Ένα «σφαγείο» που… «σκίζει» στην Αθήνα και διαφημίζει το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο πανελλήνιο

Η παράσταση του Θοδωρή Γκόνη «γεμίζει» το ιστορικό Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής και αποσπά θετικές κριτικές στον αθηναϊκό Τύπο

Παρόλο που έκανε «όψιμη» –για τα δεδομένα της αθηναϊκής θεατρικής σεζόν– πρεμιέρα στις 6 Μαΐου 2022, «Το σφαγείο του έρωτα», η παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας [σε συνεργασία με την εταιρία Λυκόφως], φαίνεται να κερδίζει το διπλό «στοίχημα» κριτικής και κοινού…

Η παράσταση σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη, βασισμένη σε κείμενα του Παντελή Μπουκάλα, «γεμίζει» τέσσερις φορές την εβδομάδα την πλατεία του εμβληματικού Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής στην Κυψέλη [παραστάσεις κάθε Παρασκευή, «διπλή» το Σάββατο και Κυριακή] σε μια εποχή αντικειμενικά «δύσκολη».

Το κοινό της Καβάλας είχε την τιμή και τη χαρά να δει πρώτο το «Σφαγείο» τον περασμένο Απρίλιο στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου και τώρα ήρθε η στιγμή να ανακαλύψει την παράσταση και η Αθήνα, στο πλαίσιο μιας κίνησης εξωστρέφειας του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.

Διαβάστε τι έγραψαν τα αθηναϊκά ΜΜΕ σε μερικές από τις κριτικές για «Το σφαγείο του έρωτα»:

Ιωάννα Βαρδαλαχάκη: Γιατί δεν πρέπει να χάσεις αυτή την παράσταση…

Τη σκότωσε από ζήλια, γιατί τον απατούσε, προληπτικά, γιατί φόραγε ευρωπαϊκά ρούχα, γιατί τον αρνήθηκε, για λόγους τιμής, για…, για…, για… Δικαιολογίες υπάρχουν πάντα πολλές, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, η κακοποίηση, ο βιασμός, ο φόνος μιας γυναίκας στο σώμα της οποίας διαγράφεται η εξουσία που προστάζει η κοινωνία που οπλίζει το χέρι του συζύγου, του εραστή, της ίδιας, του αδερφού, του πατέρα, της μάνας, όλου του σογιού.

Μόλις προσφάτως μάθαμε να λέμε τη λέξη γυναικοκτονία, όμως πώς έχουμε φτάσει ως εδώ; Αυτή την πορεία επιδιώκει να ακολουθήσει η παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες από τα δημοτικά τραγούδια όπως τα μελέτησε και τα τοποθέτησε στο χάρτη ο Παντελής Μπουκάλας, στο έργο του «Το αίμα της αγάπης».

Χρησιμοποιώντας τη ραχοκοκαλιά του έργου του Μπουκάλα, ο Γκόνης μαζί με τους Ελένη Στρούλια και Ανδρέα Ανδρέου καταλήγουν σε ένα κείμενο που συνδυάζει την παράδοση των δημοτικών τραγουδιών και τη δραματοποιημένη απόδοση της μελέτης για τις αφηγήσεις αυτών των τραγουδιών με δοκίμια, τις Χίλιες και μία νύχτες, τη σύγχρονη μουσική και τα ρεμπέτικα .

Επί σκηνής, τα συστατικά που κάνουν τη διαφορά σε αυτή την αντιστικτική χρήση των διαφορετικών στοιχείων που συνδυάζονται είναι η ειρωνεία και το χιούμορ  Ταιριαστή είναι επίσης η χρήση της τοπικής διαλέκτου, κι ας επιβαρύνει κάποιες φορές την κατανόηση της αφήγησης.

Πηγή: clickatlife.gr

Μάρω Βασιλειάδου: Το «Σφαγείο» δανείζεται στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάματος και μας σπρώχνει στην επικράτεια του πόθου και του πάθους…

«Ας αποφασίσουμε ποτέ να μην εμπιστευτούμε πια την καρδιά μας σε γυναίκα», ακούγεται στην αρχή. Και αργότερα: «Η γυνή είναι η κλέπτρια της ζωής. Η γυνή είναι η βακτηρία του διαβόλου. Η γυνή είναι άφευκτον παράπτωμα».

Τη μικρή σκηνή του Θεάτρου οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» μοιράζονται τρεις θαυμάσιοι ηθοποιοί –η Αννα Καλαϊτζίδου, ο Μιχάλης Τιτόπουλος, η Μαρία Χάνου– και τρεις ταλαντούχοι μουσικοί – η Αθηνά Λαμπίρη, ο Τάσος Μισυρλής και ο Δημήτρης Χατζηζήσης. Περίπου μία ώρα κρατάει η παράσταση και στη διάρκειά της οι ηθοποιοί δίνουν τον λόγο στους μουσικούς, σε ένα διάλογο με πρόζα και τραγούδια, μια καλοκαρδισμένη θεατρική σύνθεση που αναπτύσσεται αβίαστα και με γοργό ρυθμό. Το κουβάρι της αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται με ένα σφύριγμα – άλλοτε ως θεατρικό αναλόγιο, άλλοτε ως απαγγελία ποιημάτων και άλλοτε ως ηλεκτρισμένη ροκ συναυλία. Μέσα στο φωτισμένο κάδρο από νέον που θα ταίριαζε σε μουσική σκηνή, «Το σφαγείο του έρωτα» δανείζεται στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάματος και μας σπρώχνει, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με σκληρότητα και πόνο, στην επικράτεια του πόθου και του πάθους.

Ο έρωτας ή ο θάνατος βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του έργου; Είναι η ανδρική παραφορά, η γυναικεία απιστία ή οι παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις που μετατρέπουν εκείνον σε θύτη κι εκείνη σε θύμα; Εντέλει, όλα αυτά είναι τόσο παλαιά όσο ένα ξεπερασμένο εγχειρίδιο ανθρώπινης φυσιολογίας του 19ου αιώνα, τόσο ελληνικά όσο η δημοτική μας ποίηση –από τις παραλογές έως το καθαυτό ερωτικό τραγούδι– ή τόσο σύγχρονα όσο οι στίχοι της ροκ μουσικής που ακούμε, ή οι λέξεις των αστυνομικών ρεπορτάζ που διαβάζουμε;

«Το σφαγείο του έρωτα» βασίζεται στο «Αίμα της αγάπης» του Παντελή Μπουκάλα, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Στη μελέτη «Αίμα της αγάπης» (εκδ. Αγρα) –με υπότιτλο «Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση»– ο δημοσιογράφος και βραβευμένος ποιητής συνεχίζει την έρευνά του πάνω στο δημοτικό τραγούδι και στις επώνυμες διακλαδώσεις του, κινούμενος εδώ στην «επικράτεια του έρωτα», που είναι «κατακόκκινη από το αίμα που ρέει εντός της άφθονο και ακατάσχετο», όπως σχολιάζει ο ίδιος. «Η φυσικότητα του έρωτα είναι η υπερβολή, η παραφορά. Στο σφαγείο του έρωτα, έτσι όπως το εικονογραφούν τα δημοτικά τραγούδια της αγάπης και οι συγκλονιστικές παραλογές, επικυρώνονται με τρόπο εναργή, αν όχι σκληρό, οι περίφημοι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού: “Ερως και Χάρος πάντοτε / δουλεύουν εδώ κάτου”», συμπληρώνει.

Με αφετηρία το συγκεκριμένο υλικό εκκινεί ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, που μαζί με την Ελένη Στρούλια και τον Ανδρέα Ανδρέου επεξεργάστηκαν δραματουργικά την έμπνευσή τους. Τα κείμενα του έργου προέρχονται βεβαίως από τη δημοτική ποίηση, αλλά επίσης από παραμύθια και δοκίμια πάνω στις σχέσεις των φύλων. Ο Γκόνης, φανατικός θαμώνας των παλαιοβιβλιοπωλείων, ανέσυρε από την πλούσια βιβλιοθήκη του καλοδιαλεγμένα κείμενα για να «συνομιλήσουν» με τη δημοτική ποίηση: «Τα μυστήρια του συζυγικού έρωτος» του Γεωργίου Ν. Κυριακίδου (1882), τη «Φυσιολογία της γυναικός» του Πάολο Μαντεγκάτσα (1902), τα «Παραμύθια της Χαλιμάς» και «Τα παραμύθια του Περώ». Στο σκηνικό αποτέλεσμα είναι καθοριστικός ο ρόλος του συνθέτη Φώτη Σιώτα, ο οποίος υπογράφει τη μουσική της παράστασης συνδέοντας με ήχους τα κειμενικά περάσματα από το λόγιο στο λαϊκό και από το παραδοσιακό στο σύγχρονο.

Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή

Όλγα Σελλά: Ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα με τον τρόπο του θεάτρου και με τον τρόπο της μουσικής…

Τι μπορεί να ιστορήσει πιο άμεσα, πιο ουσιαστικά, πιο βαθιά, αλλά και πιο τρυφερά –κι ας μοιάζει οξύμωρο- το απόλυτο κακό, την απόλυτη φρίκη, την απόλυτη βία; Η ποίηση και  η μουσική διεκδικούν τον πρώτο ρόλο και με τον δικό τους τρόπο η καθεμιά τέχνη (ή, συχνότατα, και οι δυο μαζί συνταιριασμένες) αφηγούνται τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων, τις διαδρομές των θυτών και των θυμάτων τους. Παντού και πάντα. Είτε με τον έντεχνο είτε με τον δημώδη τρόπο.

Και ήταν, η ποίηση και η μουσική, το καταφύγιο των ανθρώπων εδώ και αιώνες, για να ακουμπήσουν το σοκ, τη φρίκη, την απελπισία τους για όσα συνέβαιναν στις μικρές ή στις μεγαλύτερες κοινωνίες. Τις περισσότερες φορές, εξαιτίας της… αγάπης. Τις περισσότερες φορές, με θύματα γυναίκες. Γιατί οι γυναικοκτονίες δεν είναι σημερινές.  Και ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, έχοντας ως συγκριτικό πλεονέκτημα τη στενή σχέση, επαφή και γνώση του, με τον λόγο, την ποίηση, αλλά και τη μουσική, σκέφτηκε να στήσει μια παράσταση-διαδρομή σ’ αυτά τα πάθη που ξεστράτισαν από την αγάπη και έφτασαν στη φρικτή βία και τον απόλυτο πόνο. Και πήρε ως καμβά τη θηριώδη και ενδελεχή μελέτη του Παντελή Μπουκάλα, «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση». Είναι ο δεύτερος από τους τέσσερις, ως τώρα, τόμους (με γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω… – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι»,  εκδόσεις ‘Αγρα’), και μέσα από το δημοτικό τραγούδι και τις παραλλαγές του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνισμού, ο Π. Μπουκάλας εντοπίζει ήθη, συμπεριφορές και συνήθειες που έγιναν συλλογικές, που αρκετές εντοπίζονται και στα σύγχρονα χρόνια, άλλοτε σαν βαρίδι, τροχοπέδη ή δυσειδαιμονία, άλλοτε σαν ξεχωριστή τρυφερή ματιά πάνω στα άψυχα και τα έμψυχα που περιβάλλουν αυτόν τον τόπο. Και δίπλα στους ήχους και τα λόγια των δημοτικών τραγουδιών, ο Θοδωρής Γκόνης πρόσθεσε, με την καθοριστική συμβολή του Φώτη Σιώτα, κι άλλους ήχους, έντεχνους, από άλλα μέρη της γης, που κι αυτοί ιστόρησαν πάθη τρομερά και εγκλήματα που έμειναν στην ιστορία. Γιατί μέσα από το τραγούδι προσπαθούν πάντα, όλοι, να ξορκίσουν το κακό…

Το αποτέλεσμα ήταν η παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», που από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ήρθε για λίγες μέρες στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, με τρεις ηθοποιούς επί σκηνής (Άννα Καλαϊτζίδου, Μιχάλη Τιτόπουλο, Μαρία Χάνου), αλλά και τρεις μουσικούς (Αθηνά Λαμπίρη, Τάσο Μισυρλή, Δημήτρη Χατζηζήση) να δημιουργούν ένα σύμπαν που αγγίζει μεγάλες αγάπες, απεγνωσμένα πάθη, και, συνακόλουθα, βίαια και άδικα εγκλήματα. Με τον τρόπο του θεάτρου και με τον τρόπο της μουσικής. Και δημιούργησαν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων έχει στηθεί κάτι σαν πάλκο (σκηνικά Ελένη Στρούλια), το οποίο περιβάλλει ένα πλαίσιο σαν κάδρο, μ’ ένα τριαντάφυλλο στην κορυφή του και δυο αγαλματίδια στην κάθε πλευρά του πάλκου –μικρές αγγελικές μορφές, του έρωτα και του θανάτου.  Κι όλα ξεκινούν μ’ ένα σφύριγμα, σαν συνθηματικό για την εκκίνηση, κι από τους μουσικούς κι από τους  ηθοποιούς. Και μετά, οι στίχοι των δημοτικών τραγουδιών, που ακούγονται σε πρόζα από τους ηθοποιούς –άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με έκπληξη, άλλοτε με οδύνη- συνοδεύονται από άλλους ήχους, γνώριμους, οικουμενικούς: από το «Jealus guy» -«λυπάμαι που σ’ έκανα να κλάψεις, ένας ζηλιάρης είμαι μόνο»- του Τζον Λένον, στη σόλο καριέρα του (1971), από το «Where the wild roses grow» του Νικ Κέιβ (που στον δίσκο «Murder Ballads», του 1996,  τον συνόδευσε η Κάιλι Μινόγκ), από το παλαιότερο «If you wanna be happy», του 1963, που ερμήνευσε ο Jimmy Soul, είτε από τα ρεμπέτικα της φυλακής. Και η πρόζα διανθίζεται από άλλα κείμενα, που συνομιλούν λογίως με όσα στα δημώδη τραγουδιούνται: από «Τα μυστήρια του συζυγικού έρωτος» του  Γεωργίου Ν. Κυριακίδου (1882), από τη «Φυσιολογία της γυναικός» του Παύλου Μαντεγκάτσα (1902), ή τα «Παραμύθια της Χαλιμάς», εκδ. Ερμής 1988, και «Τα παραμύθια του Perrault», εκδ. Αγρα 1985.

Με σκηνική γεύση άλλοτε από μπουλούκι (μεταφέροντας τη συνθήκη της αμεσότητας και της ζωντάνιας), άλλοτε από μουσική παράσταση, άλλοτε από ατόφιο θέατρο, οι τρεις ηθοποιοί, εκφέροντας άψογα πολλές και διαφορετικές διαλέκτους ή ντοπιολαλιές, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στα δημοτικά τραγούδια, μας σεριανούν μέσα από τις ιστορίες του Μενούση, του Μπιρμπίλη, που μεθυσμένος έσφαξε τη γυναίκα του επειδή κάποιος του είπε ότι είναι όμορφη, ή της «Έλλης (που) θέλει σκότωμα με δίκαννη πιστόλα/ γιατί δεν εσεβάστηκε τον Γιάννη τον Πρεβόλα»  στις καταγεγραμμένες απόψεις ότι «η γυναίκα είναι του ανδρός» και «είναι ο τάφος του ανθρωπίνου γένους». Κι από τη σκηνή περνούν χρόνοι πολλοί και τόποι πολλοί. Και παρακολουθούμε άλλοτε με έκπληξη κι άλλοτε με τρόμο, πόσα πολλά εξακολουθούν να ισχύουν, πόσα δεν έχουν αλλάξει, πόσο οι αιτίες των φονικών αλλά και οι τρόποι μοιάζουν τόσο πολύ… Γιατί «αυτός ο κόσμος είναι ομοιόμορφος μέχρι πλήξεως, και ποικίλος ως τον παραλογισμό».

Με κοστούμια εύστοχα και εύστροφα (η Ματίνα Μέγκλα συμπύκνωσε και τα φύλα και τις εποχές στα ρούχα των ηθοποιών), με ρυθμό, με συγκίνηση, με ερμηνείες λιτές όσο και εξαίσιες από τους τρεις μουσικούς, με ερμηνείες μεστές, ουσιαστικές και πολυπρόσωπες (διόλου εύκολο) από τους τρεις ηθοποιούς, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων είδαμε μια παράσταση που μίλησε για δύσκολα θέματα με τρόπο ευθύ, ξεκάθαρο, άμεσο όσο και καταπραϋντικό.

Είναι πολλές οι παραστάσεις που καταπιάνονται, ειδικά το τελευταίο διάστημα, με θέματα έμφυλης βίας. «Το σφαγείο του έρωτα» που σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Γκόνης είναι η παράσταση που καταπιάνεται, ουσιαστικά και διεισδυτικά, με όσα δεν χωρούν –κάθε φορά- οι κοινωνίες, με όσα καταδικάζουν και στραγγαλίζουν ελαφρά τη καρδία στο βωμό κάποιων «αξιών», καλώντας μας να δούμε τη διαχρονία της βίας, την παγκοσμιότητά της, τους τρόπους που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές εποχές.

Πηγή: Περιοδικό Ο Αναγνώστης