Φώτης Κουτσοθόδωρος: Η εκπαίδευση της κιθάρας στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ανώτατα ιδρύματα του εξωτερικού

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης και καθηγητής του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας μιλά στο KAVALA POST

Καταξιωμένος σολίστ, ακάματος μελετητής της μουσικής Ιστορίας, ανερχόμενος συνθέτης αλλά και εμπνευσμένος «δάσκαλος», ο Φώτης Κουτσοθόδωρος διοχετεύει τα τελευταία χρόνια το πάθος και το όραμά του για την κλασική κιθάρα και μέσα από μία κορυφαία διοργάνωση που μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια έχει καταφέρει να γίνει σημείο αναφοράς για το όργανο διεθνώς: το Διεθνές Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης.

Καθηγητής στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας τα τελευταία χρόνια, ο Φώτης Κουτσοθόδωρος «γέννησε» το Φεστιβάλ το 2014 σε συνεργασία με τον Διευθυντή του Ωδείου Τούμπας Κωνσταντίνο Ματσίγκο, έχοντας στο πλευρό του την πολύ σημαντική συμβολή ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης ιστορίας της κιθάρας, του Roland Dyens. Σκοπός του φεστιβάλ είναι να αποτελέσει ένα ανοιχτό παράθυρο του Έλληνα μουσικού κιθαριστή στον κόσμο της κιθάρας, σε Ελλάδα και εξωτερικό, καθώς επίσης και έναν τρόπο επαφής και ανταλλαγής απόψεων με  την εξέλιξη του μουσικού οργάνου που λέγεται κιθάρα.

Οι βασικοί πυλώνες που απαρτίζουν τα δρώμενα του φεστιβάλ είναι ο διαγωνισμός σύνθεσης καθώς και διασκευής για κιθάρα, διαλέξεις ρεσιτάλ και σεμινάρια από διακεκριμένους Έλληνες και ξένους κιθαριστές καθώς και διαγωνισμούς κιθάρας για ηλικίες από μικρά παιδιά έως και σολίστ.

Στον απόηχο της τέταρτης και πλέον πετυχημένης μέχρι στιγμής διοργάνωσης που πραγματοποιήθηκε από τη 1 έως τις 5 Μαρτίου 2017, ο Φώτης Κουτσοθόδωρος μίλησε στο KAVALA POST για την προσπάθειά του να καθιερώσει το Φεστιβάλ αυτό ως τόπο μουσικής έκφρασης αλλά και ως τρόπο εδραίωσης της κιθάρας στον μουσικό κόσμο, για τη σχέση του με την κιθάρα αλλά και, φυσικά, την Καβάλα.

Το φεστιβάλ δημιουργήθηκε για να γίνει ένα βήμα έκφρασης του Έλληνα κιθαριστή και όχι μόνο, και αποτελεί ένα παράθυρο επικοινωνίας μέσω της μουσικής με οτιδήποτε έχει να κάνει με την κλασική κιθάρα…

 

Κύριε Κουτσοθόδωρε, διευθύνετε καλλιτεχνικά το Διεθνές Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης. Σήμερα, έχοντας στην «πλάτη» τέσσερις διοργανώσεις, πόσο κοντά νιώθετε ότι είστε στους αρχικούς στόχους που είχατε θέσει ως εμπνευστής αλλά και ιδρυτής του Φεστιβάλ αυτού;
Το να πραγματοποιήσει κανείς ένα τέτοιο εγχείρημα στη χώρα μας και στους καιρούς που ζούμε είναι προφανές ότι δεν είναι καθόλου εύκολο. Όχι μόνο για λόγους οικονομικούς, αλλά και για τον λόγο ότι η κρίση έχει διεισδύσει βαθύτερα στις επιλογές μας που αφορούν στον τρόπο ζωή μας και την ποιότητά της. Η μουσική, και ιδιαίτερα η κλασική κιθάρα, όντας μια τέχνη που εκφράζει όχι μόνο τον ψυχισμό του ανθρώπου αλλά και τον κοινωνικό του περίγυρο βρίσκεται στις μέρες μας στο σταυροδρόμι που την οδηγεί ή στο να βυθιστεί στην εσωστρέφεια ή να προσπαθήσει να ακολουθήσει τους βηματισμούς εξέλιξης, έρευνας αλλά και ποιοτικών χαρακτηριστικών που χαράζονται εκτός συνόρων μας. Αυτός ήταν και ο σκοπός αυτού του φεστιβάλ. Το να είναι ένα προπέτασμα στήριξης αλλά και δημιουργίας ενός πολύ υψηλού επιπέδου. Το φεστιβάλ δημιουργήθηκε για να γίνει ένα βήμα έκφρασης του Έλληνα κιθαριστή και όχι μόνο, και αποτελεί ένα παράθυρο επικοινωνίας μέσω της μουσικής με οτιδήποτε έχει να κάνει με την κλασική κιθάρα. Το 2014, όταν εγκαινιάστηκε αυτό το φεστιβάλ στην Ελλάδα, δεν υπήρχε σχεδόν κανένα άλλο, εξ ου και η δικιά μου πρωτοβουλία. Θεωρώ ότι ο σκοπός έχει επιτευχθεί αφού το φεστιβάλ αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς και πόλος έλξης για Έλληνες και ξένους κιθαριστές.

Τι το διαφορετικό κομίζει το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης σε σχέση με άλλα Φεστιβάλ Κιθάρας που διοργανώνονται σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (πχ Καλαμάτα, Μυτιλήνη κτλ);
Δεν προσπάθησα να δημιουργήσω κάτι διαφορετικό. Σκοπός μου ήταν να βάλω την εμπειρία μου και τις ιδέες μου σε ό,τι αφορά την τέχνη στην υπηρεσία της μουσικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιλογή του να υπάρχει διαγωνισμός διασκευής έργου για κιθάρα από άλλο μουσικό όργανο ή όργανα, σύνθεσης καθώς επίσης και –κάτι που το θεωρώ πολύ σημαντικό– το να υπάρχει ως επιβεβλημένο προς εκτέλεση στους διαγωνισμούς κιθάρας έργο από του ρεπερτόριο του 19ου αιώνα. Αυτές οι τρεις επιλογές αποτελούν κατά την άποψή μου τους βασικούς πυλώνες και χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο σύγχρονος κιθαριστής. Δηλαδή, να συνθέτει, να διασκευάζει αλλά και να δίνει βάση στο κλασικό ρεπερτόριο του οργάνου.

Πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή ενός νέου μουσικού και, ακόμη περισσότερο, η διάκρισή του σε ένα Φεστιβάλ –και μάλιστα διεθνές– για την πορεία του; Το ρωτάω αυτό διότι η κάθε διοργάνωση, πέρα από συναυλίες για το κοινό, περιλαμβάνει και διαγωνιστικό κομμάτι και μάλιστα με έμφαση στις νέες ηλικίες…
Το πιο σημαντικό απ’ όλα, όπως έχω πει πολλές φορές, είναι το να προετοιμαστεί κανείς για κάτι. Αν αυτό γίνει, σίγουρα κάποιος γίνεται καλύτερος, κι έτσι έχει ήδη κερδίσει ένα βραβείο. Συμβάλλει επίσης στην κοινωνικοποίηση ενός μουσικού αφού τον φέρνει σε επαφή με ανθρώπους που έχουν την ίδια αγάπη για την τέχνη, ανταλλάσσει απόψεις, μαθαίνει καινούργια πράγματα, μεταδίδει νέες ιδέες, δημιουργώντας έτσι ένα «χωνευτήρι» από το οποίο μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει κανείς. Η αλήθεια είναι συνεπώς πως ένας διαγωνισμός είναι πρώτα και κύρια ένας τρόπος  γνωριμίας με τον ίδιο μας τον εαυτό, για τα θέλω του, τα μπορώ του αλλά και το μέλλον του. Έτσι με αυτό τον τρόπο πλάθει τον χαρακτήρα που χρειάζεται κάποιος για να μπορεί να κάνει τρόπο ζωής την τέχνη της μουσικής.

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μεν, με έντονο «άρωμα» Καβάλας δε! Εσείς προσωπικά είστε τα τελευταία χρόνια καθηγητής του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας, σε προηγούμενη διοργάνωση είχαμε «δει» στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΔΩΚ Γεώργιο-Ιούλιο Παπαδόπουλο, αρκετοί μαθητές του Ωδείου της πόλης μας έχουν κατά καιρούς διακριθεί στους διαγωνισμούς, ενώ «χορηγός» σας είναι και ο κατασκευαστής κιθάρας Χαράλαμπος Κουμρίδης που εδρεύει στον Αμυγδαλεώνα! Μιλήστε μας λίγο για αυτήν τη «σχέση» με την Καβάλα…
Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με την Καβάλα ήταν απρόσμενη, μιας και πάντα θεωρούσα ότι έχει ένα καλό κιθαριστικό παρελθόν και παρόν όταν μου έγινε η πρόσκληση να διδάξω στο Ωδείο. Άρα, βρισκόμουν σε έναν χώρο όπου υπήρχε ένα υγιές κύτταρο από το οποίο θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου και τον καλλιτεχνικό διευθυντή να επιδιώξουμε το αυτονόητο, δηλαδή να ανεβάσουμε το επίπεδο σπουδών. Αυτό το πετύχαμε με πολλή δουλειά αλλά και καλό προγραμματισμό με βλέμμα στο μέλλον. Οι καρποί αυτής της προσπάθειας από μόνοι τους αποτέλεσαν μια δεξαμενή από την οποία μπορεί να αντλήσει κανείς τόσο καλά στοιχεία που να έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να μιλάμε για μια πόλη όπου στο Δημοτικό της Ωδείο η εκπαίδευση στο όργανο της κιθάρας να είναι πλήρης και να μην υπολείπεται σε τίποτα ακόμη και από ανώτατα ιδρύματα του εξωτερικού! Το σίγουρο είναι πως ένας Καβαλιώτης έχει πλέον όλη την γκάμα των επιλογών για να έχει μια σωστή εκπαίδευση, να έρθει σε επαφή με έναν πάρα πολύ καλό και άξιο κατασκευαστή του οργάνου της κιθάρας αλλά και να συναναστραφεί με σπουδαστές πάρα πολύ υψηλού επιπέδου. Και επειδή όταν κάτι είναι πάρα πολύ καλό δεν έχει σύνορα γι’ αυτό και το Διεθνές Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης αποτέλεσε το καλύτερο πεδίο προβολής αυτής της δουλείας.

Ένας Καβαλιώτης έχει πλέον όλη την γκάμα των επιλογών για να έχει μια σωστή εκπαίδευση, να έρθει σε επαφή με έναν πάρα πολύ καλό και άξιο κατασκευαστή του οργάνου της κιθάρας αλλά και να συναναστραφεί με σπουδαστές πάρα πολύ υψηλού επιπέδου…

 

Ποια είναι η θέση της κλασικής κιθάρας σήμερα στην Ελλάδα σε σχέση με άλλα όργανα; Και θα ήθελα να απαντήσετε τόσο ως εκπαιδευτικός του οργάνου όσο και ως άνθρωπος που παρακολουθεί στενά τη δραστηριότητα της «σοβαρής μουσικής» γενικότερα στη χώρα.
Θίγετε ένα φλέγον θέμα και χαίρομαι πολύ για την ερώτησή σας. Θα προτιμούσα όμως να ξεκινήσω  την απάντησή μου με το τι έχει γίνει εκτός Ελλάδας στο μακρινό αλλά και πιο πρόσφατο παρελθόν σε σχέση με την εκπαίδευση και, κατ’ επέκταση, τη θέση της μέσα στη λόγια μουσική. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, το όργανο της κλασικής κιθάρας στις μουσικές ακαδημίες του εξωτερικού δεν ήταν ένα μουσικό όργανο που έχαιρε αποδοχής αλλά ούτε και υψηλής εκτίμησης. Ήταν κατά γενική τότε ομολογία ένα λαϊκό μουσικό όργανο του οποίου τα όρια ήταν κάποια ελάχιστα έργα κλασικού ρεπερτορίου. Έχοντας λοιπόν το θεσμικό πλαίσιο στην εκπαίδευση, πολλοί σημαντικοί άνθρωποι στην εκπαίδευση και την κιθάρα προσπάθησαν και κατάφεραν να εντάξουν το όργανο στην οικογένεια της συμφωνικής ορχήστρας και του πιάνου. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά από την άλλη ήταν και ένας σημαντικός λόγος για να γνωρίσουμε την ιστορία της κιθάρας, τις καταβολές της αλλά και  μέσω της μουσικολογικής έρευνας να αποκτήσει ταυτότητα και οντότητα μέσα στην τέχνη της μουσικής. Το αποτέλεσμα ήταν αυτήν τη στιγμή σε όλους τις μουσικές ακαδημίες να διδάσκεται η κλασική κιθάρα και να είναι πλέον ισότιμο μέλος με τα λοιπά μουσικά όργανα. Κάτι παρόμοιο πήγε να γίνει και στη χώρα μας και η αλήθεια είναι ότι τη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε και αρκετά καλά, εξ ου και η τόσο μεγάλη «άνθηση» του οργάνου την εποχή εκείνη. Παρόλα αυτά, υστερώντας σε θεσμούς που θα μπορούσαν να στηρίξουν τα δοκιμασμένα πρότυπα του εξωτερικού, η χώρα μας δεν έδωσε τις κατάλληλες βάσεις για να μπορέσει η εκπαίδευση, όχι μόνο στην κιθάρα αλλά και γενικότερα, να αποκτήσει αρχή, μέση και τέλος στη μουσική εκπαίδευση. Πάντα κάπου ήταν ελλιπής. Ερχόμενη λοιπόν και η κρίση στις μέρες μας επιδείνωσε αυτήν την κατάσταση με αποτέλεσμα αυτήν τη στιγμή, ειδικά στην κιθάρα, να έχει σχεδόν χαθεί η έννοια του στόχου για το πώς θέλουμε να είναι ο Έλληνας κιθαριστής, για το πώς θέλουμε να είναι όταν αποφοιτά από ένα ελληνικό μουσικό ίδρυμα. Έτσι ζούμε το δυσάρεστο φαινόμενο η κιθάρα να επανέρχεται σε αυτό που κάποιοι στο παρελθόν προσπάθησαν να αλλάξουν, που την κατατάσσει σαν ένα όργανο κυρίως συνοδευτικό. Ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σαν εκφραστή μιας λαϊκής μουσικής με λόγιο μανδύα. Δεν διαφωνώ με αυτήν την πλευρά της κιθάρας, ίσα-ίσα αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης και άντλησης ιδεών, αλλά δυστυχώς καθώς φαίνεται εν απουσία δυνατής και καλά οργανωμένης εκπαίδευσης η κιθάρα οδεύει ξανά στα παλιάς της γνώριμα λημέρια. Θεωρώ ότι η προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε είναι να μην ξεχάσουμε αυτό το οποίο δεν καταφέραμε σχεδόν καν αρχίσουμε σε αυτή τη χώρα, Δηλαδή, να μπορούμε να ερμηνεύουμε σωστά και με αγάπη το λόγιο της ρεπερτόριο.

Υπάρχουν σκέψεις για διεύρυνση του Φεστιβάλ με «διασπορά» εκδηλώσεών του και σε άλλες, γειτονικές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, όπως είναι η Καβάλα;
Αυτή η ιδέα υπάρχει ούτως ή άλλως μέσα στα πλαίσια του φεστιβάλ, αφού οι διαγωνιζόμενοι που βραβεύονται δίνουν ρεσιτάλ στην πόλη της Καβάλας και όχι μόνο. Αυτό υπάρχει ήδη από πέρυσι και βρίσκεται ήδη στον προγραμματισμό στο να έρθουν στην Καβάλα ο περσινός και φετινός νικητής του διαγωνισμού σολίστ. Αυτοί είναι δυο εξαίρετοι και διεθνούς φήμης και αναγνώρισης κιθαριστές, ο Edward Leata (νικητής 2016) από τη Ρουμανία και ο Vojin Kocic (νικητής 2017) από τη Σερβία.

Ο μαθητής του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας Αθανάσιος Τζανετάκης στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κιθάρας Θεσσαλονίκης: 2ο βραβείο στον διαγωνισμό έως 17 ετών (εδώ ερμηνεύει την Ουγγρική Φαντασία του J.K. Mertz).