Γιώργος Κωστογιώργης: Ένας Καβαλιώτης συνθέτης «με σπάνια λεπταισθησία, με ακρίβεια, με ευθραυστότητα και σφρίγος μαζί»

«Πού πάει το τραγούδι σαν τραγουδηθεί»; Ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει στην Εφημερίδα των Συντακτών για «πυγολαμπίδες και φαρίσκους, για τραγούδια που καταργούν το “πουθενά” της μαζικής χαύνωσης»


Του Νίκου Γ. Ξυδάκη

ΟΡώσος στοχαστής Αλεξάντρ Χέρτσεν ρώτησε κάποτε: «Πού βρίσκεται το τραγούδι πριν τραγουδηθεί;» «Πουθενά», είναι η απάντηση ― το τραγούδι δημιουργείται όταν κάποιος το τραγουδάει, το συνθέτει.

Ο ιστορικός των ιδεών Αϊζάια Μπερλίν παραθέτει τον προσφιλή του Χέρτσεν για να εξηγήσει την πρωτοτυπία και το βάθος του ρομαντισμού (Η διανοητική διαδρομή μου, εκδ. Αντίποδες). Μα η αιφνιδίως αφελής ερώτηση, μαζί με την θαυμαστή απάντηση, εμένα με οδήγησε να πλαισιώσω, να στηρίξω, να κατανοήσω βαθύτερα την αισθητική απόλαυση και την ευφροσύνη που μου πρόσφεραν τα τραγούδια των τελευταίων εβδομάδων.

Πού ήταν τα τραγούδια αυτά, που ανάβλυζαν ρυάκια μες απ’ τις αχανείς ψηφιακές στέρνες; Ήταν εδώ. Ήταν η ευφρόσυνη συνάντηση με τα «μικρά» έργα τέχνης, του καιρού μας! Άκουγα τα τραγούδια του Γιώργου Κωστογιώργη, άκουγα τα τραγούδια του Αντώνη Απέργη ερμηνευμένα από τη Νεφέλη Φασούλη, άκουγα τα χορικά των παιδιών του περίφημου 5ου Λυκείου Νίκαιας στην πρόσφατη παράστασή τους.

Είπα «μικρά»: ναι, κατά τον επικοινωνιακό θόρυβο που παράγουν, σχεδόν μηδενικό· κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, σαν πολύτιμα μυστικά. Αλλά είναι μεγάλα όταν πλημμυρίζουν το πνεύμα του ακροατή-θεατή, μεγάλα όταν διαμορφώνουν τα υπόγεια ρεύματα του ουσιώδους πολιτισμού μας, μεγάλα καθώς αποκαλύπτουν λανθάνουσες δυνάμεις της κατσιασμένης κοινωνίας μας. Μικρά το δέμας, λοιπόν, μικρά στη φόρμα κάποτε, μεγάλα στην επίδραση.

Χειροτεχνήματα

Ένα κοινό χαρακτηριστικό: η ανεξάρτητη, η αυτόνομη παραγωγή, οι μικρές κυκλοφορίες, οι λιγοστές πολύτιμες παραστάσεις, η άμεση ανόθευτη επαφή με το κοινό. Οι δίσκοι του Κωστογιώργη και της Φασούλη είναι δικές τους παραγωγές, καμωμένες με υψηλά στάνταρντ, κυκλοφορούν σε 300 CD και 100 βινύλια. Πρόκειται για χειροτεχνήματα, φτιαγμένα με τους καλύτερους τεχνίτες και τα πολυτιμότερα υλικά: εκτελεστές, στούντιο, πακετάρισμα.

Στην περίπτωση του Κωστογιώργη, άλλη μια έκπληξη: και στους δύο δίσκους («Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος», «Τα άνανθα χρόνια μου») μελοποιεί παλιούς ποιητές, τους ελάσσονες λυρικούς του Μεσοπολέμου! Σπουδαίους λυρικούς, όπως ο γνωστότερος Ναπολέων Λαπαθιώτης (τι έξοχη η μελοποίηση των Μπερντέδων!), ο Τέλλος Αγρας, οι λησμονημένοι Μήτσος Παπανικολάου, Ρήγας Γκόλφης, Ρώμος Φιλύρας, αλλά και ένα μονάκριβο σονέτο του Κων. Θεοτόκη, και Εμιλυ Ντίκινσον κ.λπ.

Οι ελάσσονες ποιητές παρέμειναν άσβεστοι για καμπόσες δεκαετίες χάρη στον Κώστα Στεργιόπουλο και τον Τάσο Κόρφη, στις εκδοτικές τους δουλειές· αργότερα και μέσω της ανθολογίας«Χαμηλή φωνή» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Και τώρα ξαναδίνουν τη φωνή τους από το «πουθενά». Ο νεαρός Κωστογιώργης υπό αναλογίες επαναλαμβάνει την τρίπτυχη Ανθολογία (1967-1975) του Γιάννη Σπανού, μισό αιώνα αργότερα, και προεκτείνει τον σκοτεινό λυρισμό των Διάφανων Κρίνων και του Θάνου Ανεστόπουλου. Με σπάνια λεπταισθησία, με ακρίβεια, με ευθραυστότητα και σφρίγος μαζί.

[…]

Αυτός ο πολιτισμός, του συνοικιακού λυκείου, του λεπταίσθητου Καβαλιώτη Κωστογιώργη, της Νεφέλης Φασούλη και του (Νικαιώτη, νομίζω) Αντώνη Απέργη, είναι οι πυγολαμπίδες και οι φαρίσκοι, τραγούδια που καταργούν το «πουθενά» της μαζικής χαύνωσης, την αβανγκάρντ ξιπασιά των Ιδρυμάτων με τα πολλά λεφτά και τη λαιμαργία της χειραγώγησης, φανοί που σχίζουν τα σκοτάδια του κιτσαριού των λουμπεναρίστων.

Πού πάει το τραγούδι σαν τραγουδηθεί: Στις ψυχές μας.


Πηγή: efsyn.gr