«Η Βιογραφία του Πατρογονικού»: Και γιατί όχι στο Φεστιβάλ Αθηνών;

Το βλέμμα των αθηναϊκών ΜΜΕ παραμένει στραμμένο στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας μέσα από την οποία «η βιογραφία της Κριθαρέλλη γίνεται από τον Γκόνη ποίηση επί σκηνής»

Η «Βιογραφία του Πατρογονικού» της Μάγκυς Κριθαρέλλη σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη και παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας συνεχίζει να προκαλεί αίσθηση στα αθηναϊκά ΜΜΕ. Αυτή τη φορά κάνει focus στην παράσταση η Εφημερίδα των Συντακτών, με τον συντάκτη του σχετικού άρθρου, Γρηγόρη Ιωαννίδη, να κάνει και μια ενδιαφέρουσα πρόταση

Το αφιέρωμα στην παράσταση από την ΕΦΣΥΝ

Το σύντομο πέρασμα του Δημοτικού Θεάτρου της Καβάλας από το Ίδρυμα Κακογιάννη στον Ταύρο, για ένα μόνο Σαββατοκύριακο και δύο παραστάσεις, έμοιαζε με ηρεμιστική ένεση στη μεγαλόσχημη, αλαφιασμένη σκηνή μας. Η επαρχία μοιάζει να μας δανείζει για λίγο το σεμνό βλέμμα της για να κοιτάξουμε ήρεμα με αυτό κάποτε το δικό μας «πατρογονικό», πιθανόν ένα από τα σπίτια που χάσκουν στο βήμα μας, κουφάρια εγκαταλειμμένα σε ξεχασμένους καιρούς.

Στην περίπτωση, όμως, του αιωνόβιου «πατρογονικού» της Καβάλας, συνέβη η ευτυχής εξαίρεση στον κανόνα της αντιπαροχής. Το σπίτι αυτό, που χτίστηκε κοντά στα 1900, δεν στερήθηκε έκτοτε ποτέ την ανθρώπινη παρουσία, ούτε και τη μνήμη των φωνών που αντιλάλησαν κατά καιρούς οι τοίχοι του. Στέκει ακόμα αγέρωχο στο κέντρο της Καβάλας, ευτύχησε, μάλιστα, να δει πρόσφατα το δικό του «χρονικό» τυπωμένο. Η «Βιογραφία του Πατρογονικού» της Μάγκυς Κριθαρέλλη περιγράφει την ιστορία αυτού του αρχοντικού και των οικογενειών που το έχτισαν και το κατοίκησαν μέσα στους χρόνους. Με αυτόν τον τρόπο το σπίτι στην οδό Βύρωνος 2α γίνεται κάτι πιο ελαφρύ από ένα οικοδόμημα, κάτι πιο ευκίνητο από ένα «ακίνητο». Γίνεται κάτι σπουδαιότερο. Αποκτά την ιδιότητα ενός σημείου αναφοράς, που κι αν μένει σταθερό στον χώρο, κινείται μέσα στον χρόνο, μεταφέροντας στην κιβωτό του τις μυστικές φωνές των ανθρώπων και το φως από τα αναμμένα καντηλάκια τους.

Γι’ αυτό αν και το σπίτι έχει προφανώς τη δική του «ιστορία», δεν είναι η ιστορία του που ενδιαφέρει πρωτίστως. Σαν κάτι παλιό και κάτι που διασώθηκε, που άντεξε και που κράτησε, διατηρεί στο κέντρο του ένα παλιό εκκρεμές. Με αυτό το εκκρεμές αναμετρήθηκαν πρόσωπα που πέρασαν από το σπίτι και περπάτησαν στον δρόμο του, που το κατοίκησαν και στάθηκαν για λίγο στον ίσκιο του, που κοίταξαν κάποτε από τη δική του θέση την πόλη της Καβάλας που ανοίγεται μέχρι τη θάλασσα. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο η ιστορία του σπιτιού, λοιπόν, όσο το κάτι αυτό βαθύ και ποιητικό αναμέτρημα του χρόνου που κλείνει η σιωπή του.

Τη σιωπή και την ποίηση ανεβάζει η παράσταση του Θοδωρή Γκόνη στο ΔΗΠΕΘΕ της Καβάλας. Τυπικά η παράσταση είναι στημένη σαν θέατρο-ντοκουμέντο, φόρμα που αγαπάει ιδιαίτερα ο Γκόνης και έχει εφαρμόσει και σε παλιότερες δουλειές του. Στη σκηνή τη φορά αυτή παρουσιάζεται ο σκελετός του «όποιου» σπιτιού, με το ιδεατό σχήμα της παιδικής αθωότητας (σκηνικά και κοστούμια του Ανδρέα Γεωργιάδη, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα). Μπροστά σε αυτό οι δύο «αφηγητές-παρουσιαστές», Ελένη Μαβίδου και Παύλος Σταυρόπουλος, θα αφηγηθούν την ιστορία της πρώτης οικογένειας από το Σούλι, που κάποια στιγμή κατέληξε κυνηγημένη από Τούρκους και δαίμονες στην Καβάλα, πλούτισε γρήγορα με τα καπνά της, έχτισε αυτό το σπίτι και το χάρηκε μέχρι τη δεκαετία του 1930.

Και αφηγούνται ύστερα την ιστορία της επόμενης οικογένειας, που ανέλαβε να ανακαινίσει το αρχοντικό στη συνέχεια, και ευτύχησε να πορευτεί με αυτό μέχρι σήμερα, που μια απόγονος της οικογένειας το παραδίδει με το βιβλίο της, στην ιστορία της πόλης.

Όσο κρατάει η παράσταση, πάνω στην επιφάνεια του σπιτιού προβάλλονται ντοκουμέντα και τεκμήρια της εποχής, φωτογραφίες και βίντεο, κάποια γεμάτα συγκίνηση, σαν το παλιό εκείνο Ευαγγέλιο από το Σούλι που στα περιθώριά του σημείωναν ευλαβικά τα γεγονότα της οικογένειας, μαζί με τις αποφάσεις, τις σκέψεις και τις ευχές της. Και βέβαια κοντά σε αυτά όλα, αλογόκριτα και αδιάκριτα, τα σημάδια της ίδιας πάντα καπάτσας φυλής, το ίδιο πάντα δημιουργικής και «ευέλικτης» σε ζητήματα νομιμότητας.

Το σπίτι, λοιπόν, χτίστηκε πριν από 113 χρόνια και από τότε βλέπει από τη θέση του την ιστορία της πόλης του και όλης της Ελλάδας. Διασχίζει τα γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου και του Εμφυλίου, ζει την εμπλοκή της Βουλγαρίας και συμμετέχει στα δεινά που πέρασαν οι πληθυσμοί της Μακεδονίας από τη διπλή Βουλγάρικη Κατοχή. Αποτίει φόρο τιμής στους χαμένους πατριώτες του μετώπου και φτάνει μέχρι τα χρόνια της καχεκτικής μας δημοκρατίας, με το ρήγμα να ανοίξει μέσα στην ίδια οικογένεια και στο σπίτι, ανάμεσα στα αδέλφια.

Η αλήθεια είναι ότι παλιότερα είχαμε δει από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου μια παράλληλη θεματικά ανάγνωση, ιδωμένη τότε από τη μεριά βιοπαλαιστριών που ζούσαν δουλεύοντας στα καπνά του Αγρινίου. Τώρα βλέπουμε την ιστορία της πόλης από τη μεριά δύο πολύ πιο ευκατάστατων οικογενειών της, καπνεμπόρων, γεγονός που τέλος πάντων θα μπορούσε να οδηγήσει αρκετούς σε ενοχλητικούς συνειρμούς. Κι όμως όποια «ταξική» σκέψη πέρασε από το μυαλό -κι επόμενο ήταν-, εξαϋλώθηκε στο βλέμμα του πέτρινου πατρογονικού. Στην ελπίδα των ανθρώπων που κτίζουν σπίτια για να στεριώσουν με αυτά τη ζωή τους και στο πέρασμα του χρόνου που ξεριζώνει τελικά ζωές μαζί και ανθρώπους.

Θέλω να πω ότι ο Γκόνης διάβασε τη βιογραφία της Κριθαρέλλη και τη δίδαξε σαν ποιητής. Καθώς βλέπαμε «το πατρογονικό» να περιστρέφεται στη σκηνή του Κακογιάννη γύρω από τον άξονά του, να φεγγίζει τις εικόνες των ανθρώπων και να αντηχεί τα λόγια τους -μέχρι να εμφανιστεί στο τέλος το ίδιο, συγκεκριμένο σπίτι μέσα στο σκηνικό-, νιώθαμε πως δεν είμαστε εμείς, αληθινά, που κοιτάμε το σπίτι της Βύρωνος 2α. Είναι το σπίτι που μας βλέπει.

Θέλω να σταθώ όμως και σε κάτι ακόμη. Στο ότι υπάρχει στην ίδια τη φόρμα της παράστασης, σε αυτό που τόσο γενικά περιγράφουμε σαν «θέατρο ντοκουμέντο», κάτι αληθινά ενδιαφέρον. Ο Γκόνης έχει δουλέψει πολύ πάνω στο είδος και έχει καταλήξει σε μια αξιόλογη, δική του υφολογία, που φαίνεται στη διάταξη των πληροφοριών και στην εναλλαγή τους, στα ντοκουμέντα που στήνονται σαν σκαλωσιά για να ανεβούμε με αυτά μέχρι την κορυφή του πατρογονικού. Και να τα αφήσουμε έπειτα πίσω μας.

Για να δούμε προφανώς από εκεί ψηλά τη θέα… Σαν σύλληψη και υλοποίηση αξίζει πέραν κάθε αμφιβολίας τον έπαινο. Αυτή η παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ κάνει επί σκηνής ποίηση. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που χωρίς ίχνος εύκολης συγκίνησης το «Βιογραφικό του πατρογονικού» δρα μέσα μας τόσο θεραπευτικά, τόσο καταπραϋντικά. Παρηγορητικά.

Αξίζει να συναντήσουν κι άλλοι το βλέμμα της. Μακάρι το Φεστιβάλ Αθηνών να συμπεριλάβει την πρόταση της Καβάλας στο πρόγραμμα της Πειραιώς το καλοκαίρι. Θα θυμηθούμε ίσως τότε τον ποιητή: «Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων…».

…Σαν τα χαϊδέψει -συνεχίζει- κάποια ανταύγεια.