Η σταδιακή αποδυνάμωση της προστασίας της κύριας κατοικίας

Έχει παγιωθεί η νομοθετική αντιμετώπιση της κύριας κατοικίας, καθώς απωλέσθη πλέον η κατά το παρελθόν εξαιρετική προστασία που απολάμβανε και που ήταν έκδηλη ιδίως στις περιπτώσεις εκείνων των οφειλετών που αδυνατούσαν να καλύψουν την αντικειμενική της αξία...


 

Της Μάγδας Καρακατσάνη

 


Μέχρι την έλευση της οικονομικής κρίσης (2009), η ελληνική νομοθεσία δεν γνώριζε την «πτώχευση» μη εμπόρων. Διότι μέχρι πρότινος κατά το ελληνικό δίκαιο αυτός που μπορούσε να πτωχεύσει ήταν μόνον ο έμπορος. Οι τεράστιες οικονομικές πιέσεις που δέχθηκαν τα ελληνικά νοικοκυριά οδήγησαν στην ψήφιση και θέση σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2010 του ν. 3869/2010, γνωστού και ως νόμου «Κατσέλη», με βάση τον οποίο γινόταν αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της πτώχευσης και στους μη εμπόρους και παράλληλα δημιουργούνταν ένα προστατευτικό πλέγμα για τα νοικοκυριά.

Κυρίαρχη ρύθμιση ήταν η προστασία της κύριας κατοικίας. Για τη διάσωσή της οριζόταν αρχικά η καταβολή μέχρι και του 85% της εμπορικής αξίας της, αργότερα του 80% της αντικειμενικής αξίας, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις δινόταν και η δυνατότητα διάσωσης με «μηδενικές καταβολές». Παράλληλα δε, υπήρχε η δυνατότητα διάσωσης και της λοιπής περιουσίας, ομοίως με μηδενικές καταβολές, εάν κατά την κρίση του δικαστηρίου η εκποίησή της δεν κρινόταν απαραίτητη για την ικανοποίηση των τραπεζών.

Μέχρι και τη λήξη του, ο νόμος «Κατσέλη» υπέστη μύριες όσες τροποποιήσεις, κυρίως ως προς το ζήτημα της διάσωσης της πρώτης κατοικίας, με αποτέλεσμα στο τέλος να ορίζει ότι για τη διάσωσή της απαιτείται η καταβολή του 100% της αξίας της και σε κάθε περίπτωση καταβολή ίση με το ποσό που θα λάμβανε η τράπεζα εάν την εκπλειστηρίαζε.

Η τελευταία αυτή τροποποίηση του νόμου «Κατσέλη», η οποία αποτελεί τον πρόδρομο της σημερινής νομοθετικής ρύθμισης, απαιτούσε από τον οφειλέτη να έχει ικανότητα να ανταπεξέλθει οικονομικά. Μάλιστα, αυτός όφειλε να παρουσιάσει οικονομικό πλάνο με βάθος 20ετίας, στο οποίο θα αποδείκνυε ότι έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει την αξία της κατοικίας του, άλλως η αίτησή του για ρύθμιση των οφειλών του απορριπτόταν! Ήδη, λοιπόν, ο νόμος «Κατσέλη», λίγο πριν τη λήξη του είχε προϊδεάσει το νομικό, και όχι μόνον, κόσμο για το ρυθμιστικό πλαίσιο των νόμων που θα έρχονταν σε αντικατάστασή του.

Οι νέες ρυθμίσεις εντάχθηκαν κωδικοποιημένα στο νόμο 4738/2020, απαλείφοντας από παντού τον όρο «διάσωση κύριας κατοικίας». Πλέον η ρύθμιση των οφειλών (εφόσον είναι περισσότερες από μία, δηλαδή χρέη σε περισσότερες τράπεζες) γίνεται μόνο εξωδικαστικά και όχι δικαστικά, μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Κατά τη διαδικασία αυτή, η οποία είναι περίπλοκη, χρονοβόρα και απαιτεί συνεχή παρακολούθηση, δεν υφίσταται ρύθμιση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, αλλά ρυθμίσεις για την αποπληρωμή των χρεών. Αν ο οφειλέτης συμφωνεί σ’ αυτές, τότε διασώζει την περιουσία του, και το «κούρεμα του χρέους» που ενδεχομένως έχει γίνει, διαγράφεται μόλις καταβληθεί και η τελευταία δόση της ρύθμισης. Αν, ωστόσο, αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις προτεινόμενες ρυθμίσεις τότε η περιουσία του, στο σύνολό της (δηλαδή και η κύρια κατοικία του) μπορούν να γίνουν αντικείμενα αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεσης, πλειστηριασμού).

Ως μόνη, πλέον, διέξοδος των οφειλετών μη εμπόρων από τη μέγγενη των χρεών διαφαίνεται η ΠΤΩΧΕΥΣΗ, η οποία ήδη από την 1η Ιουνίου 2021 προβλέπεται στον εν λόγω νόμο και επισήμως (άρθρο 308 εδ.δ΄ ν.4738/2020:«Κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στην παρ. 1 του άρθρου 76, τα φυσικά πρόσωπα πλην των εμπόρων αποκτούν πτωχευτική ικανότητα την 1η Ιουνίου 2021»). Η διαδικασία και εδώ γίνεται εν μέρει μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, με τη διαφορά ότι η απόφαση για την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης πτώχευσης, δεν λαμβάνεται από τις τράπεζες αλλά διατάσσεται από το δικαστήριο. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι ο νόμος διακρίνει τις πτωχεύσεις σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το ύψος της περιουσίας του οφειλέτη. Εν προκειμένω, γίνεται αναφορά στις λεγόμενες πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (φυσικά πρόσωπα με περιουσία έως 350.000,00€). Με την κήρυξη της πτώχευσης, την περιουσία του οφειλέτη διαχειρίζεται πλέον ο σύνδικος της πτώχευσης. Υπό προϋποθέσεις λ.χ όταν η περιουσία και τα εισοδήματα δεν καλύπτουν τα έξοδα της πτώχευσης, σύνδικος δεν διορίζεται και το όνομα του οφειλέτη απλά καταχωρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (ηλεκτρονική πλατφόρμα πτώχευσης).

Οι δυνατότητες που παρέχονται στον οφειλέτη, αναφορικά με την κύρια κατοικία του είναι, εφόσον κηρυχθεί σε πτώχευση, να ζητήσει από τον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων (ιδιωτικός φορέας, ο οποίος θα επιλεγεί από το κράτος, κατόπιν δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού) να αγοράσει την κατοικία του και ο ίδιος να διαμένει σε αυτή ως μισθωτής για 12έτη, καταβάλλοντας μίσθωμα. Με τη συμπλήρωση της 12ετίας, ο οφειλέτης θα δύναται να αγοράσει από τον εν λόγω Φορέα την κατοικία του με την αξία που θα έχει τότε, χωρίς όμως να συμψηφιστούν τα μισθώματα που έχει καταβάλει. Περαιτέρω, ο οφειλέτης αυτής της κατηγορίας (πτώχευση μικρού αντικειμένου) απαλλάσσεται πλήρως από την οφειλή του προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, σε 36 μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή της καταχώρησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο στην εξωδικαστική ρύθμιση όσο και στην πτώχευση μικρού αντικειμένου περιλαμβάνονται πέραν των τραπεζικών χρεών και χρέη στο Δημόσιο και στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Αναφορικά με τα ασφαλιστικά ταμεία και συγκεκριμένα για τους ελεύθερους επαγγελματίες, πρέπει να τονιστεί ότι το «κούρεμα» της οφειλής τους σε περίπτωση εξωδικαστικής ρύθμισης θα επιφέρει ανάλογη διαγραφή του χρόνου ασφάλισής τούς, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τους μισθωτούς. Αντίστοιχα, και στην περίπτωση της Πτώχευσης, η όποια διαγραφή οφειλών των ελευθέρων επαγγελματιών θα επιφέρει και την ανάλογη διαγραφή του χρόνου ασφάλισής τους.

Τόσο η εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών όσο και η Πτώχευση μικρού αντικειμένου, είναι διαδικασίες που βρίσκονται ακόμη σε συνεχή εξέλιξη, είτε από άποψη λειτουργικότητας της πλατφόρμας είτε ολοκλήρωσης των διαδικασιών για τη σύσταση του προβλεπόμενου Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Αυτό όμως που φαίνεται να έχει παγιωθεί είναι η νομοθετική αντιμετώπιση της κύριας κατοικίας, καθώς απωλέσθη πλέον η κατά το παρελθόν εξαιρετική προστασία που απολάμβανε και που ήταν έκδηλη ιδίως στις περιπτώσεις εκείνων των οφειλετών που αδυνατούσαν να καλύψουν την αντικειμενική της αξία.


Η Μάγδα Καρακατσάνη είναι Δικηγόρος-Διαμεσολαβήτρια με έδρα την Καβάλα