Θα σε ψάχνουμε, Βασίλη, αλλά δεν θα σε βρίσκουμε…

In Memoriam Βασίλη Θεοδωρίδη (1948-2022)


 

Του Κοσμά Χαρπαντίδη

 


Με την ελπίδα μόνο και τη χάρη ξεκινούσες -ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, να οικοδομήσεις τον κόσμο, στον οποίο ήθελες να ζήσεις, να ζήσεις ποιοτικότερα από ό,τι οι πρόγονοί σου, να ζήσεις σε μια πόλη περισσότερο δημιουργική όπου θα άνθιζε η τέχνη, όπου θα υπήρχε θέση για τα γράμματα, όπου θα δίνονταν τα ερεθίσματα για να υπάρξει μια πνευματική ζωή, από την οποία θα ξεπηδούσαν φωνές, για να ξεχάσει η πόλη σου το σκοτεινό αιμάτινο παρελθόν της και να ανοιχθεί σ’ ένα φωτεινό μέλλον.

Απ’ το κακό και τ’ άδικο διωγμένος, εσύ ένας αριστερός, ένας νεαρός κομμουνιστής, που δεν είχες παρωπίδες, που έβλεπες ανοιχτά και δεν απέρριπτες το παρελθόν κι ήθελες να το συμβιβάσεις με το μέλλον. Φυγή προς τα εμπρός. Και μάλιστα με έργο. Αναμείχθηκες με τα κοινά. Εξελέγης δημοτικός σύμβουλος, γρήγορα κατάλαβες ότι δεν ήταν εκεί ο χώρος σου κι ασχολήθηκες με τον πολιτισμό, μέσα από τους συλλόγους και κυρίως μέσα από τη Στέγη.

Και πήρες του καιρού τ’ αλφαβητάρι και της αγάπης λόγια φυλαχτό, για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι. Και ρίζωσε το χορτάρι και έδωσε καρπούς και αίγλη στο αρχαίο σωματείο. Ξαναζωνάντεψε η Κινηματογραφική Λέσχη, έκτισες τον θερινό μας Ζέφυρο, σχεδιάσαμε μαζί το Υπόστεγο, που στηρίξαμε με τα χρήματα του Ζέφυρου και της Λέσχης, ανακαινίσαμε τη Στέγη και της έδωσες τη σημερινή της μορφή, ιδρύσαμε τις εκδόσεις Υπόστεγο και κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας βιβλίο. Από το Θεατρικό Εργαστήρι της Στέγης ξεπήδησε το Δημοτικό Θέατρο και στη συνέχεια το ΔΗΠΕΘΕ. Έδωσες φωνή σε λογοτέχνες και ποιητές, αλλά και διανοητές. Από τον μεγάλο Ρίτσο έως τον Μένη Κουμανταρέα και από τον Γιώργο Χειμωνά ως τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μιχάλη Ράπτη (τον γνωστό Πάμπλο) και ας μας ακολουθούσε παρά πόδας και η ασφάλεια, γιατί τότε τον υποψιάζονταν ως γενάρχη της 17 Νοέμβρη.

Και φυσικά, η μεγάλη σου συνεισφορά στον Σκακιστικό Όμιλο της Καβάλας, που τον οδήγησες στην κορυφή με τη δουλειά σου, την ανιδιοτέλειά σου, το οργανωτικό σου πνεύμα και το αγκάλιασμα όλων των αθλητών του που ήταν τα παιδιά σου. Και πόσο χαρήκαμε που δίπλα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Σταυρούλα Τσολακίδου δέχθηκες να λάμψεις κι εσύ, Βασίλη, επιτέλους κάμπτοντας την παντοτινή μετριοφροσύνη σου, η επιμονή του Προέδρου της Δημοκρατίας, που επέβαλε να είσαι παρών.

Παρά το διπλό και τριπλό μεροκάματο που έγραφες στη διάρκεια της ζωής σου, αρχιτέκτων-μηχανικός, προϊστάμενος στη ΔΕΠΟΣ, επιστήμων ακριβός, πολιτικοποιημένος στο ΚΚΕ και στρατευμένος άνθρωπος (αχ, αυτή η στράτευση πόσο σε απασχόλησε στη ζωή σου) του πολιτισμού και πρόεδρος του Σκακιστικού Ομίλου (που απαιτούσε επαγγελματία, αλλά βρήκε έναν ένθερμο ερασιτέχνη που έκανε για δέκα επαγγελματίες), παρέμενες ένας πάντα διαβασμένος άνθρωπος που ρουφούσε τη γνώση και ήταν έτοιμος να συναινέσει σε κάθε εκδήλωση που θα αναβάθμιζε τη Στέγη, την Καβάλα, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στην οποία επίσης συμπορευτήκαμε για χρόνια και πραγματοποιήσαμε έργο και εκδόσεις, το ΔΗΠΕΘΕ και όλο τον πολιτισμό της πόλης.

Ήσουν πίσω και μπροστά από τόσα που χαρακτήριζαν τις ζωές μας τις περασμένες δεκαετίες. Από εκδηλώσεις μέχρι έντυπα και εκθέσεις, από διοργανώσεις μέχρι μουσικές, από έναν αφοσιωμένο χειρώνακτα μέχρι τον Πρόεδρο που έδινε το «παρών» σε όλη την Ελλάδα σε συνέδρια και ημερίδες.

Δεν θα το έκανε κανείς άλλος. Το έκανε ο Βασίλης. Ταξιδεύοντας μόνος χιλιόμετρα για να δώσει το «παρών» και υπερβαίνοντας εαυτόν για να επιστρέψει κάποτε και αυθημερόν για να προλάβει υποχρεώσεις που έτρεχαν.

Και όλα αυτά όχι απλώς αμισθί, χωρίς ούτε μια τσακιστή δεκαρίτσα από πουθενά, αλλά βάζοντας χρήματα από τον μισθό ή τη σύνταξή σου, δίνοντας όλο το αίμα της ψυχής σου.

Βασίλη, τι μάθημα δίνεις στ’ αρπαχτικά που μας περιβάλλουν;

Μα πες μου πώς να μην ξεχάσεις την αυλή σου – έκανες τόσα που δεν χωρούν σήμερα σε μια σύνοψη και δεν χωρούν στις ζωές των άλλων που κάθονται και χωρίς φώτα προσπαθούν να σε μιμηθούν.

Σε ό,τι έβαζες την υπογραφή σου, άνθιζε, Βασίλη, και καρποφορούσε.

Και όσοι σε πολέμησαν, ελάχιστοι θαρρώ, δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε, γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές. Και σκέφτομαι πόσο ποιητής υπήρξες, πόσα μεταμόρφωνες με την αγάπη σου και τι παράδειγμα έδινες σε όσους φανερά ή και κρυφά περπάτησαν μαζί σου;

Θα σε ψάχνουμε, Βασίλη , αλλά δεν θα σε βρίσκουμε.