Η ιστορία ενός σπιτιού

Η ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου γράφει για τη στήλη του Θανάση Θ. Νιάρχου στα ΝΕΑ με αφορμή μια φωτογραφία - Η θεμελίωση του Σουηδικού Σπιτιού στην Καβάλα του 1934, η άνθιση του καπνού, ο αυτόχειρας συγγραφέας Στίγκ Ντάγκερμαν και η μεταφράστρια Μαργαρίτα Μέλμπεργκ


 

Της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου

 


Εκείνo το πρωινό του 1934 στην πόλη, λίγος κόσμος μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς θεμελίωνε η πρώτη πέτρα που τοποθετήθηκε ψηλά στο άδειο οικόπεδο της Δεξαμενής. Πάλι το πράγμα μύριζε καπνό. Λες και θα μπορούσε να μυρίζει κάτι άλλο. Όλη η Καβάλα μύριζε καπνό. Κι «ανάσαινε» εξαιτίας του. Κάτι για ξενοδοχείο έλεγαν, να μένουν εκεί οι ξένοι συνεργάτες του καπνέμπορα Μιλτιάδη Κ. Πετρίδη. Το οικόπεδο είχε θέα μοναδική. Βέβαια, ανηφοριά μεγάλη σε περίμενε μέχρι να φτάσεις από το κέντρο, αλλά μήπως οι ένοικοι είχαν να νοιαστούν αν θα ανέβουν ποδαράτοι; Αστεία πράγματα. Και δρόμο θα τους άνοιγαν και με τις αυτοκινητάρες τους και τις ταξάρες τους θα κοντεύανε. Τέτοια  λέγανε οι άνθρωποι στη γειτονιά. Και δεν είχαν πέσει έξω. Αλλά ούτε και μέσα. Οι ξένοι συνεργάτες του Πετρίδη ήταν Σουηδοί, οι εκπρόσωποι του Σουηδικού Μονοπωλίου Καπνού. Κι ο ίδιος, ο αποκλειστικός προμηθευτής του. Ήδη, από τον Μεγάλο Πόλεμο είχε γίνει της μόδας στην Ευρώπη να φουμέρνεις  τσιγάρα «με την προσθήκη ανατολικών καπνών». Ο μπασμάς ήταν μεγάλη παρηγοριά καθώς ο κόσμος γκρεμιζόταν. Η Καβάλα πρόσφερε απλόχερα την παρηγοριά της.  Οι ξένοι εμπορικοί οίκοι κατέκλυσαν την πόλη. Αποθήκες, γραφεία, κατοικίες  χτίζονταν για να φιλοξενήσουν τους ξένους εργαζόμενους. Η δουλειά ήταν εντατική και απαιτούσε την πολύμηνη, φυσική παρουσία τους. Ο καπνός ήθελε επίβλεψη μέχρι να οριστικοποιηθεί η συμφωνία της αγοράς του.

Αρχές της δεκαετίας του 1930, οι δουλειές του Σουηδικού Μονοπωλίου πήγαιναν περίφημα. Η ζήτηση του μπασμά ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, ο Σουηδός διευθυντής και  οι υπάλληλοι της εταιρίας  όλο και παρέτειναν  τη διαμονή τους στην πόλη, έπρεπε, λοιπόν, να  έχουν κι αυτοί το σπίτι τους.
Αρχές του 1934, ένας Σουηδός αρχιτέκτονας της εταιρίας παρουσίασε μια σειρά προσχεδίων αλλά το τελικό σχέδιο εκπονήθηκε από τον φίλο του Πετρίδη, τον γαλλοσπουδαγμένο αρχιτέκτονα  Παναή Μανουηλίδη. Ο Κωνσταντινουπολίτης Πετρίδης κατέβαινε συχνά στην Αθήνα. Ο Μανουηλίδης, ήδη εγκαταστημένος από το 1928 στην πρωτεύουσα, είχε πολλές σχέσεις με Κωνσταντινουπολίτες της διασποράς, άλλωστε κι ο ίδιος καταγόταν από την Προποντίδα. Κάπως έτσι κλείστηκε η μεταξύ τους συνεργασία.

Διαβάζω σε βιβλίο του 2016*: «To Σουηδικό σπίτι στην Καβάλα (…) παρέμεινε μέχρι σήμερα χωρίς αλλοιώσεις λόγω της συλλογικότητας που διέκρινε το ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Μια ομάδα υψηλόβαθμων υπαλλήλων που δρούσαν στα πλαίσια μιας κρατικής οντότητας δεν μπορούσε παρά να διατηρήσει χαμηλό το προφίλ στο κτίριο διαμονής της. Εδώ δεν υπάρχει επίδειξη πλούτου και εξουσίας όπως συνέβαινε στα άλλα κτίρια γραφείων καπνεμπόρων της Καβάλας, αλλά λιτή και νεωτερική έκφραση: επιθυμία γα μοντερνισμό όχι μόνο στη μορφολογία του κτιρίου αλλά και στην εσωτερική άνεση, διάθεση συνύπαρξης των ενοίκων και όχι διαχωρισμού και απομόνωσης. Την ίδια εποχή στη Σουηδία (1935) ο μοντερνιστής Σουηδός αρχιτέκτονας Swen Markelius πειραματιζόταν μ’ έναν τύπο κατοικίας γνωστό  ως Collective House. Eπομένως, το Σουηδικό Σπίτι δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως ένα εξαιρετικά διατηρημένο δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής αλλά και ως ένα σπάνιο για τα ελληνικά  δεδομένα τυπολογικό δείγμα: ένα Collective House στην επαρχιακή αλλά ακμάζουσα μεσοπολεμική Καβάλα».  Τελικά, ο κόσμος στη γειτονιά είχε πέσει και λίγο  έξω. Οι «ψηλομύτηδες» ένοικοι αυτού του σπιτιού δεν ήταν τόσο ξιπασμένοι όσο τους φανταζόταν. Διευθυντής και υπάλληλοι, ζούσαν στον ίδιο χώρο, μοιράζονταν  κάθε γωνιά του και κάθε γωνιά του υπέροχου κήπου του, όπως ακριβώς τα μέλη μιας οικογένειας. Το σπίτι παραχωρήθηκε στο Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1976  και από το 1983, επίσημα κηρυγμένο ως διατηρητέο μνημείο, λειτουργεί  σαν ξενώνας καλλιτεχνών και ερευνητών-επιστημόνων.

Εκείνο το καλοκαίρι του 2006, ο επί 27 έτη διευθυντής του Σουηδικού Σπιτιού και παλιός οικογενειακός φίλος Τhomas Thomell μάς κάλεσε στη βεράντα  του. Ζούσα μόνιμα, πια, στην Καβάλα την τελευταία πενταετία. Η προσκεκλημένη μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας Μαργαρίτα Μέλμπεργκ θα μιλούσε για τον Σουηδό συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν που αυτοκτόνησε  το 1954, στα τριανταένα του. Το 2005  είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση της Μέλμπεργκ, το βιβλίο του «Η ανάγκη μας για παρηγοριά» γραμμένο μόλις δυο χρόνια πριν από την αυτοχειρία του. Μαζί της ήταν και ο γιος του Ντάγκερμαν. Είχαμε μαζευτεί στην ευρύχωρη, ασκεπή βεράντα  καμιά εικοσαριά άτομα. Ώσπου να αρχίσει η εκδήλωση χάζευα τις τριανταφυλλιές. Προηγουμένως, χάζευα στο εσωτερικό του σπιτιού  τις παλιές φωτογραφίες. Εκεί ο Τhomas μού πρωτοέδειξε την φωτογραφία του «Θεμέλιου Λίθου». Πρώτος από αριστερά, ο αρχιτέκτονας Παναής  Μανουηλίδης. Η ομορφιά της Σουηδέζας καλλονής  ήταν αυτή που μου εντυπώθηκε. Κατόπιν, ξεκίνησε η ομιλία της Μέλμπεργκ και η συγκινητική εξιστόρηση του Ντάγκερμαν υιού. Βυθίστηκα σε μια πονεμένη απόλαυση.

Ο μπασμάς της Καβάλας, παρηγοριά του παλιού κόσμου, φαίνεται να μην έφτασε ποτέ στον Ντάγκερμαν. Άλλωστε, ο ίδιος ήταν πιτσιρικάς στα χρόνια της ακμής του Σουηδικού Μονοπωλίου. Κατόπιν, μετά τον Β΄ παγκόσμιο  πόλεμο, οι άνθρωποι το γύρισαν στα καπνά τύπου Virginia και όλες οι εμπορικές δραστηριότητες  του προϊόντος στράφηκαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αν όμως πρόλαβε να καπνίσει; Αν ένα από τα πρώτα του τσιγάρα είχε μέσα «προσθήκη ανατολικού καπνού»; Ο γιος του Ντάγκερμαν επισκέφτηκε το Σουηδικό Σπίτι στην Καβάλα για να πει δυο λόγια για τον απαρηγόρητο πατέρα του. Δεν θυμάμαι, καθόλου, αν ο ίδιος ήταν καπνιστής.

*Λίλα Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, Παναής Μανουηλίδης, Μοντερνισμός χωρίς ρητορεία (συμμετοχή σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων Gutenberg)


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 11-12 Ιουλίου 2020