Το «συν» του διαζυγίου

Oποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία που διορθώνει λάθη και βελτιώνει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της επιμέλειας των τέκνων κινείται σε θετική κατεύθυνση...


 

Του Σταύρου Α. Καϊτατζή

 


Οέγγαμος οικογενειακός βίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις έννοιες της συμφωνίας, της συμβίωσης, της συντροφικότητας, της συνεργασίας, της συμπόρευσης, της συναπόφασης, της συγκατάβασης. Η ανάγκη δύο ατόμων για κοινό βίο τούς οδηγεί αναπόδραστα να αποδεχθούν την είσοδο της πρόθεσης «συν» (=κοινός) στη ζωή τους. Έτσι, από της ενάρξεως της κοινής ζωής τους, η πρόθεση «συν» συνοδεύει ως πρώτο συνθετικό τη συντριπτική πλειονότητα των δράσεων του ζεύγους, αφού πλέον ως (σύ)ζυγοι (συν)αποφασίζουν για πληθώρα ζητημάτων που άπτονται του βίου τους.

Όταν το ζεύγος τεκνοποιήσει, τότε προστίθεται ένα ακόμη «συν»· το σπουδαιότερο απ’ όλα, αυτό της (συν)επιμέλειας του παιδιού τους.

Είναι σαφές ωστόσο, ότι όταν ο έγγαμος βίος κλονίζεται, με αποτέλεσμα να λυθεί με διαζύγιο, η έννοια του «κοινού» υποχωρεί, αποδομείται. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, η ζωή του μέχρι πρότινος ζεύγους μετατρέπεται σε πεδίον μάχης. Το «συν» αποσπάται, εξαϋλώνεται και γίνεται πλέον ξένο προς στις ζωές των πρώην συζύγων. Στη θέση του υπεισέρχεται πλέον η πρόθεση «δια» (διαίρεση-χώρισμα), μιας και η κατεύθυνση ζωής καθενός εκ των πρώην συζύγων ακολουθεί πλέον άλλη  φορά, είναι δηλαδή δια-φορετική.

Έτσι, ελλείψει κοινού βίου, παύει η συμβίωση, η συντροφικότητα και όλα τα «συν», πλην ενός· ΤΗΣ ΣΥΝ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, αφού τα κοινά τέκνα συνεχίζουν να υφίστανται! Πρόκειται για το «συν» του διαζυγίου.

Το γεγονός όμως ότι τα παιδιά παραμένουν κοινά και μετά το διαζύγιο, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Αντιθέτως, θεωρείται ότι «ανήκουν» σε έναν από τους δύο γονείς! Κατ’ ακολουθία, τα παιδιά τίθενται εντός του «καυκασιανού κύκλου με την κιμωλία».

Η μάχη των πρώην συζύγων που αποκτά μορφή δικαστικού αγώνα, γίνεται σφοδρή και χρόνια, με έντονες και σκληρές αντιπαραθέσεις. Η ιδιωτικότητα καταλύεται, η βασική αρχή «τα εν οίκω μη εν δήμω» παραμερίζεται. Αυτού του είδους οι διαμάχες έχουν θύματα, όχι μόνον τους αντιδίκους αλλά πρωτίστως, τα παιδιά τους.

Τα αντικείμενα της διαμάχης των πρώην συζύγων είναι πολλά και ποικίλα. Δια του παρόντος επιχειρείται μια προσπάθεια προσέγγισης της διαμάχης για την επιμέλεια και της απότομης-βίαιης διακοπής της άσκησής της από τον ένα εκ των δύο γονέων. [Εκ του περισσού δε, τονίζω ότι δεν αναφέρομαι επ’ ουδενί στις περιπτώσεις όπου η αφαίρεση της επιμέλειας από τον ένα γονέα γίνεται για λόγους προστασίας της υγείας (σωματικής και ψυχικής) του τέκνου, ούτε στις περιπτώσεις που η φυσική παρουσία του ενός γονέα είναι ανέφικτη λ.χ διαμονή σε άλλο τόπο, καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις.]

Η εκ της γεννήσεως αποδοθείσα στον γονέα μέριμνα ή εξουσία στο παιδί του, σταματά με την ενηλικίωσή του, ήτοι με την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Εν τω μεταξύ το παιδί, μέχρι την ενηλικίωσή του, αποκτά σταδιακά αυτονομία, περιορίζοντας προοδευτικά την εξουσία των γονέων του στις αποφάσεις και δράσεις του (επιλέγει τους φίλους του, τον ρουχισμό του, τις εξόδους του, το αντικείμενο των σπουδών του κ.ά), φθάνοντας έτσι στα 18 του πλέον χρόνια, να ολοκληρώνεται ομαλά ο κύκλος της επιμέλειάς του με τη νομική του όρου έννοια.

Με τη διάσπαση όμως της έγγαμης συμβίωσης, η επιμέλεια αφαιρείται εν μία νυκτί από τον έναν γονέα. Ο γονέας από τον οποίο αφαιρείται η επιμέλεια περιορίζεται συνήθως στην άσκηση ενός νοθευμένου τρόπου και χρόνου επικοινωνίας, διαδραματίζοντας στη ζωή του παιδιού του τον ρόλο πλέον του επισκέπτη.

Στην πράξη. με τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ο ένας γονέας ασκεί εν τοις πράγμασι την επιμέλεια του παιδιού του, μέχρις ότου αυτή ρυθμιστεί είτε συναινετικά είτε με την έκδοση δικαστικής απόφασης.

Όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το συμφέρον και μόνον του ανηλίκου τέκνου, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για τη λήψη της απόφασης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους μέχρι τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς του και τους τυχόν αδελφούς του, τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του τέκνου, καθώς και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του ανάπτυξης, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνει υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλάκις η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη, και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα.

Ωστόσο, από μια απλή επισκόπηση της νομολογίας (δικαστικές αποφάσεις) προκύπτει ότι τα δικαστήρια δέχονται, κατά τρόπο σχεδόν παγιωμένο, με χρήση μάλιστα στερεότυπων και εν πολλοίς «copy-paste» σκεπτικών στις αποφάσεις τους, ότι το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειάς του στην μητέρα, την οποία προκρίνει ως πιο κατάλληλη από τον «επίσης κατάλληλο» πατέρα. Θα τολμούσα να πω ότι το μέγεθος σε ποσοστιαίες μονάδες είναι τέτοιο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι νομολογιακά θεσπίσθηκε «τεκμήριο καταλληλότητας της μητέρας» στην άσκηση της επιμέλειας, το οποίο καλείται να ανατρέψει ο πατέρας, με ποσοστά αποτυχίας που αγγίζουν το απόλυτο.

Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις, οι οποίες ωστόσο συνιστούν αμελητέα ποσότητα και σε κάθε περίπτωση δεν συνιστούν συγκριτικό μέτρο, αφού η ανάθεση της επιμέλειας στον πατέρα-γονέα αποτελεί «διαπιστωτική πράξη», όταν ιδίως η μητέρα αδυνατεί για πραγματικούς λόγους (απουσία στο εξωτερικό ή λόγους υγείας) να ασκήσει την επιμέλεια του παιδιού της. Ομοίως, εξαίρεση φαίνεται να συνιστά μια νέα νομολογιακή τάση για (συν) επιμέλεια, η οποία επιδοκιμάστηκε από τους γονείς-πατεράδες. Η τάση αυτή προσκρούει στο επιχείρημα ότι δεν δύναται να ευδοκιμήσει το μοντέλο της συνεπιμέλειας όταν οι σχέσεις των γονέων είναι κακές και τεταμένες. Κατά αυτόν τον τρόπο όμως αποκλείει την δικαστική ανάθεση της συνεπιμέλειας στους γονείς, αφού η προσφυγή τους στα δικαστήρια σηματοδοτεί τις κακές τους σχέσεις. Άρα κατά την άποψη αυτή, μόνον εξωδικαστικά είναι δυνατή η ανάθεση της συνεπιμέλειας (!!!).

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι ο Νόμος δεν δίδει ρόλο στους γονείς ανάλογα με το φύλο τους. Δεν αναθέτει, δηλαδή, τη φροντίδα των παιδιών στη μητέρα και την οικονομική τους στήριξη στον πατέρα. Δεν αναφέρει καν τις λέξεις «μητέρα και πατέρας». Ο νόμος κάνει λόγο για «γονέα». Το ποιος γονέας θα αναλάβει την επιμέλεια, το προσδιορίζει το δικαστήριο και όχι ο Νόμος.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η νομολογία των δικαστηρίων εν πολλοίς διαμορφώνει κατά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τη στρατηγική που ακολουθεί ο κάθε γονέας. Έτσι λοιπόν, στη δικαστηριακή καθημερινότητα, ο γονέας-πατέρας –παρά το γεγονός ότι η «καταλληλότητά» του δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειάς του σε αυτόν–, αποδέχεται ή συμβιβάζεται με την ανάθεση της επιμέλειας στην μητέρα, ούτως ώστε να επιτύχει κατά το δυνατόν περισσότερες ημέρες και ώρες επικοινωνίας με το παιδί του.

Η επιλογή του πατέρα να διεκδικήσει την επιμέλεια του παιδιού του σε χρόνο ύστερο, είτε διότι μεταβλήθηκαν οι συνθήκες που τον οδήγησαν να συναινέσει στη σύναψη του ιδιωτικού συμφωνητικού ανάθεσης της επιμέλειας στην μητέρα είτε διότι προέκυψε ότι η μητέρα ασκούσε πλημμελώς την επιμέλεια του τέκνου, καταλήγει συχνά σε μια ανελέητη αντιδικία των γονέων. Κι αν οι πράξεις των γονέων ή οι αποφάσεις των δικαστηρίων επιβάλλεται πρωτίστως να αποβλέπουν στο καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών, στις περιπτώσεις αυτές το αποτέλεσμα δυστυχώς, που τείνει να γίνει μάστιγα της εποχής, δεν είναι άλλο από τη γονεϊκή αποξένωση.

Η γονεϊκή αποξένωση [(Parental Alienation Syndrome–PAS) είναι ένας όρος που δημιούργησε ο Richard A. Gardner στις αρχές της δεκαετίας του 1980] αναντίρρητα συνιστά παιδική κακοποίηση και μορφή ενδοοικογενειακής βίας, καθώς τα παιδιά χειραγωγούνται από τον γονέα με ψευδείς ειδήσεις και πληροφορίες εις βάρος του άλλου, με αποτέλεσμα αυτά να εκφράζουν άρνηση και μίσος γι’ αυτόν. Με αυτό τον τρόπο επέρχεται αποκλεισμός του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με τα παιδιά του.

Για το σύνδρομο της γονεϊκής αποξένωσης υπάρχει εκτενής αρθρογραφία στο διαδίκτυο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η 25η Απριλίου ορίστηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Γονεϊκής Αποξένωσης και ότι στο δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στις 25 Μαΐου του 2019 αποδέχθηκε την ένταξη της γονεϊκής αποξένωσης στην τρέχουσα έκδοση του ICD-11 στον Κωδικό Q.E. 52 Problem Caregiver- Child Relationship.

Ειδικότερα το δελτίο Τύπο έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη συμφώνησαν σήμερα να υιοθετήσουν την ενδέκατη αναθεώρηση της διεθνούς στατιστικής ταξινόμησης των ασθενειών και των σχετικών προβλημάτων υγείας (ICD-11), η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Το ICD είναι η βάση για τον εντοπισμό των τάσεων και στατιστικών για την υγεία σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και του διεθνούς προτύπου για την αναφορά ασθενειών και των προβλημάτων υγείας. Πρόκειται για το πρότυπο διαγνωστικής ταξινόμησης για όλους τους κλινικούς και ερευνητικούς σκοπούς. Το ICD ορίζει το σύνολο των ασθενειών, διαταραχών, τραυματισμών και άλλων προβλημάτων υγείας. 

Το ICD καταγράφει επίσης παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία ή εξωτερικές αιτίες θνησιμότητας και νοσηρότητας, παρέχοντας μια ολιστική ματιά σε κάθε πτυχή της ζωής που μπορεί να επηρεάσει την υγεία».

Αναντίρρητα λοιπόν, η γονεϊκή αποξένωση συνιστά ένα νοσηρό φαινόμενο με θύματα γονείς και παιδιά οι σχέσεις των οποίων καταστρέφονται στον βωμό ενός άκρατου εγωισμού. Είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί από την πολιτεία για να αποφευχθούν κακοποιήσεις παιδιών που ζουν διαστρεβλωμένες πραγματικότητες. Χαρακτηριστική είναι η φράση  του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα κατά την εξαγγελία του για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου σε ζητήματα επιμέλειας τέκνων: «Δυστυχώς τα παιδιά, σε πολλές περιπτώσεις εργαλειοποιούνται στη διαμάχη που υπάρχει μεταξύ των γονέων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται γονική αποξένωση…».

Ως εκ τούτου οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία που διορθώνει λάθη και βελτιώνει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της επιμέλειας των τέκνων κινείται σε θετική κατεύθυνση. Ενδεχομένως, ένα αυστηρότερο πλαίσιο κυρώσεων για παραβίαση αποφάσεων επικοινωνίας να βοηθούσε. Το ζητούμενο μάλλον, βρίσκεται προεχόντως στην αλλαγή νοοτροπίας των γονέων και ακολούθως στη στροφή της νομολογίας των δικαστηρίων της χώρας.

Ως κατακλείδα, δανείζομαι δύο φράσεις ανωνύμων που κατά τη γνώμη μου αποτυπώνουν την ανάγκη προστασία του εναπομείναντος «συν» του διαζυγίου:

«Για να υπάρχετε και αύριο στο μυαλό των παιδιών, θα πρέπει να υπάρχετε στη ζωή τους σήμερα»

«Το πιο σημαντικό πράγμα που ένας πατέρας μπορεί να δώσει στα παιδιά του είναι η αγάπη της μητέρας τους, και το πιο σημαντικό πράγμα που μια μητέρα μπορεί να δώσει στα παιδιά της είναι η αγάπη του πατέρα τους»


Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ