Του Μπάμπη Γαμβρέλη
Χειμώνας του ’94. Παλιό Ωδείο. Μας ξάφνιασε. Ήρθε από βραδίς μαζί με τον κιθαρίστα του. Τα πνευστά αύριο, είπε και δρασκέλισε στη μέσα μεριά του μπαρ. Κίνηση οικειότητας, βγαλμένη από ένα «ρεπερτόριο» μοναδικής αλήθειας. Άρχισαν τα καλωσορίσματα και οι συστάσεις. Ο ηγήτωρ Θοδωρής, ο Στράτος ο ηχολήπτης, ο Μάκης, ο Στάθης, ο Σίμος… Προπάντων, ο κύριος Δημοσθένης Σιούλας. Εγκάρδιος και ευδιάθετος, άρχισε να αποβάλλει σιγά-σιγά την κούραση του ταξιδιού. Η εξοικείωση, γρήγορη, βοηθούμενη και από το αλκοόλ που έρεε άφθονο και εκλεκτό. Εκείνος με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο χέρι να ρουφάει ακατάπαυστα άφιλτρα και ’μεις γύρω να γευόμαστε δόσεις από το χιούμορ και τις ιστορίες του. Καλώς μας ήρθες, Λουκιανέ…
Τρεις νύχτες στην πόλη με τον καθένα μας να συναρμολογεί κομμάτια από το παζλ της ζωής του. Τραγούδια κρεμασμένα από τα χείλη ολονών. Και ήμασταν πολλοί. Γενιές μιξαρισμένες στους ρυθμούς του σουίνγκ, της κάντρι, του ροκ εν ρολ, του ρεμπέτικου. Κι αυτός εκεί, συντροφιά με τους «κολλητούς» του. Ο Σουγιούλ, ο Κολντρέιν, ο Γιαννίδης, ο Πόρτερ, ο Πρίσλεϋ, ο Βαμβακάρης… Σαν ένα σάουντρακ για ένα φιλμ νουάρ που δεν γυρίστηκε ποτέ! Το μαγικό Media Luz! Θα μου υπογράψετε αυτόν τον δίσκο! Χαμογέλασε. Θα ανήκεις στους 170 που τον αγόρασαν, είπε, και ζήτησε στυλό…
Ανήκω σε αυτούς που, άγουρος ακόμη, προσπαθούσα να βρω άκρη και νόημα με τα Μικροαστικά του. Να λιώνει η βελόνα πάνω στον Εργένη, να γρατζουνάει επίμονα στον Γάμο, κι έπειτα να «ανοίγω λογαριασμούς» με το Οικονομία κάνε. Ύστερα τα Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας. Τι άραγε να σήμαινε εκείνος ο στίχος… Η πατρίδα ένα καράβι, που ολουνούς μας κουβαλάει, πάει η φόρμουλα βάι βάι, η «πλέμπα» πια δε μασάει! Κι ήταν ακόμη 1975! Ποιος να δει την «πλέμπα» που έρχονταν…
Όταν εκεί προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αρχίσαμε να «ξεφορτώνουμε» τα μεταπολιτευτικά μας βάρη, ο Λουκιανός ήρθε και μας πήρε μαζί του σε πάρτι μεθυστικά. Ηλικίες που «καίγονταν» για έρωτες και απολαύσεις, περιπλανώμενες σε ακοίμητες πόλεις. Με τα Θερινά σινεμά να απλώνουν τις οθόνες τους σε Μοναχικούς Κάου-Μπόι, τρατάροντας χρώματα σε χαμηλόφωνα μπλουζ. Το αφήνω να παίζει και τον αποχαιρετώ… 17 Amaryllidos Str. Blues.