οι ιστορικοί. (σ. 156).

2) [Ο αντιστασιακός κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, ευφυέστατος και γοητευτικός, πανεπιστημιακός καθηγητής μετά τη Χούντα, με τον αμφιλεγόμενο στη συνέχεια ακαδημαϊκό βίο, είπε σε συνέντευξη:] Η Ιστορία αποτελεί όπλο, για όποιον ξέρει να τη χειρίζεται. Υπάρχουν άλυτα ζητήματα της νεότερης Ιστορίας, που δεν κουβεντιάστηκαν ποτέ. Αν υπάρχουν στρατευμένοι ιστορικοί, σημαίνει ότι υπάρχουν κάποιοι που τους στρατεύουν. Οι πολιτικές ηγεσίες συχνά χρησιμοποιούν τις ερμηνείες της ιστορίας ενόψει της πολιτικής επικαιρότητας, ιδίως σε περίοδο εκλογών. (σ. 240)

Και για να επιστρέψουμε στη δικτατορία, το τρίτο απόσπασμα, μέρος από την αφήγηση: Η δικτατορία διέλυσε τη Βουλή. Ο Τόρνος [Σ.Σ.: ο συνεργάτης των Ναζί, μετέπειτα βουλευτής Θεσσαλονίκης της Άκρας Δεξιάς, με εμπλοκή στη δολοφονία Λαμπράκη] γύρισε σπίτι του. Και αποκαταστάθηκε πανηγυρικά. Με το Νομοθετικό Διάταγμα 179 «περί Εθνικής Αντιστάσεως» της 26ης Απριλίου 1969, ξεκαθαριζόταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ποιος ήταν ο εχθρός και ποιος ο φίλος της χώρας. Ο Τόρνος έλαβε τιμητική σύνταξη ως αντιστασιακός. (σ. 260-261).

Κλείνοντας, παρά την… απαισιόδοξη (και ρεαλιστική;) επισήμανση που ολοκλήρωνε το πρώτο από τα τρία παραθέματα του βιβλίου της Νικολαΐδου, θεωρώ το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου μια σημαντική κίνηση προς τα εμπρός στο χώρο της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Είναι μια άψογη σύνθεση. Ασυνήθιστο. Επικίνδυνο για Χρυσαυγίτες και συμπαθούντες αυτούς, επειδή ξεσκεπάζει τους χουντικούς με δικά τους κείμενα και στοιχεία. Αν και απέχει από το να αποτελεί μια ολιστική προσέγγιση της ελληνικής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής των ετών 1967-1974, τα Λαμόγια στο Χακί μπορεί, νομίζω, να γίνει έναυσμα και αφετηρία για άλλες συνθέσεις και άνοιγμα ενός διαλόγου για τη δυνατότητα αντίστοιχων προσπαθειών σχετικά με όλο το δεύτερο μισό του ελληνικού 20ου αιώνα . Ένα είναι βέβαιο, πάντως, μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου του Ελευθεράτου: στη διάρκεια της δικτατορίας δεν ευημερούσαν ούτε οι άνθρωποι , ούτε οι αριθμοί…

Πριν σας απαλλάξω από την πολυλογία μου, ελπίζω να διαψευστεί κάποτε ο Hegel, που έγραψε πως «η πείρα και η ιστορία διδάσκουν πως οι λαοί και οι ηγεσίες δεν έχουν μάθει τίποτα από την ιστορία και πως ποτέ δεν ενεργούν με βάση τα διδάγματά της».

*Στη μνήμη Γιώργη Τσαρουχά, Σπύρου Μουστακλή, Παύλου Φύσσα