Θοδωρής Γκόνης: Θέλουν θάρρος τα περιφερειακά θέατρα, αλλά ίσως και μια αποκοτιά και μια άγνοια κινδύνου…

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας μίλησε στην Εφημερίδα των Συντακτών για τις μικρές «αποκοτιές» τις οποίες ετοιμάζει και αυτοσυστήνεται ξανά, με όχημα την «ανάγκη που έγινε τύχη»...

Στην αυγή του Φεστιβάλ Φιλίππων του 2018, το οποίο θα περιλαμβάνει σημαντικές μετακλήσεις, αλλά και πρωτοπόρες παραγωγές (πάρτε μια γεύση εδώ), ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας Θοδωρής Γκόνης μίλησε στην Εφημερίδα των Συντακτών και στην Κυριακή Μπεϊόγλου για τα «Εφτά λευκά πουκάμισα» (Εκδόσεις Άγρα), για τη «Βιογραφία του πατρογονικού», για τη φετινή γιορτή του Θεάτρου, για τα ΔΗΠΕΘΕ, γι’ αυτά που ετοιμάζει, αλλά και για τον ίδιο, τις μεγάλες του αγάπες, το Ναύπλιο, τη μουσική και το… τσιγάρο των μεγάλων δασκάλων, το οποίο ο ίδιος συνεχίζει να καπνίζει, αν και φανατικός αντικαπνιστής…

Ποια είναι τα «Εφτά λευκά πουκάμισα»; 
Εφτά τα κάνει η ανάγκη, η χρεία, η γιορτή, το πένθος, η αξιοπρέπεια. Εφτά άνθρωποι φορούσαν το ίδιο πουκάμισο, αλλά κανείς στον περίγυρό τους δεν καταλάβαινε ότι ήταν ένα το πουκάμισο τελικά. Το θαύμα γινόταν όταν απλώνονταν στο σύρμα. Φτερούγιζαν εφτά πουκάμισα.

Δεν ήταν αδειανό; 
Είχε σώμα και αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια σήμερα είναι μια λέξη αποστραγγισμένη και διασυρμένη. Κατασυκοφαντημένη. Είναι μια προσωπική αξία τρίτου βαθμού, έξω από την αισθητική και την ηθική.

Ποια είναι τα συστατικά της αξιοπρέπειας; 
Όλοι οι τραγικοί ήρωες δοξάστηκαν για την αξιοπρέπεια. Το να είσαι «καθαρός» όταν προκύπτει μια ανάγκη, να φοράς ένα λευκό πουκάμισο. Δεν επαιτείς, ούτε ελεεινολογείς. Υπάρχει στην ελληνική κοινωνία ένα ατελείωτο κλάμα που προδίδει τους πρώην καλοζωισμένους, τους πουπουλένιους. Είναι καινούργιοι στη δυσκολία. Ο βετεράνος στις δυσκολίες δεν έχει πρόβλημα, φοράει το λευκό πουκάμισό του και βγαίνει έξω χωρίς να ξέρεις εσύ αν είναι μεταχειρισμένο ή παλιό και πού θα το αφήσει φεύγοντας. Το «δος ημίν σήμερον» στον δημόσιο βίο είναι πια καθαρά η προσευχή του ασώτου. Αν η πατρίδα μας έχει φτάσει ως εδώ που έχει φτάσει, είναι υπεύθυνη και αυτή της η λογική.

Αυτή η λογική που λέει πως η πολιτική είναι ένα πεδίο για κέρδος και όχι για προσφορά; 
Νομίζω ότι έχουμε φτάσει στο σημείο πια που το τελευταίο ψέμα που θα πούμε όλοι μας ας είναι η αλήθεια. Και ας έχουμε το τίμημα που είχε στο τέλος ο βοσκός από τον μύθο του Αισώπου. Κυρίως στον δημόσιο βίο. Να το χρεωθούμε, στην ύστατη ανάγκη. Πιστεύω στην ατομική αξία. Ο καθένας πρέπει να κάνει όσο καλύτερα γίνεται αυτό που ξέρει να κάνει. Όλα είναι μετρήσιμα και ο καθένας μετριέται γι’ αυτά που κάνει. Η ασωτία πληρώνεται. Είναι πολύ αξιοπρεπές να έχεις την κουλτούρα της συγγνώμης.

Αήττητη δύναμη όμως είναι η βλακεία… 
Ενας έξυπνος άνθρωπος -δεν μιλάω για καπάτσους, επιδέξιους, πονηρούς- είναι καταδικασμένος να πάει στην καλοσύνη, αλλιώς δεν είναι έξυπνος. Δεν ισχύει ότι η αήττητη δύναμη είναι η βλακεία· αήττητη δύναμη είναι η καλοσύνη.

Τι πιτσιρικάς ήσουν εκεί στο Ναύπλιο; Μελετηρός; 
Οχι, καθόλου! Ήμουν καλός στο ποδόσφαιρο, στο βόλεϊ, αλλά εκεί που είχα μεγάλο ταλέντο ήταν το διάλειμμα! Ήμουν του δρόμου. Εξάλλου και η στιχουργική είναι το ποίημα που βγήκε να τραγουδήσει στον δρόμο. Μεράκλωσε, ερωτεύτηκε, ρε παιδί μου, πώς το λένε…! Αρκούσε να περάσεις απέναντι στον δρόμο τότε και γίνονταν θαύματα. Πιανόσουν από τον αέρα και ανέβαινες. Χωρίς σκαλωσιά. Το Ναύπλιον ήταν και είναι μια πόλη πένθους, καμία σχέση με την πόλη που είναι τώρα. Δεν είναι κομπολόγια και Σαββατοκύριακο. Είναι τα κάστρα, οι φυλακές, οι τελευταίοι θανατοποινίτες, η Ακροναυπλία και άλλα πικρά φαρμακωμένα μέρη.

Και πώς έγινε και όλες αυτές τις εικόνες τις πέρασες σε στιχάκια και γραπτά; 
Έγινε την εποχή που «τα χρειάστηκα» και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οταν ανέβηκα στην Αθήνα. Στο πανεπιστήμιο, όπως όλοι μας τότε. Προσπάθησα να σπουδάσω οικονομικά -καμία σχέση-, όχι γιατί το ήθελα, αλλά υπήρχε ένα αίτημα τότε να περάσουμε όλοι στο πανεπιστήμιο. Δεν ήμουν της μουσικής· γενικά όταν είσαι και 18 χρόνων δεν είσαι και τίποτα. Όλα είναι μπροστά σου. Το θέμα είναι να ανοίξεις τα αυτιά σου να τα δεις. Τώρα που αραιά και πού πηγαίνω κρυφά, παράνομα σχεδόν, στο Ναύπλιον -από το -ν- στο τέλος θα καταλάβεις αν κάποιος είναι Ναυπλιώτης, έτσι προδίδεται κανείς-, προσπαθώ να δω, να βρω τα μέρη εκείνα. Υπήρξαν ποτέ; Οι τόποι, οι άνθρωποι, τα παλιά γκαρσόνια, τα εστιατόρια, τα συνεργεία, οι ταξιτζήδες, οι δικηγόροι έξω από το δικαστικό μέγαρο, οι μεγάλες δίκες, τα σκαλοπάτια, τα αγάλματα, το παζάρι του Σαββάτου, ο ήχος από τα ζάρια στην ατελείωτη παρτίδα τάβλι των πυροσβεστών κάτω ακριβώς από το Παλαμήδι; Όλα αυτά τα βρήκα κατατεθειμένα στον πρώτο τραπεζικό μου λογαριασμό στην Αθήνα.

Τώρα μπορώ να το πω, μου αρέσει το θέατρο πολύ. Τώρα λέω ευτυχώς που έμπλεξα μ’ αυτό το… τσιγάρο. Το μόνο ταλέντο που είχα τότε ήταν ότι περπατούσα, διάβαζα και δούλευα

Έρχεσαι όμως για να σπουδάσεις οικονομικά και τελικά γίνεσαι ηθοποιός… 
Ναι, πήγα στη σχολή του Πέλλου Κατσέλη. Καμία σχέση δεν είχα με το θέατρο. Να φανταστείς ότι ήμασταν δίπλα στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και επειδή δούλευα στα εστιατόρια δεν μπορούσα να πάω στις παραστάσεις. Αναδρομικά κατάλαβα ότι έχω σερβίρει πολλές διασημότητες της εποχής. Μετά με μερικούς έπαιξα κιόλας!

Και δεν σε πείραζε που έπρεπε να δουλεύεις; 
Οταν «φαρμακωνόμουν» εγώ ήξερα πού θα βρω το αντίδοτο. Σαν το αγριοκάτσικο που τρώει ένα συγκεκριμένο χόρτο όταν το τσιμπούν τα φίδια και γίνεται καλά.

Πολύ σημαντικό αυτό, να μου το μάθεις και ‘μένα… 
Οι ανάγκες σε κάνουν να το βρεις…

Πώς και δεν έγινες ηθοποιός λοιπόν; 
Δεν είχα κανένα ιδιαίτερο ταλέντο ως ηθοποιός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο με αγάπησαν οι δάσκαλοί μου πολύ. Ο Κατσέλης, ο Βογιατζής, ο Παπαβασιλείου, σοβαροί άνθρωποι. Με δυσκόλεψαν πάρα πολύ και τους ευγνωμονώ. Τώρα μπορώ να το πω, μου αρέσει το θέατρο πολύ. Τώρα λέω ευτυχώς που έμπλεξα μ’ αυτό το… τσιγάρο. Το μόνο ταλέντο που είχα τότε ήταν ότι περπατούσα, διάβαζα και δούλευα.

Τώρα που σκηνοθετείς δικές σου παραστάσεις θυμάσαι κάτι που σου έχει μείνει από εκείνα τα πρώτα χρόνια του θεάτρου; 
Θυμάμαι πολλά λόγια των δασκάλων μου. Είναι «παρόντες» στις πρόβες που κάνω και ειδικά οι νεκροί πολύ πιο παρόντες. Τώρα που απαγορεύεται το τσιγάρο, εγώ βλέπω ακόμα τον καπνό από το τσιγάρο τους -ήταν όλοι καπνιστές- τις ώρες της πρόβας. Παρ’ όλο που εγώ δεν καπνίζω, αυτοί ας καπνίζουν όσο θέλουν, τους χρειάζομαι.

Το ’87 αρχίζεις και γράφεις στιχάκια. Πώς έγινε; 
Γνώρισα τον Νίκο [Ξυδάκη] και έγινε. Μέσω του Χρήστου Βακαλόπουλου. Κάναμε παρέα, πηγαίναμε στα ίδια στέκια. Τότε η Σόλωνος, η Ακαδημίας ήταν πιο «παχύρρευστοι» δρόμοι. Για να κατέβεις προς τα Εξάρχεια ήθελες μία ώρα γιατί όλο και κάποιος γνωστός θα σε σταματούσε. Άκουγε λοιπόν ο Βακαλόπουλος -μεγάλη απώλεια που πέθανε νέος- που έλεγα διάφορες ιστορίες και μου λέει«Αυτά που λες είναι σαν τραγούδια, δεν τα κάνεις στιχάκια; Ψάχνει ο Ξυδάκης για στίχους…», και τότε του έδωσα το «Ένα όχι», που λέει η Ελευθερία [Αρβανιτάκη]. Και μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο Νίκος και μου λέει: «Για άκουσε κάτι…» και μου βάζει το τραγούδι. Ε, μετά σιγά σιγά ήρθαν κι άλλα. Περπατούσαμε στους δρόμους της Αθήνας και γράφαμε τραγούδια.

Ο Ξυδάκης από το Κάιρο, εσύ από το Ναύπλιο, στο Χαρτούμ πώς φτάσατε και μας δώσατε αυτό τον υπέροχο δίσκο; 
Α, ήταν ένας πρόγονός μου εκεί. Υπήρχε παλιά ένας τυχοδιωκτισμός στην οικογένεια! Μακάρι να είχα κι εγώ λίγο…

Πάντως από τη διαδρομή σου στα περιφερειακά θέατρα έχεις αποδείξει πως θάρρος έχεις! 
Θέλει θάρρος, αλλά ίσως και μια αποκοτιά! Και μια άγνοια κινδύνου.

Στη στιχουργική έχεις υπογράψει σημαντικές δουλειές. Φαντάζομαι ότι σου ζητούν πολλοί καλλιτέχνες στίχους… 
Γενικά δεν δίνω πάρα πολλά. Δίνω σε ανθρώπους που νιώθω μια συγγένεια και μια εκτίμηση. Απέφυγα τα πιο εμπορικά. Δεν ξέρω αν έκανα καλά. Εξάλλου είχα καλομάθει με τον Νίκο Ξυδάκη. Εχει σημασία πώς ξεκινάς. Πάντως τώρα είχα την τύχη να μου ζητήσει στίχους ο Σταύρος Ξαρχάκος και αυτό μου ξαναγέννησε την επιθυμία να γράψω. Και γράφω, έχω πάρει πάλι τους δρόμους. Γράφουμε κάποια «λαϊκά» τραγούδια με τον Φώτη Σιώτα, αλλά και κάποια άλλα με τον Ορφέα Περίδη.

Και το θέατρο; Πώς προχώρησες; 
Μου άρεσε να παίζω καμιά φορά στο θέατρο. Ιδιαίτερα όταν ήμουν στα χέρια καλών σκηνοθετών έπαιρνα λίγο θάρρος, λίγο αέρα. Τότε δεν πίστευα ότι έκανα για το θέατρο, είχα μεγάλες αμφιβολίες, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι πολλοί άνθρωποι που δεν κάνουν για το θέατρο είναι πολύ χρήσιμοι στο θέατρο. Ίσως πιο πολύ κι από αυτούς που «κάνουν» για θέατρο. Τώρα πια που μεγάλωσα ας μου επιτραπεί να το πω.

Τι χρειάζεται λοιπόν το θέατρο; 
Ορμή, μυαλό και οπωσδήποτε κάποια «ελαφράδα». Μα πάνω από όλα ζωτικότητα, ζωντάνια. Κάτι που δεν αποκτιέται. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Είναι σαν το χρώμα των ματιών σου.

Καλά, τι έλεγαν οι άνθρωποι οι δικοί σου που σε έστειλαν στην Αθήνα για να σπουδάσεις οικονομικά και άρχισες να γράφεις τραγούδια και να τρέχεις στα θέατρα; 
Δεν έλεγαν τίποτα, με είχαν βάλει στην προσευχή τους. Κάποια κατάρα που τη γύρισα ευτυχώς σε ευχή με πήγαινε και έφτασα εδώ που έφτασα. Δεν ήταν θέμα τύχης. Με τη λέξη «τύχη» είμαι πολύ προσεκτικός. Δεν υπάρχει τύχη έξω από ‘μας. Είναι μια διεργασία που υπάρχει μέσα μας βαθιά. Δουλεύει μέσα σου και σε πάει κάπου. Έπρεπε να φτιάξω μόνος μου και το ποτάμι και το βαρκάκι και το κουπί και το πανί και το ναυτόπουλο και το τραγούδι του. Αυτό για ‘μένα ήταν τύχη. Η ανάγκη μου έγινε η τύχη μου.

Για ‘μένα πατρίδα είναι ο τόπος όπου εργάζομαι, όπως η Καβάλα, που ζω τόσα χρόνια εκεί. Είμαι ευγνώμων σ’ αυτή την πόλη γιατί μου επιτρέπει να ζω με τις «αγάπες» μου, όπως το Φεστιβάλ Φιλίππων

Ποιος είναι ο καλός σκηνοθέτης; 
Όσο μεγαλώνεις γίνεσαι και λίγο πατέρας με την κλασική έννοια, τη συγχωρητική, την τιμωρητική… Ο καλός σκηνοθέτης το έχει αυτό. Είναι μια ποιητική υπόθεση η σκηνοθεσία. Ενα τραγούδι φτιάχνεις κι εκεί. Είναι και επικίνδυνο βέβαια αυτό για ‘μένα. Μπορεί εύκολα να ξεχαστείς…

Το πρώτο βιβλίο με πεζά που γράφεις είναι «Τα πορτοκάλια της παλιάς Επιδαύρου». Και στο καινούργιο βιβλίο βλέπουμε πάλι ιστορίες με πορτοκάλια! 
Δεν είναι πορτοκάλια, είναι άνθρωποι. Είναι τα χέρια που τα ξεκούμπωσαν, τα χέρια που τα ξεφλούδισαν, τα χέρια που σου τα έβαλαν πρώτη φορά στα χείλη.

Σε κέρδισε όμως ο Βορράς τα τελευταία χρόνια… 
Είμαι ευγνώμων στον Βορρά, γιατί εκεί ζω και εργάζομαι. Ο άνθρωπος έχει πολλές πατρίδες. Και στη γη του πυρός να πήγαινα δεν θα καιγόμουνα. Θα τα κατάφερνα. Για ‘μένα πατρίδα είναι ο τόπος όπου εργάζομαι, όπως η Καβάλα, που ζω τόσα χρόνια εκεί. Είμαι ευγνώμων σ’ αυτή την πόλη γιατί μου επιτρέπει να ζω με τις «αγάπες» μου. Όπως το Φεστιβάλ Φιλίππων, που το κάνουμε για δέκατη χρονιά φέτος. Η δήμαρχος, η κυρία Τσανάκα, δείχνει εμπιστοσύνη σ’ αυτό που κάνουμε και αυτό για ‘μένα δεν είναι καθόλου αυτονόητο.

Υπάρχει μοναξιά όμως σε σχέση με την κεντρική διοίκηση; Ή τελικά είναι δυνατό να έχει αυτάρκεια μια τοπική κοινωνία, τουλάχιστον στον τομέα του πολιτισμού; 
Θα πρέπει να βάλουμε κάποιες καινούργιες ερωτήσεις σ’ αυτό το θέμα και να τις διερευνήσουμε. Τι είναι ένα δημοτικό περιφερειακό θέατρο; Είναι ένα θέατρο που πρέπει να αλληθωρίζει προς το κέντρο; Να διεκδικεί μόνο συνεργασίες με την Αθήνα ή τα μεγάλα φεστιβάλ; Να δέχεται επώνυμους σκηνοθέτες και ουσιαστικά να βάζει μόνο το όνομά του σαν φτωχός συγγενής; Ή να παράγει;Εγώ είμαι υπέρ της τοπικής παραγωγής, της τοπικής ματιάς, η οποία όμως συνομιλεί με ανοιχτούς ορίζοντες. Να υπάρχει ποιότητα και όχι γραφικότητα. Είμαι πολύ χαρούμενος για την παράσταση που ανεβάζουμε τώρα, «Η βιογραφία του πατρογονικού». Μιλάει για την Καβάλα. Για την Καβάλα του Κόσμου. Κεφαλαίο το Κ. Είναι η δική μας τοπική ματιά, αλλά με ορθάνοιχτα τα παραθυρόφυλλα. Νιώθω ευγνωμοσύνη για όλους τους συνεργάτες μου σ’ αυτή τη δουλειά και κυρίως για τον Ανδρέα Γεωργιάδη που είναι ο σκηνογράφος της παράστασης. Είναι μια παράσταση που έχει μέλλον.

Πες μας γι’ αυτήν την παράσταση… 
Είναι η ιστορία ενός σπιτιού από το 1903 μέχρι σήμερα και δύο οικογενειών. Των κτητόρων και της οικογένειας που το αγόρασε και το κατοικεί ώς τώρα. Οι κτήτορες ήταν παλιοί Σουλιώτες που όταν το 1803 ο Αλή Πασάς τους ξερίζωσε, πήγαν στην Κέρκυρα και μετά βρέθηκαν να πολεμάνε στο Μεσολόγγι. Εκεί σκοτώθηκαν αρκετοί από την οικογένεια. Με αφορμή τον Κριμαϊκό πόλεμο ο Όθωνας έστειλε τον Καρατάσο στη Μακεδονία και πήγαν και αυτοί εθελοντές, στη Χαλκιδική. Επειδή όμως φοβούνταν οι Αγγλογάλλοι την προέλαση των Ρώσων, ο Όθωνας τους γυρίζει πίσω, αλλά οι τρεις Σουλιώτες μένουν εκεί επειδή ο ένας είναι τραυματισμένος. Μαθαίνουν για τα καπνοχώραφα στο Παγγαίο, που είναι υπό οθωμανική κυριαρχία. Δουλεύουν εκεί ως καπνοσυλλέκτες, αλλάζουν το επώνυμό τους από Σούλος σε Σούλας, γιατί είναι Αρβανίτες ορθόδοξοι. Κουβαλάνε μαζί τους ένα χειρόγραφο του 16ου αιώνα. Είναι αναλφάβητοι και στα περιθώρια αυτού του χειρογράφου ζητούν να τους γράψει όποιος ξέρει ημερομηνίες σημαντικές για την οικογένεια, γεννήσεις, θανάτους… Η οικογένεια αυτή, για να μην τα πολυλογώ, εργάζεται, κάνει χρήματα. Εμπλέκεται σε λαθρεμπόριο καπνού. Είναι τολμηροί, θέλουν να φύγουν από την κάτω μοίρα. Το σπίτι αργότερα περνάει στα χέρια της οικογένειας Παπανικολάου. Ξεκίνησαν κι αυτοί «ξυπόλητοι» από το Ροδολίβος Σερρών για να δουλέψουν στη γη της επαγγελίας, τα καπνεργοστάσια της Καβάλας, και πρόκοψαν. Είναι μια παράσταση που την αγκάλιασε όλη η πόλη της Καβάλας, είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό. Θα επαναληφθεί τον Οκτώβρη.

Όλα είναι μετρήσιμα και ο καθένας μετριέται γι’ αυτά που κάνει. Η ασωτία πληρώνεται. Είναι πολύ αξιοπρεπές να έχεις την κουλτούρα της συγγνώμης

Θοδωρή, πού γράφουν οι ποιητές και στιχουργοί; Χρειάζονται έναν χώρο απομόνωσης; 
Μπορείς να γράψεις και πάνω στο φτερό του καρχαρία. Ο ποιητής είναι σε μια σύνδεση, είναι μια ενέργεια ο ίδιος.

Τι ετοιμάζεις τώρα; 
Ετοιμάζω κάποια πεζά, κάποια κείμενα που είναι πολύ πιο κοντά στο θέατρο. Σαν τον προφορικό λόγο, χωρίς σημεία στίξης. Και έμμετρα ποιήματα που είναι αφιερωμένα σε ένα σημαντικό πρόσωπο για μένα.

Υπάρχει κάποιο μεγάλο έργο που θέλεις πολύ να ανεβάσεις; 
Υπάρχει, αλλά σκέφτομαι μια φράση που έχει πει ο Τερζάκης: «Τα μεγάλα έργα δεν είναι για τις μεγάλες φιλοδοξίες, είναι για τα μεγάλα τάλαντα», και καμιά φορά τα μεγάλα έργα καλύτερο είναι να τα διαβάζεις παρά να τα ανεβάζεις. Όπως τον Τσέχοφ, τους αρχαίους τραγικούς, και τον Σέξπιρ που εδώ και τετρακόσια χρόνια τα έχει πει όλα. Το καλοκαίρι θα κάνουμε μια μικρή «αποκοτιά», θα δοκιμάσουμε κάτι πάνω στον Οιδίποδα για το Φεστιβάλ Φιλίππων, σαν μια μικρή αμήχανη ανασκαφή.

Τελειώνοντας, σου έχει μείνει κάτι έντονα από τη «Βιογραφία του πατρογονικού»; 
Αυτό που αναφέρεται στο σκηνοθετικό σημείωμα: «Και αν μας επιτρέπεται να πούμε και κάτι ακόμα, η εξαιρετική αυτή ιστορία, η «Βιογραφία του Πατρογονικού» της Μάγκυς Κριθαρέλλη, μας ξαναθυμίζει πως οι άνθρωποι που πεθαίνουν στηρίζονται από την παρουσία αυτού στο οποίο πίστεψαν, και αυτό τους αναλαμβάνει -σαν τους αγγέλους-, αυτό είναι που κρατά τα έργα τους όρθια. Το αίμα και το χρυσάφι τους.